Εγώ σε βρήκα. Και τότε βρήκα κι εμένα. Εγώ -μαζί- μας βρήκα. Αλλά μαζί, δε βρεθήκαμε ποτέ. Ήθελα βλέπεις πάθη, δράματα, καρδιοχτυπήματα, κεραυνοβόλους έρωτες, έρωτες φωτιά. Ήθελα να αγγίξω το άπιαστο, να κάνω το ανέφικτο, κι είπα θα το παλέψω. Βαριόμουν σε όλα τα άλλα, ήθελα ένταση, αδρεναλίνη. Έτσι, μου έδινε ενέργεια το να σε τραβάω εγώ, να τα κάνω εγώ όλα, εγώ να προσπαθώ, να κάνω πράγματα μεγάλα και τρανά -σχεδόν κινηματογραφικά, για να σε κερδίζω καθημερινά, να σε εντυπωσιάζω, να κερδίζω παράταση, ή επιπλέον ευκαιρίες. Εγώ τα έκανα όλα, αλλά δε με πείραζε. Ίσα ίσα, με έφτιαχνε κιόλας, είχα βρει το ρόλο μου και τον ζούσα.
Ένιωθα ότι το χρώσταγα σε μένα, δεν τα είχα κάνει βλέπεις και ποτέ, για καμία άλλη, κι ένιωθα ότι ήρθε η ώρα. Εγώ βούταγα το αμάξι για να έρθω νύχτα να σε βρω, εγώ άλλαζα δουλειές, ημερομηνίες, εισιτήρια, το πρόγραμμά μου όλο. Εγώ έκανα εκπλήξεις. Εγώ έκανα προτάσεις, έψαχνα στέκια, ταινίες, δραστηριότητες να τις κάνουμε μαζί. Δε λέω, σου άρεσε κάποιες φορές. Άλλες πάλι, ενθουσιαζόσουν κιόλας. Και μου έφτανε. Ήμουν χαρούμενος που ήταν όλα στο χέρι μου. Ήμουν οκ με αυτό.
Τότε. Τώρα δεν είμαι. Το έζησα, δεν μπορούσα άλλωστε να κάνω κι αλλιώς, είχα κολλήσει, δε μετανιώνω. Αλλά αναθεωρώ. Σίγουρα αναθεωρώ. Γιατί καλοί και οι κεραυνοβόλοι, και τα πάθη και οι τρέλες και όλα, αλλά σαν τα αμοιβαία, δεν έχει. Όχι για τότε που τα κάνεις. Για μετά. Για όταν σταματήσεις να τα κάνεις κι ο άλλος χαθεί (να, το βρήκα- παθητική φωνή). Γιατί θα σταματήσεις να υπερβάλλεις κάποια στιγμή. Ίσως κουραστείς. Ίσως νιώσεις αδικία. Ίσως απλά τύχει να σταματήσεις για λίγο, ίσως λίγο χαλαρώσεις, και τότε -τσουπ! Έφυγε -(ενεργητική φωνή, βλέπεις το “φεύγω” δεν έχει παθητική. Φεύγεις, δε “σε φεύγει” κανείς, όσο κι αν φταίει…). Και τότε καταλαβαίνεις τι έκανες τόσο καιρό, καταλαβαίνεις την εξαγορασμένη με υπερπροσπάθεια ευτυχία, και αισθάνεσαι λιγάκι βλάκας (ας το πω κομψά).