κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου
Ποιά πήγε και άπλωσε το γέλιο στη ταράτσα, ε;
Δέκα χρονών παιδί, δεύτερη μέρα Χριστουγέννων, παιδί από την επαρχία, με θυμάμαι 21:30 το βράδυ, στο θέατρο ΒΕΜΠΟ, τρίτη σειρά στη πλατεία, δίπλα στη μαμά. Μετρούσα το χρόνο, ανάμεσα στα κουδούνια. Ήμουν πολύ χαρούμενος. Επιτέλους, θα έβλεπα από κοντά, την Άννα Παναγιωτοπούλου.
Είχα κολλήσει όλη τη προηγούμενη χρονιά στη τηλεόραση, με τη “Μαντάμ Σουσού”. Τώρα, σε λίγο θα ξεκινούσε η επιθεώρηση “Σιχτίρεια ’88” με εκείνη πρωταγωνίστρια. Η κυρία που καθόταν από πίσω μου, ρώτησε τη μαμά μου “φέρατε το παιδί να δει την επιθεώρηση; Θα έχει βωμολοχία”…Η μαμά, της απάντησε ότι δεν είχε άλλη επιλογή “ο μικρός είναι θεατρόφιλος”…και η άγνωστη κυρία έσκυψε συνομωτικά δίπλα μου και μου είπε “να φανταστώ, ήρθες για να δεις την Παναγιωτοπούλου;”. Δεν πρόλαβα να απαντήσω- χτύπησε το τρίτο κουδούνι, έσβησαν τα φώτα και οι πρώτες νότες του Γιώργου Χατζηνάσιου από τη ζωντανή ορχήστρα, με πήγαιναν στο όνειρο.
Όταν τέλειωσε η παράσταση ήταν 00:30, εγώ εκστασιασμένος, η μάνα μου “σφιγμένη” για τις λέξεις που είχα ακούσει και ο πατέρας μου με το θείο μου, έξω από το θέατρο ΒΕΜΠΟ, παρκαρισμένοι μας περίμεναν, έτοιμοι “να μας παραλάβουν”- σοκαρισμένοι που θα κοιμόμουν, καλές μιάμιση τη νύχτα στο Νέο Ηράκλειο. Η μαμά, πριν μπούμε στο FIAT, μου διεμήνυσε ότι δεν χρειάζεται να αναφέρω αναλυτικά στους υπόλοιπους, τις βωμολοχίες που είχα ακούσει και γέλαγα- μπας και μαζέψει τα ασυμμάζευτα. Πίστεψε δε, ότι θα κοιμηθώ αμέσως, όπως της υποσχέθηκα. Τζάμπα έδωσα το λόγο μου. Στο μαξιλάρι, εκστασιασμένος σκεφτόμουν εκείνη.
Τρία χρόνια μετά ζήτησα να πάμε στο “Έκτο Πάτωμα”- οι γονείς μου αντιστέκονταν στην επαρχία της Κατερίνης. Από τόσες δεκάδες παραστάσεις, τα Χριστούγεννα θα πάμε στην Αθήνα, πάλι να δούμε την Άννα Παναγιωτοπούλου; Ήμουν αμετάπειστος. Ευτυχώς. Για μένα και για εκείνους. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε βωμολοχία, και ήταν τόσο μα τόσο ωραία, σε εκείνη τη γειτονιά στη “Μονμάρτη”. Η Άννα έλαμπε. Έμπαινε με τη μουσική κορώνα που της έγραψε ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου, και σε έστελνε αδιάβαστο με το ταπεραμέντο της. Αυτή η “ατσούμπαλη” γυναίκα, είχε κάτι το μαγικό στο παίξιμο της.
Ύστερα, τη θυμάμαι, στο ΚΛΕΙΔΙ ΓΙΑ ΔΥΟ, με Παρτσαλάκη και Χαλκιά, και βέβαια στη θρυλική παράσταση του Γιώργου Λεμπέση, την επιθεώρηση “Ελλάς στο φούρνο με πατάτες”. Σε αυτή τη φανταστική παράσταση, καλοκαίρι του 1993, που σατύριζαν ως και τη “Λάμψη” του Νίκου Φώσκολου, “και τα ρολόγια έκαναν χλάπατις χλούπατις”, η Παναγιωτοπούλου στο φινάλε του έργου έβγαινε πάνω σε ταψί, πεσμένη στα τέσσερα με ένα μήλο στο στόμα και πατάτες ολόγυρα στα χέρια τεσσάρων χορευτών και ο θίασος τραγουδούσε “Ελλάς στο φούρνο με πατάτες, να τες να τες, κοπιάστε να φάμε, έι”. Ποια ελληνίδα ηθοποιός θα δεχόταν να το κάνει αυτό επί σκηνής; Καμιά.
Το άνοιγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης σήμανε το 1989 και την έναρξη των “Τριών Χαρίτων”- στο youtube υπάρχει ένα backstage γύρισμα της Παναγιωτοπούλου με ένα ποίημα για τη Λένω Μπότσαρη. Όποιος το δει, είναι αδύνατο να μη γελάσει με τη καρδιά του, για όσα υποδύοταν μα και όσα πρέσβευε η ίδια ως άνθρωπος.
“Όταν μικρή είδα τον “Φιλάργυρο” με τον Νέζερ, στο Εθνικό Θέατρο; Πού τη θυμήθηκες, αυτή τη παράσταση. Είχα πάει με τους γονείς μου να δω παράσταση και κόντευα να πέσω από τον πρώτο εξώστη του θεάτρου, συγκινημένη. Αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Τότε, πια το ήξερα. Το θέατρο είναι ταύτιση, κοινού και καλλιτέχνη. Το αν θα συμβεί είναι θέμα σκηνοθέτη. Αλλά και δεν συμβαίνει πάντα”.
“Το βασικό μου χαρακτηριστικό είναι ότι είμαι πολύ εύθικτη. Κάτι το εύθραυστο. Δεν μου έκανε κάτι “ουάου” το θέατρο ιδιοσυγκρισιακά. Είναι όμως ευχάριστο, ένας άνθρωπος να βγαίνει από τον εαυτό του και να μπαίνει σε έναν ρόλο… είναι μια μαγεία”.
-“Το “Ελεύθερο Θέατρο” ήταν μια θητεία του “ξεχνάμε τι μάθαμε στη Δραματική και πάμε να τα αλλάξουμε”.
Ήταν το εντελώς αντίθετο.
-Άλλο το “Ελεύθερο Θέατρο” και άλλο η “Ελεύθερη Σκηνή”, όπως μετονομάστηκε την δεκαετία του ’80;
-Το ίδιο πράγμα ήταν. Μόνο που η βασική διαφορά ήταν η παρουσία παραγωγού μετέπειτα. Δεν είχαμε το βάρος της παραγωγής, στην “Ελεύθερη Σκηνή”. Κι αυτό μας το πρότειναν, δεν το κυνηγήσαμε εμείς. Δεν καταλάβαινα και ποτέ, τι γινόταν τότε. Είμασταν μέσα στη Χούντα. Ξεκινήσαμε σαν μια αντίδραση απέναντι στη Χούντα. Στη συνέχεια, αυτό που δεν θέλαμε να κάνουμε ήταν να πάμε να παίξουμε σε δεδομένους θιάσους, με στάνταρ πρωταγωνιστές, που κάποιος θα μας διαχειριζόταν κι όχι εμείς τον εαυτό μας. Κάναμε αυτό που γουστάραμε να κάνουμε. Βεβαίως, έχουμε ανεβάσει και κάποιες σαχλαμάρες. Ένα έργο που το γράψαμε και ήταν το “ότι να ΄ναι”. Δεν μας ενδιέφερε η επιτυχία. Είμασταν παιδιά που κάναμε αυτό που αγαπούσαμε. Πετύχαινε ή όχι. Η νιότη έχει και δικαίωμα στο λάθος…κι από λάθη; Άπειρα! (γέλια) Αλλά, και πολλά θετικά που δεν θα τα κάναμε αν είμασταν μεγάλοι σε ηλικία.
– Το να γράφετε εσείς κείμενα, ξεκίνησε από το “Κι εσύ χτενίζεσαι”;
– Ναι, η ανάγκη το έκανε σε αυτή την επιθεώρηση. Είχαμε κείμενα του Σκούρτη, του Μποστ και κοβόντουσαν από την λογοκρισία. Κανονική γραφή όμως, προσωπικά, ξεκάθαρη, υπήρξε στο “Τραμ το τελευταίο”, που ήταν “θέμα”. Τα νιάτα μας. Πώς βλέπαμε το κόσμο όταν είμασταν παιδιά. Ο συγχωρεμένος ο Σκυλοδήμος είχε γράψει ένα κείμενο για την Κορέα, ευφυές. Ένας φαντάρος που γύριζε από τη Κορέα και τους έλεγε τι έκαναν εκεί. Το έπαιζε ο επίσης συγχωρεμένος ο Σαμπάνης.
– Γράφετε τώρα; Και ας μένουν στο συρτάρι σας τα κείμενα;
– Όχι. Για το συρτάρι ποτέ δεν γράφω. Θα γράψω επιθεώρηση, θα διασκευάσω ένα έργο, αλλά ποτέ να γράψω κάτι για μένα και να μείνει εκεί. Τι να τα κάνω στο συρτάρι μου; Ότι σκέφτομαι, σκέψη είναι και μένει εκεί.
– Μαριανίνα Κριεζή…φιλία ζωής;
– Η Μαριανίνα είναι αδερφή μου. Όλη η Μαριανίνα, όλος ο χαρακτήρας της με γοητεύει. Πήγα πέρυσι δύο μήνες και έμεινα μαζί της κι ένιωσα άλλος άνθρωπος. Δεν είναι φιλία με την Μαριανίνα, είναι σχέση ζωής. Που ξεκινήσαμε από τη “Λιλιπούπολη” και μετά γράψαμε κείμενα, που κάποια έμειναν στην ιστορία.
– Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι η μελωδία της πορείας σας;
– Η ιστορία με τον Κραουνάκη είναι μεταγενέστερη της Μαριανίνας. Λατρεύω τον Σταμάτη. Πραγματικά, τον λατρεύω. Τον θεωρώ ότι πιο ταλαντούχο υπάρχει στο χώρο της μουσικής. Είναι σπουδαία ιστορία ο Σταμάτης. Με καρδιά μικρού παιδιού. Βασικά, από μόνος του, δεν είναι παιδί, είναι κατηγορία. Κραουνάκης. Δεν βρίσκεις προτέρημα ή ελάττωμα στο Σταμάτη. Είναι είδος κανονικό! Ένα πλάσμα καλοσύνης και πάντρελο. Πολλές φορές συνεργαστήκαμε με τον Σταμάτη, αλλά ειδικά στο “Έκτο Πάτωμα” μαζί με τη Λίνα Νικολακοπούλου…κάναμε με τον Πλάτωνα Μαυρομούστακο τη διασκευή και γράφαμε…”το τραγούδι της κουτσομπόλας” κι έβγαινε ένα τραγούδι που ήταν ακριβώς ότι είχαμε στο κεφάλι μας. “Το τραγούδι της γκρίζας κυρίας”…αν το διαβάσει ένας κανονικός άνθρωπος θα αναρωτηθεί τι λέει…κι εκείνοι οι δυο το αλλοτινό που είχαμε στο νου, το έκαναν τραγούδι. “Η κρουαζιέρα του διαδρόμου” γράψαμε και μας ήρθε αυτό το τραγούδι…λες και ήταν μέσα στο κεφάλι μας! Σπουδαία στιγμή.
– Και με τον Αλέξανδρο Ρήγα, σε αυτή τη σχέση των 40 κυμάτων;
– Είμαστε όντως, των 40 κυμάτων και οι δύο. Το σύνολο 80 κύματα και του καθενός τα κύματα σε άλλο επίπεδο. Με τον Ρήγα, πολλές φορές, πλακωνόμαστε και γινόμαστε και πάλι φίλοι. Δεν ξέρω αν είναι το DNA σε μεγάλες αγάπες, είναι όμως μια αναμφίβολα σχέση ζωής, από το Dolce Vita έως και σήμερα.
– Είναι εύκολο να πάρεις τη βαλίτσα σου να πας καλοκαίρι πανελλαδική περιοδεία;
– Όχι, δεν είναι εύκολο. Έχω δύο μεγάλα σκυλιά που πρέπει να τα αφήσω εδώ στην Αθήνα. Τα σκυλιά μου είναι οι “σύντροφοί” μου, πλέον. Και η σκέψη που θα τα αφήσω, με διαλύει. Έχω βρει μια κοπέλα που θα τα περιποιείται, όσο θα λείπω, όμως τι να το κάνεις; Θα μου λείπουν τα ζωντανά. Κατά τα άλλα, μου αρέσει κάθε μέρα και άλλη πόλη. Δουλειά μου είναι. Αρκεί οι συνεργάτες να είναι μια καλή παρέα. Θέλω στο πούλμαν να είναι μια σχολική εκδρομή. Το ΄χω ζήσει αυτό και πριν τρία χρόνια με το Μάρκο Τάγαρη, στην επιθεώρηση “Τι βρακί θα παραδώσεις μωρή”. Ο Τάγαρης με χιούμορ μας έβλεπε στην πισίνα του ξενοδοχείου, εμένα, τη Μίρκα (Παπακωνσταντίνου) και τη Χρύσα (Ρώπα) και έλεγε “το μπαλέτο μου”! Ένα μπαλέτο κωλόγριες! (γέλια)
-Η “Μαντάμ Σουσού” και “Οι Τρεις Χάριτες” όταν τα κάνατε με μεράκι, νιώθατε ότι θα μείνουν στην ιστορία της τηλεόρασης;
-Όχι! Ποτέ ένας καλλιτέχνης όταν κάνει κάτι δεν έχει στο νου του, ότι αυτό θα μείνει στην ιστορία. Η “Μαντάμ Σουσού” ήταν ένα σημαντικότατο σήριαλ που οφείλει πολλά στον Θανάση Παπαγεωργίου, αλλά και στον Ψαθά. Η “Σουσού” ήταν το αριστούργημα του Δημήτρη Ψαθά. Ποια ιστορία της τηλεόρασης μου λες;
-Μα οι “Τρεις Χάριτες” μεγάλωσαν γενιές και γενιές. Και έγιναν έως και διαφημιστικό σποτάκι.
-Το χαρήκαμε πολύ αυτό το σήριαλ. Ήταν ωραία, κουραστική μεν, αλλά ωραία περίοδος της ζωής μου, οι “Χάριτες”.
–Μετά τη “Ροζαλία- ένα best seller” δεν θελήσατε μαζί με τον Αλέξη Καλλίτση, να γράψετε κάτι καθαρόαιμα για την μικρή οθόνη;
-Όχι. Ήταν ένα ωραίο κείμενο, που κακόπεσε. Δεν καταλάβαινες τι γινόταν, ούτε εγώ η ίδια που έπαιζα και έγραφα καταλάβαινα τι γινόταν. Αλλά είχε ενδιαφέρον σαν σκέψη και σαν κείμενο. Ήταν απόλυτα σουρεαλιστικό, τόσο που ίσως δεν ταίριαζε για τηλεόραση.
-Πού καταφεύγετε να βρίσκετε χαρά;
-Η εγγόνα μου, είναι όλος ο κόσμος. Και το θέατρο. Αρκεί στο θέατρο να συμβαίνουν καλά πράγματα. Έχω παίξει και σε “πατάτες”. Αλλά, δεν μεμψοιμηρώ. Έχω κάνει -ως επί το πλείστον- ωραία πράγματα. Αν δεν τα είχα κάνει αυτά τα ωραία πράγματα στη δουλειά μου, θα είχα αυτοκτονήσει κιόλας.
-Το τρακ παραμένει το ίδιο; Όπως να βγαίνεις στο Ηρώδειο, να τραγουδήσεις Κραουνάκη, με ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι;
-Το τρακ είναι ίδιο. Δεν αλλάζει. Πήρα το νερό τότε, μη πνιγώ από αγωνία. Για βάλτα λίγο κάτω…να βγω εγώ, να τραγουδήσω στο Ηρώδειο; Ήταν η τρέλα του Κραουνάκη! Ποιος άνθρωπος θα σκεφτόταν να βγω εγώ στο Ηρώδειο, εκεί που η Μαρία Κάλλας τραγούδησε…έλεος, δηλαδή, φτάνει! (γέλια)
-Ευτυχία είναι ένα ηλιοβασίλεμα στη Τήνο;
-Είναι τεράστια ευτυχία το μπαλκόνι που έχω στη Τήνο και μπορώ να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα. Ήρθε μια φορά ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, φωτογράφησε το φεγγάρι από το μπαλκόνι μου και το έβαλε στην παράσταση του. Είμαι περήφανη για το νησί που ζω μια άλλη, ευχάριστη ζωή. Έμεινα και δυο χειμώνες στο νησί, με καλούς γειτόνους, σαν τον Γιώργο Κουμεντάκη. Βόλτες, διάβασμα, παίζαμε χαρτιά. Δεν ήμουν μόνη, είχα φίλους. Αλλά και είχα ώρες ευχάριστης μοναξιάς. Στην Τήνο, ακούς την ησυχία…είναι μια άλλη ιστορία”.
Η Χριστίνα Μαρκάτου της “Ντόλτσε Βίτα” του Αλέξανδρου Ρήγα, τις Δευτέρες στο Mega, απενεχοποίησε τις ώριμες γυναίκες που θα επιλέξουν να ερωτεθούν ένα μικρότερο τους. Την ίδια εποχή, στο θέατρο η Άννα Παναγιωτοπούλου έκανε επιτυχίες στο θέατρο ΒΡΕΤΑΝΙΑ. “Με δυο λόγια κυρίες”, οι “Τρομεροί Γονείς” με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου. Ανέβασε με τεράστια επιτυχία τη “Μαντάμ Σουσού” στο θέατρο με το Σταύρο Παράβα. Έκανε μια σημαντική ερμηνεία στο “Η Ήρα και το παγώνι” με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ- ίσως η μόνη εισπρακτική της αποτυχία- γιατί το κοινό δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοιους ρόλους και μετά τις γιορτές το κατέβασε, ανεβάζοντας το “Κάποιος να σηκώσει το τηλέφωνο” με τη Μαριάννα Τουμασάτου.
Φοβερή και στη “Δίαιτα του αστροναύτη”, το πρώτο και μοναδικό θεατρικό της Έλενας Ακρίτα, στο θέατρο ΑΛΙΚΗ, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Μια παράσταση με Χρύσα Ρώπα, Δάφνη Λαμπρόγιαννη, Γαλήνη Τσεβά, Δημήτρη Μαυρόπουλο, Χρήστο Γιάνναρη και Δήμητρα Ματσούκα!
Μια σπουδαία στιγμή της, ήταν τη πρώτη χρονιά του “Μπαμπά, μη ξαναπεθάνεις Παρασκευή” του Αλέξανδρου Ρήγα, μαζί με τη Χρύσα Ρώπα. Έπεφτε το θέατρο ΗΒΗ από τα γέλια!
Η προτελευταία επιθεώρηση που έπαιξε ήταν στο “Ζωή σε λόγου μας” στο θέατρο ΠΕΙΡΑΙΩΣ 131.
Τη θυμάμαι στο “Ω, τι κόσμος, γιαγιά” καλοκαίρι στη ταράτσα του Λαμπέτη, με το Τάσο Ιορδανίδη και τον Ορέστη Τζιόβα, αλλά και στη “Τρελή του Σαγιώ” στο Εθνικό Θέατρο, με πολυπληθή θίασο, ανάμεσά τους και ο Βασίλης Μπισμπίκης.
Αλησμόνητη ερμηνεία έπραξε στο “Χάρολντ και Μοντ” στο θέατρο ΜΟΥΣΟΥΡΗ.
Και βέβαια…το “Μπουφάν της Χάρλει”, γέλιο και ατέλειωτο κλάμα μαζί….στο έργο του Βασίλη Κατσικονούρη που πρωτοερμήνευσε η Άννα.
“Ο εαυτός μου με δυσκολεύει στη σκηνοθεσία, όταν την κάνω. Δεν είμαι άνθρωπος που θέλω να επιβάλλομαι. Μεγάλωσα θεατρικά στο ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΘΕΑΤΡΟ, ανταλλάσοντας απόψεις. Δεν έλεγε κάποιος ότι έτσι θα γίνει και πήγαινε. Θέλω να υπάρχει μια άντληση ομαδικής δημιουργικότητας. Αυτό παίρνει χρόνο, έως ότου συμβεί. Δεν ήταν το “κάνε ότι θες”. Αλλά, ήθελα μια επικοδομητική διαδικασία, που να βγαίνει σαν από “οικογένεια”.
“Έκανα μαθήματα σε δραματική σχολή. Το ζητούμενο είναι να δίνεις. Αλλά παίρνεις κιόλας. Είχα μια εξαιρετική τάξη παιδιών. Με ποιότητα ανθρώπων, πέρα που το 80% είναι ταλαντούχα παιδιά. Κάτι που δεν είναι εύκολο σε μια σχολή. Ήταν ευαίσθητα πλάσματα. “Έφυγε” ο άντρας μου μέσα στο καλοκαίρι κι ένα βράδυ, μου κουβαληθήκαν όλα αυτά τα παιδιά, με ταψιά με φαγητά, γλυκά και μπύρες μέσα στο σπίτι, να με παρηγορήσουν. Αυτά δεν γίνονται! Είναι του τρελού! 25 παιδιά ήρθαν στο σπίτι, δίχως να θέλουν να με βάλουν στο κόπο να μαγειρέψω και κάθισαν έως τις επτά το πρωί”.
“Όταν έκανα την “Μαντάμ Σουσού” στο θέατρο, θέλαμε να γίνει με μουσικό-ο οποίος δεν μπορούσε να συνεννοηθεί καθόλου με τη Μαριαννίνα Κριεζή που έγραφε τους στίχους. Ήταν κάτι το τρελό-δεν υπήρχε κοινό σημείο αναφοράς. Κάποια στιγμή, αυτός ο μουσικός έφυγε. Μείναμε 15 μέρες πριν τη πρεμιέρα δίχως συνθέτη. Και η Μαριαννίνα τότε, μου προτείνει τον Διονύση Τσακνή, που είχαν κάνει μαζί πολλά ωραία τραγούδια. Εγώ απάντησα, “μα αυτός είναι ροκάς”. “Όχι” μου λέει, η Μαριαννίνα, είναι φοβερός μελωδιάκιας. Και έκαναν για τη παράσταση μια υπέροχη δουλειά οι δυο τους. Εκεί αγαπηθήκαμε με το Τσακνή”.
“Δεν έπαιξα πράγματα που δεν ήθελα. Δεν έκανα υποχωρήσεις. Αν δεν ήθελα κάτι να το παίξω, δεν το έπαιζα. Κι αν κάτι καλό μου έκανε παλιά η τηλεόραση είναι πως μου έλυνε το οικονομικό πρόβλημα στο θέατρο. Τώρα πια έχουν αλλάξει οι καταστάσεις. Σαφώς και δεν καταδέχομαι να παίξω σε σαχλαμάρες, αλλά είναι πολύ δύσκολες οι καταστάσεις”.
Η Άννα έπαιζε με μια “αναίδεια” το κείμενο που έπαιρνε στα χέρια της. Χειραγωγούσε την απόσταση στα πράγματα και παρήγαγε με σχεδόν αφελή τρόπο, απόλυτα χειριστική στη βραχνάδα και την εκφορά του λόγου της, τη κωμωδία. Τη φυσική ειρωνεία στη κωμωδία που εμπεριέχει η ζωή. Με μια αθωότητα και ένα υποβόσκων…εγκεφαλικό στο βλέμμα, ανήκει στη στόφα των παλιών κωμικών. Γι αυτό και θα παραμείνει αναντικατάσταση. Ανήκει στο πάνθεον των μεγάλων κωμικών του ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Αμίμητη και βαθιά μοναδική. Αυτή είναι η κάστα της.
“Πώς παίζεται καλά η κωμωδία; Αχ…πολύ θεωρητική ερώτηση. Δεν ξέρω πως παίζεται η κωμωδία. Σίγουρα, θέλει να έχεις χιούμορ και να αντιλαμβάνεσαι την αισθητική της ατάκας. Και μια δυνατότητα να μεταδώσεις αυτό το χιούμορ. Πίσω από μια καλή κωμωδία, από έναν καλοφτιαγμένο ήρωα που βγάζει γέλιο με τις ατάκες του και τις καταστάσεις, κρύβεται μια βαθιά δραματικότητα. Απόλυτο λάθος είναι να παίξεις αυτή τη τραγικότητα. Πρέπει να υποβόσκει. Σημαντικό είναι και το μέτρο στην κωμωδία, όπως και σε όλα τα είδη του θεάτρου. Απλά, όταν χαθεί στην κωμωδία, και τραβάς από τα μαλλιά, τα γέλια του κοινού, είναι μπούρδα. Η κωμωδία είναι ένα είδος που μπορεί να έχει και συγκίνηση. Κωμωδία δεν είναι απλά λες αστεία και γελάει ο κόσμος”.
“Η Τήνος μου. Είναι ένα μέρος με εξαιρετικά καλά ρευστά που διαλέχτηκε και για τους ναούς του Απόλλωνα. Η Τήνος είναι το μέρος που οι Αρχαίοι καθαρίζονταν λίγο πριν πάνε στη Δήλο. Τα ρευστά της είναι απίστευτα! Όμορφο νησί. Τη πρώτη φορά που πήγα στη Τήνο, γκρίνιαζα και έλεγα “μια εβδομάδα διακοπές στη Τήνο-γιατί;”…Πάω στη θάλασσα στο σημείο που τελικά πήρα σπίτι, και είπα στον εαυτό μου, “εδώ θα μείνω”. Έμεινα και δύο ολόκληρους χειμώνες στη Τήνο, πέρα από κάθε καλοκαίρι. Ήταν όνειρο. Έχει και ανθρώπους που συνειδητά επέλεξαν τη Τήνο για να μείνουν, ο Κουμεντάκης, η Ελένη Γλύνη, ο ζωγράφος Μπέζας και περνάγαμε ωραία. Δεν αισθανόμουν μοναξιά το χειμώνα. Ταυτόχρονα, υπήρχε ένας απόλυτος σεβασμός από όλους, στο “θέλω να μείνω μόνος μου”. Για να έρχεσαι σε επαφή με τον εαυτό σου και τη φύση”.
Τελειώνοντας, θα θυμηθώ δημόσια, κάτι υπέροχα απογεύματα στη Θεσσαλονίκη, το 2017, όταν ανέβηκε με τη παράσταση “Οι πεταλούδες είναι ελεύθερες” στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ. Το γέλιο της, τα πειράγματα της, το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, όλα τα “σουσού και πίτσι πίτσι” που κάναμε για το καλλιτεχνικό χώρο και βέβαια την ατάκα “πού θα πάμε, μετά τη παράσταση; Εγώ σπίτι μου και μόνη μου έξω, δεν πάω ποτέ”! Η Άννα ήταν πολλά παραπάνω από όσα νομίζουμε στις ζωές μας. Τουλάχιστον, στη δική μου ζωή. Την ευχαριστώ. Μου έμαθε πολλά περισσότερα, από όσα μπορούσε να φανταστεί. Όπως και στους συνεργάτες της, τους φίλους της, τους κοντινούς της ανθρώπους. Θα κλείνω πάντα τα μάτια μου, και θα θυμάμαι εκείνο το δεκάχρονο παιδί που σκαρφάλωνε για να βλέπει από το μπροστινή ψηλή κυρία, στο θέατρο ΒΕΜΠΟ, την Άννα που έγραφε νούμερα, έπαιζε, τραγούδαγε, γλένταγε το πόνο και με βραχνάδα και καπνό, με έκανε κοινωνό στο θέατρο και στη τηλεόραση δεκαετιών. Της δικής της ζωής, που έγινε και δική μου. Έγινε δική μας. Με έναν τρόπο τινά…με κάθε τρόπο….
“Ναι, έχω τρακ. Δεν παλεύεται αυτό! Όσα χρόνια και αν περάσουν! Είμαι ανασφαλής άνθρωπος. Και αισθάνομαι ευθύνη ως προς το κόσμο και τους συναδέλφους. Για το κοινό παίζεις. Έρχεται να σε δει, πληρώνει να σε δει κι οφείλεις να είσαι άρτιος. Δεν μπορείς να είσαι “κουκουρούκου” επειδή βαριέσαι. Έχεις υποχρέωση στο κόσμο. Αυτούς τους συναδέλφους που μου το παίζουν άνετοι με το θέμα τρακ, δεν τους ζηλεύω καθόλου. Αλλά, καθόλου, όμως!”
* αποσπάσματα συνεντεύξεων από το αρχείο του Γιώργου Παπανικολάου, το 2017.