Όση ζέστη, τόσος κόσμος μέσα στο θέατρο της Σαλονίκης. Με μπύρα στο χέρι και τσιγάρο μισό, ξεκίνησα παρέα με χιλιάδες να τραγουδώ….”γι αυτό γεννήθηκε ο κόσμος μάτια μου, γι αυτό, για να σε συναντήσω”. Την καψούρα που την έκανα βάσανο κι αντί να μου κάνει καλό η Ελεονώρα, μου “φόρτωσε” το συναίσθημα. “Κι η βαλίτσα δεν πηγαίνει παραπέρα”; Επιτυχίες η μία πίσω από την άλλη. Η Ελεονώρα αγέρωχη, θεατράλε, ροκού, χορευταρού, με φωνή καμπάνα και τη καρδιά κέρμα να την πετά στον αγέρα κι όπου πέσει.
“Μονάχα εγώ κι άλλος κανένας” μου τραγουδάει…κι εγώ ανοίγω το κινητό και χαζεύω την φωτογραφία της. Θέλω να την πάρω τηλέφωνο να της πω πόσο την αγαπώ, αλλά προτιμώ να σπάσω το δείκτη από τα δάχτυλα μου, παρά αυτό. Εγωισμέ, κάνε κουράγιο….φάση “που με διώχνουνε ως κι οι θάλασσες”.
Χιλιάδες κόσμου κι εγώ σε ησυχία με εξομολόγο μου την Ελεονώρα. Να-ναι-ναι σου λέω. Τί δεν καταλαβαίνεις; Το κορίτσι με το χαμόγελο στα χείλη που πόνεσε πολύ-γνωριζόμαστε εμείς οι ίδιοι που πατήσαμε νάρκες και ξύσαμε πληγές, μου τραγουδά και είναι σαν να μιλάει η ψυχή. Μου.
Νέα τραγούδια από το “που με φτάσανε οι έρωτες”, στην “αγάπη δεμένη”. Και εγώ θολωμένος να μη ξέρω τι μου γίνεται και να πείθω τον εαυτό μου ότι περνάω καλά. Κι έρχεται το “μακριά μου να φύγεις” να με κάνει να ψάχνω το γέρο με το ψυγείο με τις μπύρες. Πονετική κι αλέγκρα η βραδιά της, στο πρόγραμμα. Με το σύνθημα “να συντονίσουμε καρδιές, να επικοινωνήσουμε” πιάνω καραμπινάτο σταθμό αισθήματος με ντεσιμπέλ στα άκρα. “Αν το τέλος είναι αυτό, δεν θέλω να το δω” από Κώστα Τουρνά και με το ζόρι κρατιέμαι να μην πατήσω “κλήση”.