at a glance
Top

Κωνσταντίνος Ασπιώτης

φοιτητής μιας στιγμής στην αλήθεια

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | αποστόλης αναστασόπουλος */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

“Το πρώτο μας σπίτι στη Θεσσαλονίκη, ήταν στη Κηφισιά, κοντά στη Βότση, λίγο παραπέρα από το παλιό “Κρικέλα”. Μείναμε εκεί, μέχρι που έγινα 7 χρονών, κι έπειτα μετακομίσαμε στα Γιάννενα, για τρία χρόνια, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου. Όταν επιστρέψαμε, πήγαμε στη Καλαμαριά στο πατρικό μου, εκεί που ακόμα μένουν οι δικοί μου. Μικρός ήμουν πολύ φανατικός της άθλησης. Προτιμούσα τα ομαδικά αθλήματα, το μπάσκετ ήταν το αγαπημένο μου. Άλλα και ποδόσφαιρο…έχω παίξει και πολύ πινγκ πονγκ σα παιδί. Οι δύο γονείς μου είναι συνταξιούχοι -πλέον- αστυνομικοί. Δεν με πήγαιναν στο θέατρο από μικρό, ήταν δική μου “ανακάλυψη”. Βέβαια, για να μην είμαι άδικος, οι γονείς μου έστελναν από μικρό σε ένα Εργαστήρι Δημιουργικής Απασχόλησης, κι εκεί πρωτογνώρισα τις Τέχνες και την ομαδικότητα. Έπειτα, στο σχολείο, μου άρεσε να φτιάχνω ομάδες και να παίζουμε σκετσάκια κι έπειτα στο γυμνάσιο πάλι μαθητικά έκανα θέατρο. Ύστερα, πήγα σε ένα θεατρικό εργαστήρι στη Καλαμαριά κι εκεί άλλαξε όλο το πεδίο για μένα, όταν ένα βράδυ πήγα και είδα μια παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Μελίνα Μερκούρη. Μια παράσταση με τη Λυδία Φωτοπούλου, το Δημήτρη Καταλειφό, το Δημήτρη Ναζίρη, σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη. Ήταν η “Νόρα” του Ίψεν. Με τη Νικαίτη, ευτύχησα να συνεργαστώ κι ο ίδιος το περασμένο καλοκαίρι.”Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης στο rejected…

“Μπαίνοντας στη Σχολή του Κρατικού, η “σειρά μου” όλη, ήμασταν πολύ τυχεροί με τους δασκάλους που είχαμε. Εγώ ήμουν φοιτητής, την εποχή που ο Βίκτωρ Αρδίττης ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του Κ.Θ.Β.Ε. κι ο Γιώργος Φράγκογλου ήταν διευθυντής στη Σχολή. Είχαμε σπουδαίους δασκάλους. Οι τρεις δεν είναι εν ζωή-αναφέρομαι στον Ανδρέα Βουτσινά, που μας είχε από το πρώτο έτος και μας πήγε ως το τρίτο, είχαμε τη Λίνα Λαμπράκη-σπουδαία ηθοποιό και το Φούλη Μπουντούρογλου που “έφυγε” πρόσφατα. Αλλά και αρκετούς εν ζωή δασκάλους, που είναι είτε στις επάλξεις, είτε όχι από επιλογής τους, όπως ο Δημήτρης Βάγιας, ο Νίκος Σακαλίδης, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος, ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης…είχαμε “μορφές” της Θεσσαλονίκης, αλλά και κάποιους που ήρθαν από Αθήνα, όπως ο Τάσος Μπαντής, η Μαρία Κατσανδρή. Αναφέρομαι από το 2001 έως και το 2004-που για τους άλλους ήταν “έτος Euro”, “Ολυμπιακό έτος”, για μένα ήταν το έτος αποφοίτησης. Όλοι τους, μας έδωσαν πολύπλευρες γνώσεις και έκαναν διαφορετικά πράγματα που μας τα έδιναν και κάπως αλληλοσυμπληρώνανε την εκπαίδευση μας, με ένα μαγικό τρόπο. Ήταν άνθρωποι που εκτός από γνώσεις, μας μάθαιναν τη πειθαρχία και μας έμαθαν να αγαπάμε το θέατρο-όχι πως θα το κάνουμε. Αντιλαμβανόμουν, αν και μικρός στην ηλικία, τη σπουδαία πνευματικότητα που είχαν οι δάσκαλοί μου. Ευτυχώς”…

I don't drink coffee, I take tea, my dear //
I like my toast done on one side //
And you can hear it in my accent when I talk //
I'm an Englishman in New York //

“Είχαμε καλούς δασκάλους και προσωπικά με “ζόρισαν” δημιουργικά. Όλα γινόντουσαν για καλό. Δεν φοβόμουν να τολμάω και να κερδίζω την επικρότηση του δασκάλου μου, σα να ήταν “ο μπαμπάς μας”.  Πήρα γερές βάσεις από τους δασκάλους μου. Είμαι ευγνώμων σε όλους τους δασκάλους μου. Είμασταν μια φουρνιά 16 άτομων-σπουδαστών και κάναμε όλοι μαζί παρέα-πράγμα σπάνιο. Ενώ είμασταν πολύ διαφορετικοί, είμασταν πολύ κοντά και νοιαζόμασταν ο ένας για τον άλλον. Νομίζω πως ακόμη και το νοιάξιμο του ενός για τον άλλον, μας το μεταλαμπαδεύσαν οι καθηγητές μας. Γιατί, το θέατρο είναι μια ομαδική δουλειά. Είναι μια φουρνιά σπουδαστών, που πλέον γνωρίζετε αρκετούς και κάποιοι διαπρέπουν στη Θεσσαλονίκη μας, όπως ο Γιάννης Τσεμπερλίδης, ο Γρηγόρης Παπαδόπουλος, η Άννα Σωτηρούδη. Είχαμε ωραία “στέκια”, στη Βαλαωρίτου, πηγαίναμε και καθόμασταν με τις ώρες στις “4 εποχές”. “Έπαιζε” πολύ ποδαρόδρομος και πολύ έξω γενικά. Πεζούλια, βόλτες στη Παραλία, Ναυαρίνου….και φυσικά το Residence, το Flu που έκλεισε πρόσφατα, το Λούκι-Λουκ, το Berlin. Ήταν η εποχή που “αν έβγαινες, πήγαινες” ένα πέρασμα από όλα αυτά τα bar. Ωραία χρόνια”…

See me walking down Fifth Avenue //
A walking cane here at my side //
I take it everywhere I walk //
I'm an Englishman in New York //

“Το “Μη φεύγεις” ήταν η πρώτη μου ταινία με τον Αλέξανδρο Πανταζούδη, όταν τέλειωσα τη Σχολή και λειτούργησε εντελώς αντίθετα…ήταν σαν ένα “φύγε- φύγε”. Δεν ήταν η διάθεση το “φύγε- φύγε”. Προσωπικά, θα ήθελα να ζω και να εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη-τουλάχιστον τη δική μου πόλη, όπως εγώ την έμαθα και την αγαπώ. Η αλήθεια είναι πως 17 χρόνια που λείπω από τη Θεσσαλονίκη, εικάζω πως πολλά θα έχουν αλλάξει. Η Θεσσαλονίκη είναι “κάπως” στη μνήμη μου, στο “όταν έρχομαι”. Λες και εμφανίζομαι “συστημένος” στη πόλη. Βλέπω αγαπημένους ανθρώπους, φίλους και πάω στα συγκεκριμένα αγαπημένα μέρη που έχω εγώ-για μένα. Η ανάγκη της εργασίας με έκανε να φύγω από τη Θεσσαλονίκη. Τίποτα άλλο…Δεν υπήρχαν τα πράγματα που θα ήθελα και οι άνθρωποι που ήθελα να συνεργαστώ. Άλλωστε, μόλις βγήκα στο επάγγελμα, αυτοί που ήθελα να συνεργαστώ, άρχισαν να φεύγουν προς Αθήνα- ο Κωνσταντίνος Ρήγος, για παράδειγμα…Συνεργάστηκα στην Αθήνα μαζί του”.

“Ξεχωρίζω, μέσα μου, παραστάσεις που έκανα όπως, το “Rocky Horror Show” με το Ρήγο, το “Κουρδιστό Πορτοκάλι” που πραγματοποιήσαμε με το Γιάννη Κακλέα, την “Απλή Μετάβαση”, το μιούζικαλ που κάναμε στο Εθνικό, με το Μίνωα Θεοχάρη, το Θέμη Καραμουρατίδη και την Μαρίζα Ρίζου-εμείς προτείναμε στο Εθνικό αυτό το μιούζικαλ και έγινε. Και σίγουρα, η φετινή χρονιά, με τη “Γυναίκα με τα μαύρα” που παρουσιάζουμε στο θέατρο ΑΥΛΑΙΑ, και τις “Λευκές Νύχτες” του Ντοστογιέφσκι, που παίζουμε στην Αθήνα. Οι “Λευκές Νύχτες” είναι πολύ αγαπημένες μου, λόγω και της προσωπικής φιλίας χρόνων που έχω με την Αλεξάνδρα Αϊδίνη. Η Αλεξάνδρα είναι οικογένεια μου-πως είναι οι μεγάλες λέξεις που τις φωνάζουμε και το εννοούμε; Αυτό, όπως το λέω. Με την Αλεξάνδρα, έχουμε συνεργαστεί κάποιες φορές, μα θέλαμε οι δυο μας να κάνουμε αυτό το έργο. Μου αρέσει η λογοτεχνία, ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους κορυφαίους- για μένα κορυφαίος στη καρδιά μου-συγγραφέας. Εδώ, ήταν δύο ρόλοι που “είχαμε πολλά να πούμε”. Διότι πρόκειται για διαχρονικό και πολυεπίπεδο έργο. Είναι από αισθηματική κομεντί ως υπαρξιακό δράμα-τα εμπεριέχουν όλα οι “Λευκές Νύχτες””.

Oh, I'm an alien, I'm a legal alien //
I'm an Englishman in New York //
Oh, I'm an alien, I'm a legal alien //
I'm an Englishman in New York //

“Αν έδινα τη βαλίτσα μου, σε κάποιον καλλιτέχνη, με τη ζωή μου, να τη κάνει θεατρική πράξη, ποιός θα ήταν αυτός; (Όπως συμβαίνει στη πλοκή της “Γυναίκας με τα μαύρα”). Δεν θα πω ηθοποιό-ας κάνει casting o σκηνοθέτης που θα διαλέξω: ο Γούντι Άλεν. Γιατί με ενδιαφέρει η ματιά του Γούντι Άλεν, το χαμόγελο που έχει μέσα στο δράμα και πόσο πραγματικός είναι μέσα στη κωμωδία-στις πιο ανάλαφρες στιγμές του- και μου αρέσει πολύ, η μουσική που επιλέγει και παίζει κι ο ίδιος άλλωστε…jazz θα ήθελα στο soundtrack της ζωής μου- με συγκεκριμένες νόρμες και τεχνικά όρια, μα και με ένα μεγάλο ποτάμι ελευθερίας που αφήνουν οι σπουδαίοι μουσικοί, πάντα για αυτοσχεδιασμό”.

“Πλέον, με απασχολεί πάρα πολύ η σκηνοθεσία. Έχω την ανάγκη να πω εγώ την ιστορία, με ένα τρόπο. Κι από ανάγκη ξεκίνησε, έτσι γεννήθηκαν κι οι “Λευκές Νύχτες”, ενώ είχα πολλές άκρως ενδιαφέρουσες προτάσεις-μα εγώ ήθελα να κάνω το δικό μου. Να βάλω εγώ τα χρώματα, να έχω εγώ το πινέλο και να συνεργαστώ με τους ανθρώπους που θέλω, για το συγκεκριμένο κείμενο, στη παλέτα. Δεν είναι εύκολο, με το ένα μάτι να παίζεις πάνω στη σκηνή, και με το άλλο να αυτοσκηνοθετείσαι κάτω από το σανίδι, αλλά είναι από αυτά που υποδόρια έκανα.  Ο Δημήτρης Βάγιας μας το έμαθε αυτό στη Σχολή: να παίζεις και να έχεις ταυτόχρονα το τρίτο μάτι-να το διορθώνεις. Αλλιώς, δεν γίνεται να βγαίνεις έτσι απλά στη σκηνή, κουτουρού, γιατί είναι και τεχνική, το μεγαλύτερο μέρος του επαγγέλματός μου”.

“Αυτές τις μέρες που είμαι στη Θεσσαλονίκη, όταν δεν κάνω θέατρο, είμαι στην αγκαλιά και παίζω με τα τρία ανίψια μου- τους έχω τεράστια αδυναμία. Είναι η Μαντώ, η Μαρία κι ο Γιαννάκης, με τη σειρά που γεννήθηκαν. Λαχταρώ να παίζω με αυτά τα τρία παιδιά, όπως και να συναντώ τον αδερφό μου και τους γονείς μου….Θα ήθελα, κάθε χρόνο, με κάθε έργο που παίζω στην Αθήνα, να έρχομαι Θεσσαλονίκη και συχνά το επιδιώκω. Απλώς, δεν είναι πάντα εύκολο αυτό και δεν βοηθά και το κράτος. Θα έπρεπε παραστάσεις των Αθηνών να παίζονται και σε όλη την Ελλάδα, το χειμώνα. Θα έπρεπε να το….”προβλέπει ο νομοθέτης”. Όπως κι έργα της Θεσσαλονίκης, θα έπρεπε να παρουσιάζονται και στην Αθήνα και σε άλλους πάμπολλους νομούς. Υπάρχουν έργα που παρουσιάζονται στη Κρήτη και δεν τα μαθαίνουμε πότε. Θα ήταν ωραίο να “ταξιδεύουν” οι παραστάσεις κι ο κόσμος να βλέπει θέατρο. Η τέχνη να μοιράζεται”…

If "manners maketh man" as someone said //
He's the hero of the day //
It takes a man to suffer ignorance and smile //
Be yourself no matter what they say //

“Αυτές τις μέρες που είμαι Θεσσαλονίκη, αν και δεν υπάρχει η πολυτέλεια του χρόνου, σίγουρα θα κάνω μια βόλτα μόνος μου στη Παραλία. Όπως και θα πάω, πάλι μόνος, να κάτσω στο Καραμπουρνάκι, δίπλα στην εκκλησία. Λίγο να αναλογισθώ…λίγο να αφεθώ”…

Modesty, propriety can lead to notoriety //
You could end up as the only one //
Gentleness, sobriety are rare in this society //
At night a candle's brighter than the sun //

  • Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης πρωταγωνιστεί στη “Γυναίκα με τα μαύρα”, με το Τάσο Χαλκιά, που ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, το Δευτερότριτο 9 και 10 Μάη, ενώ στην Αθήνα, παρουσιάζει στο μικρό ΆΝΕΣΙΣ, τις “Λευκές Νύχτες” του Ντοστογιέφσκι, με την Αλεξάνδρα Αιδίνη, μέχρι τη Κυριακή των Βαίων.