Κάθε βράδυ η ίδια στιχομυθία. Συνομιλεί μαζί τους.
Διαβάζει λίγο και κοιμάται. Κι αύριο πάλι από την αρχή.
Συχνά νιώθει πως δε χωράει πουθενά.
Ούτε στο σώμα η ψυχή, κάποιες φορές.
Ψυχή με πόρους, ρουφά κάθε ερέθισμα.
Ό,τι ξεφεύγει απ’ τα μάτια, το νιώθει.
Και το κάνει εικόνες. Λέξεις. Μουσική.
Καταφύγιο η τέχνη, για τέτοιες ψυχές. Ή προαπαιτούμενο της- δεν ξέρω.
Αυτοκαταστρέφεται με περισσό ταλέντο.
Ό,τι ήρεμο, το διαλύει. Κάθε πατρόν, το σκίζει.
Μέρες πολλές, ακούει ενοχές να φωνάζουν, να κατηγορούν.
Μπαίνουν μέσα στα όνειρα και τα χαλάνε.
Τόσο που πείθεται ότι φταίει που δεν ταιριάζει κάπου. Σχεδόν πουθενά.
Πείθεται ότι φταίει που δεν κούμπωσε κάπου- παλιότερα.
Άλλες -πάλι- μέρες φωνάζει όσα είναι, όσα πιστεύει, όσα αγαπά.
Φωνάζει δυνατά. Τόσο πολύ που οι φωνές σωπαίνουν.
Οι ψυχές μέσα ηρεμούν. Συμφιλιώνεται μαζί τους.
Κι ας μην έχουν εκείνες ποτέ φιλιώσει μεταξύ τους.