κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
Μια ιστορία μικρή
Κρατούσε δυο τσάντες ψώνια στα χέρια της. Άνοιξε μετά κόπων και βασάνων την εξώπορτά της, γυρνώντας τρεις φορές το κλειδί. Τα πάνινα χερούλια τους, βαριά βραχιόλια και άσχημα στους καρπούς της. Πρήστηκαν εντέλει οι παλάμες της και μελάνιασαν. Συνηθισμένη, δεν έδωσε σημασία. Άναψε τα φώτα στο διάδρομο κι άρχισε να τραγουδάει κάτι, νομίζω απ’ τον Μεγάλο Ερωτικό. Αράδιασε στο ψυγείο, σε συρτάρια, ραφάκια και ντουλάπια όλα τα καλούδια. Κατέβασε, δυο λεπτά της πήρε, σ’ ένα ταπεράκι μέσα αποφάγια στον ακάλυπτο για τις αδέσποτες και γύρισε με τριχωτά παράσημα στα μπατζάκια της. Δε βαριέσαι. Στρώθηκε να καθαρίζει κρεμμύδια, καρότα, πατάτες και να καλοπλένει το σέλινο που μόλις έφερε, στο νεροχύτη. Μια σούπα θα ’ταν ό,τι έπρεπε για αύριο.
Μια ώρα αργότερα, πριν απαγορευτεί η κίνηση, επέστρεψε κι ο άντρας της. Ήπιαν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας τις εξελίξεις σε γεγονότα που τους ενδιέφεραν. Έπειτα κλείστηκαν στα ιδιαίτερά τους. Ο καθένας μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Κάποιο θεατρικό αυτή, κάποιο σχετικό με τα συγκοινωνιακά έργα εκείνος.
Υπήρχε μια ανομολόγητη νευρικότητα εκατέρωθεν, η οποία όμως, καταπνίγονταν από την πείρα του καθενός, με αίσθημα απόλυτου σεβασμού για τον άλλο. Όσα διαδραματίζονταν στο Πανεπιστήμιο μόνο αδιάφορους δε θα τους άφηναν. Ήταν το δεύτερο σπίτι τους. Μπορείς για το άλλο σου σπίτι να μη νοιάζεσαι; Είναι δυνατό να μη σ’ ενδιαφέρουν τα ‘παιδιά ‘ σου; Τη δεδομένη στιγμή όμως, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν υπομονή και να παραμείνουν ψύχραιμοι.
Η νύχτα τους βρήκε μ’ ένα τυπικό φιλί και μ’ ένα άγονο αγκάλιασμα με το μαξιλάρι τους. Σε σκέψεις ανείπωτες, βουβά σεντόνια και δειλά αγγίγματα ποδιών. Καλό θα ‘τανε να τα είχα ξυρίσει τα ρημάδια, σκέφτηκε, μέσα σε παρενθέσεις άλλων σοβαρότερων ανησυχιών. Ίσως αύριο, είπε φωναχτά άθελά της, προκαλώντας την εύλογη απορία του συζύγου της. Αύριο, σίγουρα. Η κουβέρτα σκέπασε κάθε απορία και μια αναίσθητη ‘καληνύχτα’ τους τούς χώρισε πλάτη με πλάτη για τέσσερις με πέντε ώρες ύπνου το πολύ!
Ήταν περίπου πέντε τα χαράματα Δευτέρας, όταν το κινητό της τηλέφωνο στο κομοδίνο, άρχισε να φωτίζει αρχικά την κάμαρή τους και αμέσως μετά, η φωνή της Φλέρυ Νταντωνάκη να μελωδεί ‘’ Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να πω…’’ -α ναι, αυτό τραγουδούσε κι εχτές μπαίνοντας στο σπίτι της- που είχε για ήχο κλήσης. Ξύπνησε κι ο σύζυγος τρομαγμένος, φόρεσε τα γυαλιά του για ν’ ακούσει καλύτερα, κι έμεινε εκστασιασμένος πάνω στα μάτια της κυράς του που λάμπανε, λαμπύριζαν και βγάζαν φλόγες και φωτιές, αχάραγα Δευτέρας. Και το ‘δε τ’ όνειρο. Πρόλαβε και το ‘δε τ’ όνειρο το κακό. Φόρεσαν ότι βρήκανε μπροστά τους- και ίσως ήταν η πρώτη φορά τους που δεν τάισαν τις γάτες ‘τους’- και χύθηκαν στους δρόμους σαν αλλοπαρμένοι έφηβοι. Εκείνο το σπαραχτικό τους ‘’Κυρία, βοήθεια! Ελάτε, μας περικύκλωσαν!!’’ ηχούσε στα τύμπανά της και τάραζε καρδιά και στομάχι.
Κι ενώ δεν είχε καμιά διάθεση να επιστρέψει στο σπιτικό της διαφορετική, ‘κείνες τις ώρες στο Πανεπιστήμιο, κάποιοι κατάφεραν και την έντυσαν μικρή ηρωίδα. Και όχι άδικα! Ήταν, έγινε, την κάμανε! ‘’ Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες’’ έλεγε και ξανάλεγε στους μαθητές της χρόνια.
Το ίδιο βράδυ, έβγαλε τα λερωμένα ρούχα της κι έπλυνε με πάθος το κορμί της. Το ‘τριψε ξανά και ξανά. Κάθε εκατοστό του. Πότε με το σφουγγάρι της, πότε με τα νύχια της τα ίδια. Όσο καυτό νερό κι αν έπεσε πάνω της, όσο σαπούνι κι αν άφρισε, δεν της αφαίρεσαν ούτε την απογοήτευσή της, μήτε τον ηρωισμό της που τόσο ήθελε να απωλέσει. Έκατσε στην αγκαλιά του αντρός της τυλιγμένη αγάπες. Έκατσε μπροστά σε κάποιο δελτίο ειδήσεων τυλιγμένη κουβέρτες. Τυλιγμένη απορίες. Τυλιγμένη ως το λαιμό έναν σιωπηλό θυμό που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε δάκρυα. Πάλι με πρόδωσαν τα δάκρυά μου, γαμώτο. Άλλη μια φορά λυγάω, σκέφτηκε. Κι έπειτα, όπως ήταν έτσι ντροπιασμένη μπρος στα μάτια του άντρα της- έτσι ένιωθε εκείνη, βρε παιδί μου, ντροπιασμένη- έκανε μια απόπειρα να πάνε αλλού οι σκέψεις τους. Έκλεισε την τηλεόραση και του ‘πε με ύφος δανεικό από σκυλί που σε κοιτά με ‘κείνα τα θλιμμένα του τα μάτια και στρέφει το κεφάλι του στο πλάι ‘’Δεν πρόλαβα τελικά να ξυρίσω τα πόδια μου σήμερα, με συγχωρείς!’’.
Κι αν σε όλα αυτά υπάρχει ένα ίσως, αν υπάρχει μια μικρή ή και μεγάλη αμφιβολία για το αν γίναν όλα έτσι όπως γράφονται, ένα είναι το σίγουρο. Μήνες μετά από εκείνο το πρωινό, που δε λογάριασε εαυτών και κάλυψε το φοιτητόπαιδό της από τη βία και την χυδαιότητα των αστυνομικών, οι καταστάσεις δεν άλλαξαν… Ζούμε έναν περίεργο πόλεμο. Και είναι αυτό. Ότι μόνη της έγνοια ήταν να κάνει έναν καλύτερο κόσμο, γαμώτο. Και κάποια στιγμή, κάποτε, πίστεψε ότι μπορούσε να τα καταφέρει. Γιατί ταυτίστηκε με τα λόγια του ποιητή, ότι ‘’Ειρήνη είναι ένα ποτήρι ζεστό γάλα κι ένα βιβλίο μπροστά στο παιδί που ξυπνάει…’’ κι εκείνη το μόνο που κατάφερε, κι έτσι νομίζει ακόμη παραδόξως, είναι να την κάνουν μικρή ηρωίδα. Ή και μεγάλη, ποιος νοιάζεται. Μα μόνο αυτό δεν ήθελε να γίνει… Μονάχα αυτό απεύχονταν. Κι όμως. Έστω και τόσο δα, τον άλλαξε τον κόσμο. Έστω και τόσο δα. Όλο τον κόσμο!
Related posts:
Εγώ, εσύ, πράσινο και θαλασσί
Τρεις μέρες, Μία Εποχή
μυστήρια πλάσματα
μια ιστορία μικρή
έχεις τρεις επιλογές
έχεις τρεις επιλογές