at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Κωνσταντίνου Χατζή

κείμενο | κωνσταντίνος χατζής  */* φωτογραφίες | αρχείο κωνσταντίνου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Χίλιες φορές πεθαίνει

Άρχισα να μελετάω πάλι   μετά από χρόνια πιάνο. Ανάγκη συγκέντρωσης και πειθαρχίας. Νότα, νότα, παύσεις, δαχτυλισμοί, μετρονόμος, αργά στην αρχή κι ύστερα γρήγορα. Θυμήθηκα ξανά πόσο βασανιστικό είναι να παίζεις μουσική. Να «σκοτώσεις την τεχνική» -όταν την κατακτήσεις,- να βρεις τον «ήχο» του συνθέτη, τον τρόπο του staccato, του legato, τις ανάσες του Bach, τα forte του Rachmaninoff, τις τρίλιες του Mozart. Κι όταν φτάνεις πια να «παίζεις» τότε ναι! Ο χρόνος σταματάει και γίνεται αιώνιος. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές με τί «παίζω»; Ποιος είναι ο πρώτος μοχλός που θέτω σε λειτουργία; Σίγουρα το μυαλό. Τα δάχτυλα. Οι ώμοι. Τα χείλη. Τα μάτια. Ή μήπως δεν είναι αυτή η σειρά; Το μόνο που ξέρω είναι πως όλα πρέπει να οδηγούν στην τελευταία νότα, στην τελευταία συγχορδία, στον τελευταίο χρωματισμό. Όλα να οδηγούν στο τέλος. Και μετά το τέλος –όταν πια σηκώσεις και το πόδι σου από την σουρντίνα- συνεχίζει να υπάρχει η μουσική.

Η σιωπή μετά τη μουσική είναι πιο εκκωφαντική. Δεν πρέπει να χειροκροτούμε μετά από μια συναυλία. Να μην παρεμβαίνει κανείς άλλος ήχος ξένος. Να φυλακίζουμε την μουσική μέσα μας, να περπατάμε μαζί της, να τη σκεφτόμαστε, να την αφήσουμε να μας κατοικήσει. Με κάτι τέτοιες σκέψεις πέρασε το καλοκαίρι μου, χωρίς διακοπές, με πολλή μελέτη και πολλές πρόβες. Πιάνο, θέατρο και Ντοστογιέφσκι. Ίσως το πιο αποκαλυπτικό μου καλοκαίρι. Χωρίς κανέναν έρωτα, με πολλά χρέη, άσχημα όνειρα, πολλά τσιγάρα, διασκεδάζοντας με τα κιλά που πήρα- μετά από έναν περίπου χρόνο ωμοφαγίας- κάποια αγόρια, να σου θυμίζουν πόσο άυλος αισθάνεσαι μετά από ένα καλό σεξ, αλλά κυρίως με την σκέψη μου πάντα στην τελευταία νότα. ‘Ό,τι κι αν συνέβη η σκέψη μου πάντα στην τελευταία νότα. Άρχισα να εφαρμόζω -αυτή τη φορά προμελετημένα- τη μελέτη της μουσικής στο θέατρο. Κάθε λέξη και μια νότα, μία ενέργεια, ένα νόημα. Πρώτα το δεξί κι ύστερα το αριστερό. Να καθαρίσουμε όλες τις λέξεις/νότες. Ξανά και ξανά. Να ανακαλύψουμε τη μουσική. Ήμασταν δεμένοι, αποφασισμένοι, για αυτό και κάποιες ατυχείς στιγμές δε μας επηρέασαν σημαντικά. Αρχίσαμε με το κείμενο. Σκύψαμε πάνω στο κείμενο όπως ο μουσικός πάνω στην παρτιτούρα. Όλα εμφανίζονταν αργά-αργά, κι εμείς εκεί να επιμένουμε, να κουβαλάμε πατάρια πάνω κάτω για να βρούμε το χώρο μας, να φτιάξουμε το σκηνικό μας, να βάζουμε φώτα εδώ κι εκεί, να σπάμε λάμπες, να πέφτουμε και να χτυπάμε, νεύρα, γέλια «χειρισμοί» ακόμα και λιποθυμίες.

Φάλτσα, έξοχες αρμονίες, κάποιες νότες ξεχασμένες. Και να και πάλι αντιμέτωπος με τον εαυτό σου. Πόσο εαυτό χρειάζεται το θέατρο, πόσο εαυτό η μουσική; Φτάνεις πάλι στην ουσία. Αυτό που πρέπει να επικοινωνήσεις είναι ο συνθέτης, ο συγγραφέας όχι ο εαυτός σου. Αυτό είναι πιο ξεκάθαρο στη μουσική, δεν μπορείς να αρχίζεις να παίζεις με προσωπικό τρόπο μια σονάτα. Δε μπορείς να παίξεις τις προσωπικές σου νότες επειδή “έτσι αισθάνεσαι” εσύ  την «Παθητική» του Beethoven. Υπάρχει μια μελωδία που πρέπει να υπηρετήσεις, νότες που πρέπει να μάθεις, το tempo, τους χρωματισμούς. Κι αφού τα κατακτήσεις, τότε μπαίνει και το προσωπικό. Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως ποτέ δεν πρέπει να φέρνεις τα πράγματα σε σένα, αλλά να πηγαίνεις πάντα, εσύ, προς σε αυτά. Ο εαυτός σου πρέπει είναι ο «ενδιάμεσος» ανάμεσα στο έργο τέχνης και στο κοινό. Κι αυτό είναι κάτι που ξεχνάμε τα τελευταία χρόνια. Ο Μπέκετ πρέπει να ακούγεται ώς Μπέκετ, ο Τσέχοφ ως Τσέχοφ, ο Αισχύλος ως Αισχύλος. Δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε το κείμενο. Όλα είναι εκεί. Πολλές φορές προσποιούμαστε ότι διαβάζουμε, αλλά στην πραγματικότητα επινοούμε συνεχώς δικές μας ερμηνείες. Επινοούμε το κείμενο απλά γιατί δεν μπαίνουμε στον κόπο να το αποκρυπτογραφήσουμε. Αυτό προσπαθήσαμε και προσπαθούμε με την παράσταση του Ντοστογιέφσκι. Μελετάμε συνεχώς για να ανακαλύψουμε τη μουσική του.  Δεν έχουμε κατακτήσει πολλά. Μας νοιάζει είναι η συνεχής μελέτη, η ανακάλυψη άλλων τρόπων να παίξουμε τις ίδιες νότες, το ίδιο κείμενο, την ίδια μουσική. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως ποτέ δεν κατακτάς τίποτα.

Μια δοκιμή θανάτου το θέατρο, η ζωή. Σήμερα έφυγε ένας αγαπημένος. Το πρώτο μου ταξίδι. Δεν ξέρω πως γράφεται τ’ όνομά σου. Αντρέ, με χίλιες βρύσες με χίλιες γλώσσες κρένει: Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

  • Το Θέατρο Αμαλία Θεσσαλονίκης φιλοξενεί για τέσσερις μέρες την παράσταση που έκανε μόλις πρεμιέρα (4/10)  με μεγάλη επιτυχία στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα. Οι Δαιμονισμένοι και ο Μέγας Ιεροεξεταστής, έργα της τελευταίας περιόδου και της απόλυτης ωριμότητας του συγγραφέα, παρουσιάζονται σε μία ενιαία, διπλή παράσταση, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή, που μας εισάγει στο σύμπαν του σπουδαίου Ρώσου μυθιστοριογράφου και αποτελεί συνάντηση πολλών ταλαντούχων συντελεστών.Στο μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή (απόσπασμα από τους Αδελφούς Καραμάζοφ), ο Ντοστογιέφσκι εκφράζει τα αγωνιώδη ερωτήματα που τον τυραννούν: ποια είναι τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας, της βούλησης και της πίστης, αλλά και της διαφθοράς. Τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, ερμηνεύει σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο η Λυδία Κονιόρδου, συνοδεία του Ευγένιου Βούλγαρη που παίζει ζωντανά επί σκηνής γυαλί ταμπούρ.  Στους Δαιμονισμένους, ο σκηνοθέτης εστιάζει αποκλειστικά στον τετραμελή πυρήνα των επαναστατών-ταραχοποιών, που επιχειρούν να σπείρουν το κακό στην επαρχιακή  κοινωνία όπου ζουν, καταλήγοντας όμως σιγά-σιγά στην προσωπική τους καταστροφή. Στους Δαιμονισμένους πρωταγωνιστεί μία ομάδα ταλαντούχων νέων ηθοποιών, που έχουν ήδη ξεχωρίσει στην ελληνική θεατρική σκηνή: Θεοχάρης Ιωαννίδης, Ηλέκτρα Καρτάνου, Νίκος Λεκάκης, Νίκος Μάνεσης, και ο ίδιος ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Χατζής, που συνοδεύει μάλιστα τον θίασο στο πιάνο, σε πρωτότυπη μουσική του Αλέξανδρου Μέντη.Η παράσταση αυτό το διάστημα παρουσιάζεται στο ΙΔΡΥΜΑ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ στην Αθήνα,  θα παιχτεί στη Θεσσαλονίκη, από τη Δευτέρα 25 έως την Πέμπτη 28 Νοεμβρίου, στο Θέατρο Αμαλία. Έπειτα θα συνεχίσει τον κύκλο παραστάσεων ξανά στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα, και στη συνέχεια θα ταξιδέψει σε Ρωσία, Πολωνία και Ιταλία.