Στον πρώτο παλεύει να κρατηθεί στη ζωή. Είναι βαρύς ο σταυρός. Και ανηφόρα. Αλλά αντέχει. Έχει δυνατές πλάτες, κι ας είναι μικρόσωμη. Στον δεύτερο παλεύει να κρατήσει μια ζωή. Δύσκολο της είπαν. Αλλά όχι ακατόρθωτο. Οι επιπλοκές πολλές. Πρέπει να είναι έτοιμη για τα πάντα. Συναισθήματα εναλλάσσονται. Τη μια κυριαρχεί η δύναμη, η αισιοδοξία, η πίστη ότι θα τα καταφέρουν. Την άλλη στιγμή, κούραση, φόβος, απόγνωση. Παραιτούνται. Και πάλι από την αρχή. Δίπλα τους οι άνθρωποί τους. Άλλος ο ρόλος τους κάθε φορά.
Το κορίτσι του πρώτου φοβάται. Πολύ. Θυμώνει. «Γιατί;» . Το κορίτσι του δεύτερου αναρωτιέται. «Μετά; Τι;». Και φοβάται. Πολύ. Τα ίδια όνειρα από παιδιά, η ίδια λαχτάρα να ζήσουν, να τα ζήσουν όλα, να μεγαλώσουν αυτές, να μεγαλώσουν παιδιά, να μεγαλώνουν μαζί τους.
Στον πρώτο το κορίτσι θυμάται σαν χτες εκείνο το μεσημέρι. Στις 14:00, εξέταση ρουτίνας, μετά καφές με τις φίλες. Όλα προγραμματισμένα, όπως πάντα. Μα ο καφές ποτέ ξανά δεν είχε την ίδια γεύση. Η πόλη άλλαξε χρώμα. Και βουβάθηκε. Στον δεύτερο, το κορίτσι πονάει, δεν έχει μυαλό να θυμηθεί το ύφος, τα λόγια του γιατρού. Το μόνο που έχει μείνει από εκείνο το πρωί, το σφίξιμο στο στομάχι. Και το βάρος στο στήθος. Και η απορία. «Το παιδί μου;»
Οι μέρες περνούν , τα δύο κορίτσια παλεύουν με το χρόνο. Παλεύουν με το φόβο. Σήμερα όμως κάτι συμβαίνει. Μέσα τους. Στον δεύτερο, μετά από πείσμα και πόνο, δάκρυα χαράς διαδέχονται αυτά των προηγούμενων ημερών. Τα κατάφερε! Το πίστεψε και το έκανε! Πεισματάρα από παιδί, άλλωστε, πώς θα ήταν δυνατόν να της ξεφύγει αυτό; Φυσικά και θα τα κατάφερνε! Σφίγγει το μικρό πλάσμα και του υπόσχεται πως θα του μάθει να ζει. Όσο δύσκολο κι αν είναι. Δίνει όρκο και το ξέρει πως θα τα καταφέρει.