at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Εμμανουήλ Δραμηλαράκη & του Στέλιου Ράμμου

κείμενο Ι στέλιος ράμμος + μανώλης δραμηλαράκης */* φωτογραφίες | bobina films */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

το θεατρικό δίδυμο στο "Πέτρες στις τσέπες του"

Ο  Εμμανουήλ Δραμηλαράκης και ο Στέλιος Ράμμος, σε σκηνοθετική επιμέλεια Ιωάννας Μήτσικα, και με τη μουσική συνδρομή- επί σκηνής- του Θανάση Παναγιωτόπουλου, παρουσιάζουν για δύο ακόμα παραστάσεις το “Πέτρες στις τσέπες του”, στο Metropolitan Urban Theater στη Θεσσαλονίκη. Μετά την επιτυχημένη παρουσίαση, την περασμένη άνοιξη, στην “Ανοιχτή Θεατρική Σκηνή της πόλης”, το έργο επέστρεψε έως τη Κυριακή 1η Δεκεμβρίου. Ζητήσαμε από τον Εμμανουήλ και το Στέλιο, να γράψουν για τα όνειρα των (νέων) ηθοποιών. Και εκείνοι ανταποκρίθηκαν…

Εμμανουήλ Δραμηλαράκης:

 

Σάββατο 23.11.2024

Κάθομαι αρκετή ώρα εδώ, σε ένα καφέ στη Σβώλου, μπροστά από την λευκή μου κόλλα Α4 (μετά θα τα περάσω στο λάπτοπ) και σκέφτομαι τί θα ήθελα να σημειώσω, σήμερα. Είναι πρωί Σαββάτου και σε λίγες ώρες είναι η πρεμιέρα της παράστασής μας. Στο σημείο αυτό, ας σπαταλήσω ακόμα μία ευχή «να πάει καλά». Και λέω ακόμα μία, γιατί τις τελευταίες μέρες, το μυαλό μου τριγυρίζουν φράσεις όπως «Αχ, μακάρι Παναγία μου να πάμε καλά, να είμαστε καλοί, να έχει κόσμο η παράσταση και να ξεκινήσουμε μαζί το ταξίδι προς το όνειρό μας» (σημειωτέον, μην παρεξηγηθώ από το «Παναγία μου», δεν είμαι ιδιαιτέρως θρήσκος, απλά από μικρός έχω συνηθίσει να απευθύνω όλες μου τις παρακλήσεις εκεί, στην Παναγία).

Και αφού, λοιπόν, σπατάλησα μία ακόμα ευχή, ήπια μία γουλιά καφέ και ξαναδιάβασα την προηγούμενη παράγραφο για να δω αν βγάζει νόημα, συνεχίζω. “Τί συνεχίζω;”,  θα σκεφτείς τώρα και θα έχεις και δίκιο, αφού δεν άρχισα τίποτα, επί της ουσίας.

Λοιπόν, θα αρχίσω με σκόρπιες και ίσως ασύνδετες μεταξύ τους λέξεις και μετά ίσως τις βάλω σε μία λογική σειρά: θέατρο, πέτρες, τσέπες, παράσταση, κόσμος, χειροκρότημα, δικαίωση, κόποι, όνειρο, προσπάθεια, θέατρο (το ξέρω, το ξαναείπα, μην το σχολιάσεις), εισιτήρια, θέσεις, Στέλιος, Θανάσης, Ιωάννα, μαζί, παρέα, Θεσσαλονίκη….

Στο σημείο αυτό, η σημείωση των σημειώσεων διεκόπη, αιφνιδίως, από την τυχαία είσοδο του κολλητού μου, Γιώργου, στο καφέ.

 

Δευτέρα 25.11.2024

Πέρασαν δύο μέρες (σχεδόν) και νιώθω σαν να έχει περάσει από το Σάββατο, μόνο μια στιγμή. Έχει αλλάξει ο τόπος και το μέσο συγγραφής των σημειώσεων, αφού πλέον τα πέρασα στο λάπτοπ και συνεχίζω από εδώ. Η πρεμιέρα μας έγινε. Κόσμος, πολύς. Λόγια όμορφα, συγκινητικά, αληθινά, αφιλτράριστα. Ευχαριστώ. Κάποιοι συγκινήθηκαν, κάποιοι έκλαψαν, κάποιοι γέλασαν, κάποιοι πόνεσαν, κάποιοι βαρέθηκαν, κάποιοι κοιμήθηκαν (ζητώ συγγνώμη από την κυρία στην πρώτη σειρά, για τις φορές που υψώσαμε τον τόνο της φωνής μας και σας ξυπνήσαμε), κάποιοι ταρακουνήθηκαν, όλοι άκουσαν (αυτό, νομίζω, είναι το πιο σημαντικό). Σε κάθε περίπτωση, όσοι και οι θεατές, τόσες και οι ιστορίες. Μάλλον, λοιπόν, πήγαμε καλά (εν τέλει, ίσως και να έπιασαν τόπο οι παρακλήσεις στην Παναγία). Αγωνία για το πώς θα πάμε το επόμενο σαββατοκύριακο και για το εάν θα καταφέρουμε να πάρουμε την πολυπόθητη παράταση. Αγωνία για το πόσοι ακόμα θα ακούσουν την ιστορία μας. Αγωνία για το εάν ο Τζέικ και ο Τσάρλι (βασικοί χαρακτήρες που ενσαρκώνουμε με τον Στέλιο Ράμμο στο έργο) θα καταφέρουν να πετάξουν από τις τσέπες τους όλες τις πέτρες που οι ίδιοι και η κοινωνία τους φόρτωσαν και εάν η “ταινία” τους θα καταφέρει να ταξιδέψει μέχρι το Χόλυγουντ.

Και τώρα ξαναδιαβάζω όλες αυτές τις σημειώσεις και σκέφτομαι εάν κατάφερα να συμπεριλάβω τα θέματα που μου ζητήθηκαν (Για τη πόλη, για τις χαρές, τις πίκρες, την όρεξη που κανείς δεν εγκαταλείπει, την παρέα). Νομίζω πως ναι. Τελοσπάντων αν όχι άμεσα, σίγουρα έμμεσα.

Αυτά τα ολίγα.

Στέλιος Ράμμος:

«Γιατί, εγώ δεν ήμουν έτσι; Εσύ, όλοι μας…δεν ονειρευόμαστε όλοι μας; Δε φαντασιωνόμαστε όλοι μας, ότι θα γίνουμε κάτι τρομερό, ηθοποιοί ή το οτιδήποτε; Δε λέμε πάντα γιατί να μη συμβεί και σε εμάς, αφού έχει συμβεί σε τόσους και τόσους… έτσι δεν είναι; Εσύ, δεν παρασύρεσαι καμιά φορά; Δεν τα σκέφτεσαι αυτά; Όλοι έτσι κάνουμε.»

 

Αυτά τα λόγια του “Τσάρλι” (από το «Πέτρες στις Τσέπες του») για τα όνειρα είναι που δεν έπαψαν ποτέ να με συγκινούν. Αυτός ο τύπος, κόντρα σε όλους και σε όλα, την τύχη του, τις επιλογές του, τις πολυεθνικές, τους κομπάρσους και πρωταγωνιστές αντιστέκεται και συνεχίζει να μάχεται για το όνειρό του. Από την προσωπική του αποτυχία χτίζει πεισματικά και σθεναρά την τύχη του, πάνω σε όλα τα τείχη που υψώνονται γύρω του. Κι αλήθεια σε προκαλεί να σκεφτείς : εσύ, πόσο αντέχεις να παλέψεις για το όνειρό σου;

Και τελικά, παλεύεις ή συμβιβάζεσαι; Αντέχει το στομάχι σου να ονειρευτεί, όπως όταν ήσουν πιτσιρίκι και όλα έμοιαζαν ένα ζωντανό παιχνίδι; Δανειζόμενος λίγη από την αισιοδοξία του “Τσάρλι”, θα τολμήσω να πω πως ναι, ονειρεύεσαι και παλεύεις. Ονειρεύεσαι και παλεύεις και πέφτεις και συναντάς λακκούβες στο μονοπάτι σου, αλλά εκεί έχει μεγάλη σημασία με ποιους μοιράζεσαι αυτό το όνειρο κι αυτή την περιπέτεια. Γιατί ναι, περιπέτεια είναι το ταξίδι στο όνειρο και η παρέα είναι πολύ σημαντική, αν όχι απαραιτήτως αναγκαία.

Είναι εκείνο το χέρι που θα σου προσφερθεί απλόχερα, όταν θα πέσεις για να σηκωθείς και να καταλάβεις την ατάκα σου, είναι η νότα που θα παιχτεί φάλτσα και ο συμπαίχτης σου θα χαμογελάσει και θα σου πει πάμε πάλι, αλλά τέλος-τέλος είναι πόσο διατεθειμένος είσαι κι εσύ, να βουτήξεις και να μην εγκαταλείψεις.

 

Γιατί συχνά -σε ό,τι κι αν κάνουμε με πάθος- ελλοχεύει ο φόβος της αποτυχίας και το φλερτ της απομάκρυνσης από το όνειρο.

Μία τέτοια μέρα, κατά την περίοδο των προβών, για τις “Πέτρες” γύρισα σπίτι εντελώς στα χαμένα και απογοητευμένος για το ποιος είμαι και που πάω. Κάθισα στην γραφομηχανή και απλά άρχισα να γράφω, χωρίς να καταλαβαίνω αν βγάζει νόημα κάποια από αυτές τις λέξεις. Αυτό το ασυνάρτητο κείμενο έμελλε, τελικά, να γίνει το προσωπικό μου μανιφέστο «για το θέατρο που ονειρεύομαι» και νιώθω πως, οι σημειώσεις μου, δεν θα ήταν 100% ειλικρινείς αν δεν το μοιραζόμουν.

 

“Το θέατρο που ονειρεύομαι

 

Ονειρεύομαι ένα θέατρο καταφύγιο, αλλά και εφαλτήριο.

Έναν τόπο συνάντησης και μοιράσματος όλων

των πιθανών ανείπωτων.

Έναν χώρο που έχει το σχήμα της φαντασίας σου.

Μία γωνιά κρυφή, αλλά φανερή αν την αναζητήσεις.

 

Ονειρεύομαι ένα θέατρο προσφοράς, που πρώτα πρώτα

προσφέρει στον ίδιο σου τον εαυτό και μετά στο διπλανό.

Μία συνεχή διαδρομή αναζήτησης που, καμιά φορά,

σου δείχνει, πως η πορεία μπορεί να είναι περισσότερο

λυτρωτική, από τον προορισμό.

 

Ονειρεύομαι ένα θέατρο που λούζεται από αλήθεια.

Μία αλήθεια που βρίσκει τη γοητεία της στο ντυμένο ψέμα.

Ένα ψέμα που σπαρακτικά ψάχνει τη δική του

ειλικρίνεια να κατοικήσει.

 

Ονειρεύομαι, τελικά, ένα θέατρο που το γέλιο γρήγορα

τρέπεται σε φυγή, όταν η στιγμή χαθεί, αλλά πάντα μου θυμίζει,

πως όλα είναι ένα παιχνίδι.

Ένα παιχνίδι που αγαπώ να παίζω από παιδί.

Ένα παιχνίδι που κλείνει το μάτι στη ζωή.”