Αυτό ακριβώς είναι τα Χανιά. Αντιθέσεις. Το παλιό και το νέο κομμάτι. Τα τουρκικά αποτυπώματα από τη μία, τα εβραικά από την άλλη, παντού ενετικές επιρροές, μα πάνω από όλα το κρητικό στοιχείο. Στους δρόμους άγρια πρόσωπα, μα χέρια φιλόξενα, που σε αγκαλιάζουν σφιχτά. Το σαξόφωνο στη μια πλευρά του λιμανιού, μπλέκει γλυκά με το λαούτο που φτάνει στα αυτιά σου από την άλλη. Κάπου ανάμεσα στις μελωδίες -γιατί εδώ οι δρόμοι είναι γεμάτοι μουσική- κάποιοι παίζουν με τις φωτιές, ενώ κάποιοι άλλοι αφήνουν στο μοβ ουρανό πελώριες σαπουνόφουσκες. Μιναρέδες και καμπαναριά αγκαλιάζονται. Εναλλακτικά μπαρ χωμένα σε σκαλάκια και ταράτσες συνυπάρχουν αρμονικά με κυριλέ καναπέδες σε αυλές και σε στενά, και δε μπορείς να διαλέξεις πού θα ξεδιψάσεις σήμερα το βράδυ. Μα γιατί να διαλέξεις; Ήσυχες γωνιές κάτω από πλατάνια για χαλαρή κουβέντα και φιλοσοφίες μέχρι το πρωί και άλλες, λιγότερο ήσυχες , ανάμεσα σε μπανανιές και τεράστια ηχεία, ιδανικές για χορό ή φλερτ υπό των ήχο γνωστών λαϊκών σουξέ (γιατί είσαι διακοπές, διάολε, και το έχεις ανάγκη και αυτό!). Γκουρμέ πιάτα και ακριβώς απέναντι, παξιμάδι, μυζήθρα, ντομάτα κι ελιά. Και κάπαρη. Κυρίως κάπαρη! Οροπέδια και βράχια και φαράγγια, και από κάτω, θάλασσες. Και τι θάλασσες! Τυρκουάζ, μπλε, πράσινες. Κι όπου και να ξαπλώσεις, το σώμα σου γίνεται ένα με τη γη. Και νιώθεις την ενέργειά της σε κάθε σου κύτταρο.
Γιατί αυτό είναι τα Χανιά. Ενέργεια. Τη βρίσκεις σε κάθε σου βόλτα. Τη βλέπεις στις παρέες που κάθονται με ήλιο για ένα ουζάκι και σηκώνονται μετά το σούρουπο, σε κάποιο απόμερο λιμανάκι. Σε αυτά τα στέκια που μόνο οι ντόπιοι ξέρουν, μα με χαρά θα σου εκμυστηρευτούν, αν τους ρωτήσεις. Τη νιώθεις σε μια απογευματινή βόλτα στα παλιά βυρσοδεψεία, αληθινή χρονοκάψουλα. Μπλέκεται με μια δέσμη φωτός, όταν σε βρίσκει το χάραμα στο φάρο, με ένα κοκτέιλ σε πλαστικό ή με μια μπύρα από το τελευταίο ανοιχτό περίπτερο, να μιλάς για τους δικούς σου φάρους, να εξηγείς γιατί τους αγαπάς τόσο. Την αισθάνεσαι σε μια νυχτερινή -πολύ νυχτερινή- βόλτα στα σοκάκια, όταν η βουή έχει πέσει για ύπνο κι εσύ, λίγο ζαλισμένος, χαζεύεις τα κτίρια. Τους τοίχους. Τα παλιά πατζούρια. Κι ίσως φταίει το ποτό, αλλά νομίζεις ότι ακούς τον Ερωτόκριτο να τραγουδάει τον έρωτά του, κάτω από ένα ανοιχτό παράθυρο. Και καταλαβαίνεις ότι γι’ αυτό η ιστορία δεν εκτυλίσσεται εδώ…Γιατί η ομορφιά αυτού του τόπου θα έκλεβε λίγη από την αίγλη του ίδιου του Έρωτα.