Στέλιος Ράμμος:
«Γιατί, εγώ δεν ήμουν έτσι; Εσύ, όλοι μας…δεν ονειρευόμαστε όλοι μας; Δε φαντασιωνόμαστε όλοι μας, ότι θα γίνουμε κάτι τρομερό, ηθοποιοί ή το οτιδήποτε; Δε λέμε πάντα γιατί να μη συμβεί και σε εμάς, αφού έχει συμβεί σε τόσους και τόσους… έτσι δεν είναι; Εσύ, δεν παρασύρεσαι καμιά φορά; Δεν τα σκέφτεσαι αυτά; Όλοι έτσι κάνουμε.»
Αυτά τα λόγια του “Τσάρλι” (από το «Πέτρες στις Τσέπες του») για τα όνειρα είναι που δεν έπαψαν ποτέ να με συγκινούν. Αυτός ο τύπος, κόντρα σε όλους και σε όλα, την τύχη του, τις επιλογές του, τις πολυεθνικές, τους κομπάρσους και πρωταγωνιστές αντιστέκεται και συνεχίζει να μάχεται για το όνειρό του. Από την προσωπική του αποτυχία χτίζει πεισματικά και σθεναρά την τύχη του, πάνω σε όλα τα τείχη που υψώνονται γύρω του. Κι αλήθεια σε προκαλεί να σκεφτείς : εσύ, πόσο αντέχεις να παλέψεις για το όνειρό σου;
Και τελικά, παλεύεις ή συμβιβάζεσαι; Αντέχει το στομάχι σου να ονειρευτεί, όπως όταν ήσουν πιτσιρίκι και όλα έμοιαζαν ένα ζωντανό παιχνίδι; Δανειζόμενος λίγη από την αισιοδοξία του “Τσάρλι”, θα τολμήσω να πω πως ναι, ονειρεύεσαι και παλεύεις. Ονειρεύεσαι και παλεύεις και πέφτεις και συναντάς λακκούβες στο μονοπάτι σου, αλλά εκεί έχει μεγάλη σημασία με ποιους μοιράζεσαι αυτό το όνειρο κι αυτή την περιπέτεια. Γιατί ναι, περιπέτεια είναι το ταξίδι στο όνειρο και η παρέα είναι πολύ σημαντική, αν όχι απαραιτήτως αναγκαία.
Είναι εκείνο το χέρι που θα σου προσφερθεί απλόχερα, όταν θα πέσεις για να σηκωθείς και να καταλάβεις την ατάκα σου, είναι η νότα που θα παιχτεί φάλτσα και ο συμπαίχτης σου θα χαμογελάσει και θα σου πει πάμε πάλι, αλλά τέλος-τέλος είναι πόσο διατεθειμένος είσαι κι εσύ, να βουτήξεις και να μην εγκαταλείψεις.
Γιατί συχνά -σε ό,τι κι αν κάνουμε με πάθος- ελλοχεύει ο φόβος της αποτυχίας και το φλερτ της απομάκρυνσης από το όνειρο.
Μία τέτοια μέρα, κατά την περίοδο των προβών, για τις “Πέτρες” γύρισα σπίτι εντελώς στα χαμένα και απογοητευμένος για το ποιος είμαι και που πάω. Κάθισα στην γραφομηχανή και απλά άρχισα να γράφω, χωρίς να καταλαβαίνω αν βγάζει νόημα κάποια από αυτές τις λέξεις. Αυτό το ασυνάρτητο κείμενο έμελλε, τελικά, να γίνει το προσωπικό μου μανιφέστο «για το θέατρο που ονειρεύομαι» και νιώθω πως, οι σημειώσεις μου, δεν θα ήταν 100% ειλικρινείς αν δεν το μοιραζόμουν.
“Το θέατρο που ονειρεύομαι
Ονειρεύομαι ένα θέατρο καταφύγιο, αλλά και εφαλτήριο.
Έναν τόπο συνάντησης και μοιράσματος όλων
των πιθανών ανείπωτων.
Έναν χώρο που έχει το σχήμα της φαντασίας σου.
Μία γωνιά κρυφή, αλλά φανερή αν την αναζητήσεις.
Ονειρεύομαι ένα θέατρο προσφοράς, που πρώτα πρώτα
προσφέρει στον ίδιο σου τον εαυτό και μετά στο διπλανό.
Μία συνεχή διαδρομή αναζήτησης που, καμιά φορά,
σου δείχνει, πως η πορεία μπορεί να είναι περισσότερο
λυτρωτική, από τον προορισμό.
Ονειρεύομαι ένα θέατρο που λούζεται από αλήθεια.
Μία αλήθεια που βρίσκει τη γοητεία της στο ντυμένο ψέμα.
Ένα ψέμα που σπαρακτικά ψάχνει τη δική του
ειλικρίνεια να κατοικήσει.
Ονειρεύομαι, τελικά, ένα θέατρο που το γέλιο γρήγορα
τρέπεται σε φυγή, όταν η στιγμή χαθεί, αλλά πάντα μου θυμίζει,
πως όλα είναι ένα παιχνίδι.
Ένα παιχνίδι που αγαπώ να παίζω από παιδί.
Ένα παιχνίδι που κλείνει το μάτι στη ζωή.”