Η καθημερινότητά μου είναι από Καλαμαριά, Βασιλίσσης Όλγας, από Θέατρο Σοφούλη στο Γκαίτε και άντε και λίγο κέντρο.
Εννοείται, κυκλοφορώ είτε με τα πόδια, είτε με ταξί.
Σιχαίνομαι, όσο δεν πάει, την συγκοινωνία… δεν έχω χειρότερο.
Την τελευταία φορά, στη στάση εργασίας των ταξί, πήρα λεωφορείο και φυσικά, μάλωσα, πάλι, με μια κυρία που είχε πέσει πάνω μου και δεν είπε ούτε μια συγγνώμη. Με αγριοκοίταξε. Της λέω: «Θα με δείρετε κιόλας;», «Δεν έχετε τρόπους νεαρέ μου», «Κι εσείς τσίπα», «Είμαι μεγάλη γυναίκα», «Σας συγχωρώ».
Γενικά δεν έχω και πολύ υπομονή στη ζωή μου, θεωρώ δεδομένα ορισμένα ζητήματα. Η αγένεια μπορεί να με φέρει στο αμήν. Δεν γίνεται να μη λέμε «καλημέρα», για παράδειγμα, όταν μπαίνουμε σε ένα μαγαζί ή όταν υπάρχει άτομο μέσα στο ασανσέρ. Η πόλη αυτή έχει πολλά καλά και άπειρα άσχημα, τα οποία φυσικά αποτελούν κύριο πυρήνα της δουλειάς μου. Εάν δεν είχα θέμα με την πόλη αυτή, τη χώρα αυτή, την εκκλησία, τον θεσμό της οικογένειας, δεν θα έκανα αυτά που έκανα στο θέατρο… αυτό είναι το λάκτισμα.
Πρόσφατα, παρατήρησα ότι και τα δυο projects που κάνω φέτος (το «Γράμμα στον πατέρα» και το «Sanatorium») ξεκινούν από την ίδια εμμονή, τα γεννά η ίδια ανάγκη, θίγουν τελικά, το ίδιο ζήτημα. Την ανικανότητα του ανθρώπου να αντιληφθεί τον άνθρωπο και την εχθρότητα απέναντι σε εκείνο που φοβάμαι.
Αυτή η χρονιά ήταν και είναι μια γεμάτη χρονιά και δεν θέλω να σταματήσει, ακόμα, αυτό. Αυτή η δημιουργική έξαψη, νιώθω, ότι μου λειτουργεί ακόμα περισσότερο. Θέλω, όμως, να κάνω όπως και δήποτε ένα ταξίδι εκτός Ευρώπης και φυσικά, να προγραμματίσω όλη την επόμενη χρονιά θεατρικά από τώρα, και σε Θεσσαλονίκη και σε Αθήνα.