at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Τάσου Παπαδόπουλου

κείμενο Ι τάσος παπαδόπουλος */* φωτογραφίες | αρχείο τάσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

είδα ψυχή

Πριν χτυπήσει ξυπνητήρι με χαϊδεύει μία πατούσα. Σκούντημα απαλό, η πρώτη καλημέρα. Βλέφαρα ανοίγω, με κοιτά. Γάτος έξυπνος και παιχνιδιάρης -πλανήτες μπλε τα μάτια του- Μήτσος το όνομά του. Επίμονο νιαούρισμα, πρωινό ζητάει, σήκω μου λέει, έλα, ξεκίνησε η μέρα.

Όσο η καφετιέρα στάζει γαλλικό, τεντώνεται το σώμα, λαδώνουν οι αρθρώσεις, δάχτυλα, σπόνδυλοι, αστράγαλοι, καρποί -τελετουργία πρωινή. Πολύ νερό να νιώσω ότι ξυπνάω. Εκείνος με παρακολουθεί με απορία κι ύστερα τρέχει στην πολυθρόνα. Λίγα λεπτά ακόμα. Χωρίς οθόνες και κινητό. Καθόμαστε συντροφιά, παρατηρώντας τι ξημερώνει. Η θάλασσα και ο Όλυμπος στο βάθος. Στις τελευταίες γουλιές καφέ, ζητάει χάδια και γουργουρίζει.

Τότε φωνάζει το ξυπνητήρι. Σήμα αλλαγής ρυθμού. Ώρα να γίνω άνθρωπος, που πάει να πει να τα προλάβω όλα. Οργάνωση της ημέρας, εκκρεμότητες, μερικές σημειώσεις, απαραίτητη η καταγραφή, το πρόγραμμα. Η ακολουθία πρωινής φροντίδας αυτοματοποιημένη χορογραφία, σε γρήγορο 2άρι. Ανοίγω-κλείνω, βγάζω-βάζω. Μέχρι τη στιγμή που ανοίγουν τα συρτάρια με τις κάλτσες, και ο ρυθμός γίνεται βαλς, αποκτά πυκνότητα ο χρόνος: ρίγες, βούλες, σχέδια, χρώματα, νότες και φιγούρες. Αστέρια, γαλαξίες, δίνες, στρόβιλοι, ποδήλατα, ομπρέλες, μούρες και φρούτα και κορδέλες, πλάσματα κάθε λογής. Μια μικρή παράσταση. Με συνοδεία Dmitri Shostakovich, waltz no.2. Στον βαθύ ήχο του πνευστού ξεπροβάλει καμηλοπάρδαλη· κίτρινη και καφέ, μου χαμογελάει. Αυτή θα με περπατήσει σήμερα. Είναι εξωτική, ταιριάζει στην πρεμιέρα. Κάλτσες συλλογή, γιατί; Ίσως απομεινάρι εκείνου του παιδιού που είδε ένα χωριό να το καταπίνει το ορυχείο -μαύρη τρύπα του λιγνίτη- και έκτοτε αναζητά το χρώμα. Ίσως φροντίδα για τα πόδια που με πηγαίνουν ως το βράδυ -το ίδιο και τα παπούτσια, αθλητικά, να στηρίζουνε το πέλμα.

Στην πλάτη ο σάκος. Ρούχα, τετράδια, κείμενα, νερό, καφές, κάτι να γευματίσω, καπνός, γυαλιά, κλειδιά, πορτοφόλι και μαστίχες. Λίγο παραφουσκωμένος. Ξέμειναν από χθες και κάποια εργαλεία, πριόνι χειρός -διπλή σειρά από δόντια, κόψιμο ακριβείας- βιδολόγος κι η θήκη με τις βίδες. Το κινητό στην τσέπη και έφυγα. Ένα μικρό ταξίδι.

Στο δρόμο κίνηση παντού ολόγυρα, από το μικρό ως το μεγάλο, και το μυαλό μετρά οχτάρια. Το ένα χτυπάει στο αριστερό, το ισχυρό μου βήμα. 1-3-5-7 κουδουνίζουν στη θήκη οι βίδες, 2-4-6-8, χτυπούνε τα παγάκια στο ποτήρι του καφέ. Μηχανές, αμάξια, κόρνες, εξατμίσεις, άνθρωποι φωνάζουν. Μέσα στο θόρυβο, σκέψη με ρωτάει: πως έτσι μας κορόιδεψαν και ζούμε στοιβαγμένοι, μακριά απ’ τη φύση,  σε κουτιά; Σε τοπία με γραμμές και αιχμηρές γωνίες, με τον χρόνο αυστηρό, deadlines, ειδοποιήσεις, ξυπνητήρια; Και θυμάμαι το καλοκαίρι στο ποτάμι. Με προσπερνά μια μέλισσα, παλεύει να υπάρξει. Επιστρέφει, λίγο κάθεται, πηγαίνουμε παρέα. Ακούω μία καλημέρα ολόκληρη, σωστά αρθρωμένη όχι μισή, ξαναπιάνω μέτρημα. Συναντήσεις, κουβέντες, κάποιοι που καυγαδίζουν, μια κυρία απέναντι παραπατά, τρέχουν να τη βοηθήσουν. Και γέλια και αγκαλιές, μάτια ερωτευμένα, ζευγάρια χέρι-χέρι, μάτια που αγωνιούν, μάτια παιχνιδιάρικα κι ένας που πατά μονάχα στις γραμμές ανάμεσα στα πλακάκια, άλλος τις αποφεύγει. Κελάιδισμα πουλιού προσθέτει μελωδία. Στο φανάρι που μιλά, σκύλος οδηγός μάτια σοφά, στέκει και περιμένει, να ακούσει το προχωρήστε. Τα μηνύματα βουίζουν, κι αρχίζουν τα τηλέφωνα. Προτιμώ να σε ακούσω. Αποφεύγω τα μηνύματα, τα δάχτυλά μου δεν χωράνε, δε θέλω να σκύβω το βλέμμα στην οθόνη.

Καθημερινός σχεδόν προορισμός, Ολύμπου 5, η έδρα των NoVan Theater. Εκεί βλέπω μάτια αγαπημένα, γνώριμα, ματιά μαύρα, γαλανά, γλυκά, μάτια ουρανούς και θάλασσες, ελαφίσια μάτια που καλπάζουν κόντρα στη μιζέρια. Σήμερα μοναχικό το πρωινό, έχει διαδικασίες. Με το που ανοίγει η πόρτα ορμούν η Στάλα η πιτσιλωτή και ο Στάθης ο τζαναμπέτης. Της γειτονιάς οι γάτες. Προτιμούν να γευματίζουν εδώ, είναι θεατρόφιλες. Η Λένα τις φροντίζει και όλη η ομάδα, τις συναντάω τα πρωινά που πρόβες δε με στέλνουν σε άλλα μέρη.

Όσο τρώνε λαίμαργα, κάθομαι στο “γραφείο” -τραπέζι ξύλινο, μακρύ, να μας χωράει όλους. Κάποιες ώρες στον υπολογιστή, τηλέφωνα, email, συνεννοήσεις. Πρεμιέρα σήμερα, να ετοιμαστούνε όλα. Barcelona Gipsy balKan Orchestra παίζει στο κεφάλι μου. Μιλάω με την Ελευθερία, Opa cupa!, την Έλενα, Aide, ajde, ajde!, την Αθηνά, την Ιωάννα. Lumbaj lumbaj lumbaj ra, Ajde ajde ajde! Παράλληλα πληρωμές, μισθοδοσίες, φπα και εφκα, λογαριασμοί, λογιστικά, τιμολόγια, σφραγίδες, υπογραφές, διαδικασίες άχαρες, μονότονες, κουραστικές. Opa cupa! Ο Στάθης παίζει με τις κουρτίνες, αφήνει λίγο ήλιο στο πρόσωπό μου, η Στάλα αράζει στο πατάκι. Προγραμματισμός για όσα έρχονται, συζητήσεις για project που έγιναν, για project που θα γίνουν. Μηνύματα κι άλλα μηνύματα σε ομάδες, ερωτήσεις, απαντήσεις, μερικές στιγμές εκνευρισμός και δυσφορία. Διάλειμμα με Silvia Pérez Cruz,  Pequeño vals vienés. Ωραίος και ο Leonard, μα αυτή είναι αηδόνι. Και ξυπνάει η ανάμνηση ενός έρωτα, μάτια βυθός γαλάζιος, γέλιο γάργαρο ποτάμι, χείλη γεύση αμύγδαλο και μυρωδιά του κέδρου. Γήινη με αίσθηση υπαίθρου. Ένα τσιγάρο στο πεζούλι, κάτω από το δέντρο. Άχαρα κλαδεμένο, θυμίζει της κάλτσας την καμηλοπάρδαλη, ένα κλαδί μακρύς λαιμός απλώνεται στον ουρανό, δαγκώνει ροζ πετούνιες στο πιο ψηλό μπαλκόνι. Δίπλα μου μια γραμμή μυρμήγκια ξεκινάει, σκαρφαλώνει στον παχύ κορμό, φλέβα κινούμενη, πλάσματα που φροντίζουν, ακούραστα, ακατάπαυστα. Ένα μικρό στην αναζήτησή του, ανεβαίνει στην καμηλοπάρδαλη κι εκείνη βγάζει μια κορώνα: Opa cupa! Kad se noge umore Da pevamo do zore -κι αν κουράζονται τα πόδια θα τραγουδάμε ως την αυγή! Πάμε μου τραγουδάει, έφτασε η ώρα. Πιάνει δουλειά το πριόνι, δυο κομμάτια ξύλο κόβει και μερικά πηχάκια, για τα φινιρίσματα του σκηνικού. Ο Στάθης κυλιέται στα πριονίδια, φταρνίζεται η Στάλα. Δεματικά και μερικά σχοινιά, –Tisom Tiše, BGKO έχει μπει στο play-  έξτρα καλώδια και πάμε για πρεμιέρα. Δύσκολες οι πρεμιέρες, αλλά η κοπέλα που υφαίνει στο ποτάμι δίνει ρυθμό και σύνθημα -τι κι αν τα πράγματα είναι δύσκολα, γιορτάζουμε τη ζωή με τραγούδι και χορό.

Επιστροφή στο δρόμο. Μάτια που κουβαλούν χαρά, κέφι, κάποτε σκοτάδια. Μάτια βιαστικά, μάτια κουρασμένα, θλιμμένα, κι άλλα άγρια, αυστηρά, αγενή. Φυλακισμένα σε μια καθημερινότητα γεμάτη υποχρεώσεις. Λουλούδια πασχίζουν να υπάρξουν στα τσιμέντα, περιστέρια αναπηδούν ψάχνοντας ψίχουλα μπουκίτσες. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα, τα βήματα επιταχύνουν. Στάση για ανεφοδιασμό. Ένα μωρό σε μια αγκαλιά μπροστά με κοιτά και το κοιτώ, κι εκείνο μου γελάει, φάτσα φωτεινή με μια τούφα μπούκλα. Μάτια σκούρα καστανά μου φτιάχνουν δεύτερο καφέ κι εύχονται καλή τύχη.

Θέατρο Τεχνών. Χώρος φρέσκος, χτισμένος με μεράκι κι όραμα. Του Χριστόφορου και του Βασίλη. Μάτια φιλόξενα, ευγενικά που μας καλωσορίζουν. Μαζευόμαστε. Νατάσα, Αφροδίτη, Λένια, Ασπασία, Χάρης, Δέσποινα, Αφροδίτη, Πάνος, Αλέξανδρος, Ναταλία, Ηρώ, Σοφία και Στέλιος. 13 ζεύγη μάτια λαμπερά, παρότι αγχωμένα. Και άλλα μάτια υποστηρικτικά, Σοφία, Δημήτρης, Γιώργος. Συναντιόμαστε. Έξω από το θέατρο, σαν σε καφενείο, να πούμε νέα και κουβέντες. Έπειτα στις ετοιμασίες, μυρμήγκια που σκαρφαλώνουν πάνω κάτω, και κουβαλούν σκαμνιά, σχοινιά, υφάσματα και νότες. Μια κυψέλη που βουίζει. Δεσίματα, βιδώματα, ζέσταμα φωνές και σώμα. Κι αγκαλιές στέρνο με στέρνο, ακούμε πως χτυπούνε οι καρδιές σαν βρίσκονται αντίκρυ.

Θέσεις για παράσταση. Για μοίρασμα και άνοιγμα, για διαστολή του χρόνου. Για τον τόπο του Αλλού. Ίσως αυτό να είναι θέατρο, μια άλλη πραγματικότητα απεριόριστων δυνατοτήτων. Εκεί όπου δεξιότητα και φαντασία συνθέτουν σχέσεις, στιγμές, συνθήκες. Μια μέλισσα βασίλισσα που γεννά ιδέες, εικόνες, αφηγήσεις. Έτσι κάπως γεννήθηκε η παράσταση Είδα Μάτια. Η γύρη πρωτοσυλλέχθηκε την άνοιξη του 2023, όταν εργάτρια μέλισσα κάθισε σε ανθό που μύριζε ανάγκη επιστροφής στις ρίζες και σύνδεσης με το προγονικό παρελθόν. Ύστερα μαζευτήκαν κι άλλες, φτιάξαμε ομάδα. Γύρη έφτασε στην κυψέλη από τα ανθισμένα μάτια της γιαγιάς, που λέει ιστορίες, του παππού που σου τραγουδάει, της μάνας που σε φιλά και σου λέει “μάτια μου σε αγαπώ”. Από μάτια στα πρόσωπα ανθρώπων που κάποτε έζησαν ή ζουν ή θα συνεχίσουν να ζουν στους κύκλους της ιστορίας. Πετάξαμε παραπέρα και οι κερήθρες γέμισαν δημοτικά τραγούδια, ποιήματα, στιχάκια του τότε, ελληνικά και ξένα, από τη Θράκη, τα Βαλκάνια, την Κάτω Ιταλία, την Ισπανία, μέχρι τις νότιες μεσογειακές ακτές. Κι η συγκυρία της εποχής που ζούμε, μας πλημμύρισε εικόνες από μάτια ανθρώπων που φεύγουν να σωθούν, που ψάχνουν καταφύγιο, που έχασαν αγαπημένους, παιδιών που πεθαίνουν από πείνα, κι αναρωτηθήκαμε γιατί η ανθρωπότητα μοιάζει τόσο μικρή και φτωχή. Ψάξαμε να βρούμε αυτό που μας ενώνει -δεν είναι πρωτάκουστο. Η Αγάπη. Κι όμως χρειάζεται να παλεύει απέναντι στη βία, στον φόβο, στην καταστολή, στον πόλεμο, στο ρατσισμό, σε σκοτάδια που επιμένουν. Πάντα οι λαοί την τραγουδούσαν. Στον πυρήνα της αφήγησής μας, έφτασε να ορίσει μια νέα ιστορία και έγινε παράσταση.

Έγινε δρόμος για να συναντηθούν όσοι είναι στη σκηνή, οι άλλοι από πίσω και εκείνοι που παρακολουθούνε… Τι καλά το λέει τ’ αηδόνι το τραγούδι που φέρνει το τέλος, κι η ποίηση του Λειβαδίτη: Αλλά καθώς βραδιάζει, ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα. Από τον τόπο του Αλλού, επιστροφή. Κατά την έξοδο ίσως αναγνωρίσουμε εκείνο που μας λείπει, ίσως και να αποφασίσουμε να το διεκδικούμε. Βράδιασε, λοιπόν, κι πρεμιέρα έφυγε. Έξω από το θέατρο, έρχεται κυρία με μάτια υγρά, και λέει “εγώ δεν το κατάλαβα, δεν είμαι του θεάτρου, αλλά με συνεπήρε, ένιωσα! Τώρα το κουβαλάω. Και πόσες γλώσσες μου μιλήσατε. Σώματα που με ταξίδεψαν. Είδα τα μάτια σας, άκουσα τις φωνές σας. Τι όμορφα τραγούδια! Εικόνες που χορεύουν… Και όλα στο τέλος γνώριμα. Είδα τον εαυτό μου… βούτηξα στην αγάπη σας, θυμήθηκα δικές μου”. Πιο πέρα, στα σκαλιά, ένα κορίτσι αγκαλιά με παίρνει, ψιθυρίζει “Ανακούφιση… γαλήνη”.

Από τον τόπο του Αλλού, αυτός ο ψίθυρος στα πόδια μου με φέρνει, να γυρίσω στο κουτί μου πια, ο Μήτσος περιμένει.

 

* ο Τάσος Παπαδόπουλος, μεταξύ και άλλων, παρουσιάζει με τους NòVan Theater Group, το “Είδα Μάτια” στο θέατρο Τεχνών Θεσσαλονίκης. Τελευταίες παραστάσεις, από Πέμπτη έως και Σάββατο,  23-24-25/10 2025, στις 21.00