at a glance
Top

Κι όμως… κινείται!

κείμενο | δημήτρης δάγκαλης  */* φωτογραφίες | δημήτρης δάγκαλης

μίλα μόνος σου

Τι θα φάμε;

Ξέρω ‘γω; Παράγγειλε.

Παρήγγειλε.

Καλά παρΆγγειλε εσύ τώρα, κι ύστερα άνοιξε γραμματική του Τριανταφυλλίδη. Ρήμα «παραγγέλλω» – προστακτική του αόριστου.

ΑορΊστου.

Αυτό στο δίνω.

Τηλέφωνο delivery ψάξε.

Έχουμε η-φούντ ρε.

Τι;

App.

Ε;

-φαρμογή. Εφαρμογή. Άντε πεινάω!

Θυμάμαι τότε που άνοιγες συρτάρι, έπαιρνες τα προσπέκτους, έβγαζες το λαστιχάκι, με το οποίο η μάνα σου είχε «τακτοποιήσει» ΚΑΙ τα προσπέκτους, σου έπεφταν τα μισά γιατί ήταν περίπου εξηνταδύο, ύστερα τα έψαχνες ένα-ένα μέχρι να καταλήξεις να παραγγείλεις το ίδιο πράγμα από το ίδιο μέρος.

Και τώρα, εφαρμογή. Μια γρήγορη διεπαφή με την οθόνη του smartphone κι έχεις φαγητό στην πόρτα σου. Αντικαταστάθηκε ολόκληρη εκείνη η σκηνή:
– Ναι καλησπέρα.
– Καλησπέρα.
– Ναι, μια παραγγελία θα ήθ…
– Δε σας ακούω.
– Ναι, μ’ ακούτε τώρα;
– Τώρα ναι.
– Ναι, μια παραγγελία θα ήθελα να κάνω.
– Αριστοκλή 4; Ναι, σας έχω, έχετε ξανακάνει παραγγελία. Πείτε μου.
– Καταρχήν να ρωτήσω αν έχετε έτοιμο σουβλάκι κοτόπουλο;
– Μισό δώστε μου… «Σωτήρη (έμπαινε και τρίτος στην κουβέντα) έχουμε κοτοσουβλάκι (α, έτσι θα ναι το σωστό για να το λέει η κοπέλα) έτοιμο;». – «όχι αλλά αν περιμένει, πες, 5-10 λεπτά»
– Ναι μ’ ακούτε;..
κλπ.

Εμένα απ’ όλο αυτό μου λείπει «ο Σωτήρης». Δεν τον ήξερα «το Σωτήρη». Δε θα τον έβλεπα ποτέ «το Σωτήρη». Αλλά ο τόνος της φωνής «του Σωτήρη», που ερχόταν απ’ το βάθος της κουζίνας, μου ‘λεγε «πίστεψέ με». Μου ‘δινε ελπίδα. «Αν περιμένεις… λίγο… τόσο δα… θα σου κάνω σουβ- κοτοσουβλάκι.».

Εμένα άλλο μ’ ενοχλεί. Που η εφαρμογή σε ψάχνει αυτόματα, και δε σε βρίσκει ποτέ σωστά. Πάντα σε βρίσκει δυο πολυκατοικίες παραδίπλα.

Αριστοκλή 4.

ΌΧΙ! Σε βρίσκει στο 6, στο 8… καμιά φορά σε πετάει απέναντι, στα μονά. Ε εκεί το χάνω, 9, 11… Όχι! Όχι δε μένω απέναντι, δεν παραγγέλνω για τον απέναντι, μένω δώθε… στα ζυγά!

Ρε γινάτι με την εφαρμογή

Ε πώς;

Άμα δεν πιάνει καλά το GPS, τι να κάνουμε τώρα;

Καλά το GPS κατά κανόνα δεν πιάνει. Δυο βήματα να ‘χες βρεθεί πιο πέρα, να χες κοιτάξει αλλού, να ‘χες πάρει τον επάνω δρόμο κι όλα θα ‘ταν διαφορετικά. Δεν ξέρω αν θα ‘ταν καλύτερα ή χειρότερα. Πάντως θα ήταν κάπως… αλλιώς.

Όταν πιάνει όμως;

…όταν πιάνει… τι ωραία που είναι όταν πιάνει. Που βρίσκεσαι στο σωστό μέρος, την σωστή στιγμή, στη σωστή θερμοκρασία, με τον κατάλληλο άνθρωπο, τους κατάλληλους ήχους, τις κατάλληλες μυρωδιές, και χτυπάει η εφαρμογή «φτάσατε στον προορισμό σας». «Κλινγκ»! ή «φίου», ή «τσίου» δεν ξέρω τι έχεις να χτυπάει…

«Σωστά» και «κατάλληλα» για ποιόν;

Για μένα ρε χαμένε, τι θες; Σάμπως εκείνη την ώρα ξέρεις τι είναι σωστό και τι όχι; Μπροστά σου δε βλέπεις.. απλά ιδρώνεις και ξεϊδρώνεις.

Εσύ ιδρώνεις και πολύ.

Κι εσύ μαζί μου, σκάσε… Κλάμπ θα παραγγείλουμε.

Τι;

Κλαμπ, λέω! Εσύ θα τρως το μισό και θα παχαίνεις, κι εγώ το άλλο μισό και θα νιώθω τύψεις που παχαίνεις…