
κείμενο | πέτρος γκιουλέκας */* φωτογραφίες | αρχείο πέτρου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Έχεις τρεις επιλογές
O Πέτρος αποκαλύπτει τρία πράγματα που βάζει στο σάκο του για να βγει έξω, τρία τραγούδια που θα ακούσει στο δρόμο κι άλλα τρία πράγματα που θέλει να κάνει αυτή τη χρονιά. Α! Και έβγαλε τρεις φωτογραφίες με ό,τι «έλαμψε» στα μάτια του, τελευταία! Three, two, one, action!
Τι βάζω στο σακίδιο, ε; Ξέρω γω, έχει καταλήξει σκουπιδότοπος εκεί μέσα, είναι γιομάτο χίλια δύο πράγματα που δεν χρησιμοποιώ. Σίγουρα υπάρχουν αποφάγια από κάποια μπουγάτσα ή σφολιάτα που μισοέφαγα πριν αρκετές βδομάδες. Είναι τραγικό να το διατυμπανίζω, αλλά είναι αλήθεια: το σακίδιο μου πάντα έχει λησμονημένα αποφάγια μέσα. Συνήθως υδατάνθρακες, ενίοτε και γλυκά. Δεν μου πολυαρέσουν τα γλυκά, ωστόσο τα δέχομαι από ευγένεια, κι επομένως, καταλήγουν σχεδόν πάντα στα βάθη του σακιδίου, μόνα κι αφάγωτα, άλυτα και τυμπανιαία.
Δεύτερο πράγμα που βάζω πάντα ή έχω πάντα στο σακίδιό μου. Δύσκολο. Πάντοτε υπάρχουν αδέσποτες γραφικές ύλες, που ποτέ δεν τις χρησιμοποιώ. Μολύβια, στυλό, τέτοια πράγματα. Πάντα σκέφτομαι, ξέρεις, ότι θα βγω έξω, και θα μου έλθει κάποια τρομερή φώτιση, και θα πρέπει να είμαι έτοιμος να σημειώσω αυτό που σκέφτομαι. Ποτέ δεν έρχεται. Το μυαλό μου τείνει να είναι κενό, δεν σκέφτομαι και πολλά πέραν των ζωτικών αναγκών μου. Ούτως ή άλλως, τα διηγήματα τα γράφω στον υπολογιστή, τι τα θέλω τα μολύβια; Αλλά καλά, ΟΚ, άλλη φάση το να έχεις μολύβι: πολύ πιο καλλιτεχνέ.
Τέλος, πάντοτε κουβαλάω το βιβλίο που διαβάζω εκείνη την περίοδο. Αυτό δεν είναι πολύ καλή ιδέα, γιατί μέσα στις υπόλοιπες σαβούρες που έχω μαζώξει στο σακίδιο, το βιβλίο τσαλακώνεται και λερώνεται και σκίζεται. Ε, μέχρι να το τελειώσω, το βιβλίο καταλήγει να μοιάζει σαν βετεράνο των Σταυροφοριών. Δεν τα σέβομαι τα βιβλία, παρόλο που τα γράφω. Τα έχω του κλότσου και του μπάτσου. Τα αγαπώ, αλλά δεν τα σέβομαι. Είμαι τοξικός αναγνώστης. Αυτήν την περίοδο, πάντως, κουβαλάω παντού την Βυζαντινοτουρκική Ιστορία του Μιχαήλ (;) Δούκα. Εξαιρετικό χρονικό, μιλάει για την περίοδο απ’ τα τέλη του 12ου αιώνος μέχρι το 1460, περίπου, με παράλληλες αφηγήσεις, και της Ρωμαϊκής, και της Οθωμανικής ιστορίας. Ως τώρα, έχει τρία μόνον σκισίματα και ολίγους λεκέδες, πράγμα που θεωρώ μεγάλο επίτευγμα.
Τρία τραγούδια, ε; Σίγουρα κάτι από Μπακιρτζή, μου αρέσουν πολύ οι Χειμερινοί Κολυμβητές. Ίσως η Βεντέτα, απ’ την Μαστοράντζα του Ερντεμπίλ: είναι εξαιρετικό τραγούδι, το έγραψε ο Ζάχος Παπαζαχαρίου, κι εξιστορεί την έκκληση ενός καλόγερου, στην στους μπαϊρακτάρηδες μιας Αλβανικής φάρας, να λήξουν μία μοβόρα βεντέτα. Είναι τέλειο, αστείο, και τραβάει μία πολύ ενδιαφέρουσα παράλληλο για το αίμα που έχει χυθεί διαχρονικά στην φτωχή μας την χερσόνησο, λόγω πληγωμένης τιμής και μπεσακλίδικης μανίας.
Δεύτερο τραγούδι, κάτι σε country, που την αγαπώ πολύ. Ειδικά, μου αρέσει πολύ το Old Dogs, Children & Watermelon Wine του Tom T. Hall. Ο μπαγάσας ήταν εξαιρετικός παραμυθάς, και με συγκινεί πολύ. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι κάτι που του είχε πει, στο Miami, ένας παππούς: «τα μόνα πράγματα που κατάλαβα ότι αξίζουν, παλληκάρι, σε τούτη την ζωή, είναι τα γέρικα σκυλιά, τα παιδιά, και το καρπουζόκρασο» σε ελεύθερη μετάφραση. Θεωρώ τον Tom T. Hall εφάμιλλο του Dickens και του Παπαδιαμάντη, τόσο καλός είναι. Πέθανε πρόσφατα.
Τέλος, το Roland the Headless Thompson Gunner, του Warren Zevon. Μιλάει για έναν Νορβηγό μισθοφόρο, τον Roland, που κατέβηκε στο Κογκό και την Νιγηρία, να συνεπικουρήσει στους απελευθερωτικούς αγώνες εκεί κάτω. Ε, τον παίρνει πρέφα η CIA, και κλασικά βάζει έναν άλλον μισθοφόρο, τον Van Owen, να τον πυροβολήσει με το ημιαυτόματο στο κεφάλι. Από τότε, ο Roland γκεζερίζει από δω κι από εκεί, ως μανιωμένο, ακέφαλο στοιχειό. Είναι πολύ ωραίο, πιο ροκ, το ακούω όταν θέλω λίγο ν’ ανέβω σε ενέργεια.
Γενικά, μου αρέσουν πάρα πολύ τα τραγούδια που αφηγούνται μια ιστορία, ειδικά αυτά που την αφηγούνται καλά και με ωραίες συγχορδίες. Τα ακούω περπατώντας, διότι δεν έχω μάθει να οδηγώ, κι ούτε έμαθα ποτέ να κάνω ποδήλατο. Γενικά, μόνο τα πόδια μου έχω.
Τρία πράγματα που έχω αποφασίσει να κάνω αυτή τη χρονιά. Τι να πω; Θα ήθελα να πάω απάνω, στο βουνό, και να ασχοληθώ με το παρτέρι. Έχει καλό κλίμα για ντομάτες: όχι ότι ξέρω από κηπουρική, τίποτα δεν σκαμπάζω, παιδί της πόλης είμαι. Βέβαια, είναι κι αυτό που είχε πει ο Βολταίρος, στο τέλος του Καντίντ, ότι «έχουμε δουλίτσα, πρέπει να καλλιεργήσουμε λίγο τον κήπο μας». Οπότε, ναι, σίγουρα να καλλιεργήσω τον κήπο μου, και κυριολεκτικά, και ψυχολογικά. Αν δεν μου βγουν οι ντομάτες, τουλάχιστον να βρω λίγη ηρεμία, τουλάχιστον. Τέλος, θα ήθελα να ξεπεράσω τις φοβίες μου. Έχουν μαζωχτεί πολλές τελευταία, και είναι όλες πολύ κουσουρλίδικες, νιώθω πολύ γέρος. Να έλεγα ότι ήταν και κάτι το ψαγμένο, όπως τον φόβο της μοναξιάς ή της αβύσσου της απύθμενης ψυχικής αναζήτησης, τότε ναι! Εδώ τρέμω τα ασανσέρ και τα αεροπλάνα και τους κεραυνούς. Καθόλου καλλιτεχνικές φοβίες, δεν γράφουν. Τι να πω. Θα ήθελα πολύ να τις αντιμετωπίσω.
* Ο Πέτρος Γκιουλέκας είναι ηθοποιός. Πρόσφατα, όμως, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο “Ο Σεγιαχατναμές του μπεκρή” από τις εκδόσεις ΙΣΝΑΦΙ.
«Για ζύγωσε μια δόση, μπρε, κι άκου προσεχτικά, για τούτες τες παραβολές δεν θα τες ματακούσεις, ούχι στον κάμπο των Σερρών, μα και στον κόσμο όλο. Για τον αγά, τον τροφαντό, τον Μερτ τον Τσελεμπή, πως ήβρε απάνω στα βουνά τον τρόμο της ζωής του, ή τον καημένο πάππο μου, που ένα μεσημέρι, του δάγκασε τον πόδαρο ένας φαφούτης κόπρος. Τον Βούργαρο τον προβατά που τον φωνάζαν Πέτκο, κι έμπλεξε τα μπούτια του με ψέματα και πλάνες, ή τον καημένο τον Μπαρούχ, πως μηχανορραφούσε, τον γάμο ν’ αποφύγει, λεύτερος για να μείνει. Να μη ξεχνάμε, φυσικά, και την Αβραμπακίνα, που τ’ έβαλε με δαίμονες, τον Διάτανο τον ίδιο…»
Καζάς των Σερρών, 1695. Τότε που σιμά στην Εγνατία βόσκανε γκαμήλες και στα παζάρια μιλιόντουσαν ακόμα χίλιες γλώσσες, ο Κασίμ Χότζας, νεαρός λόγιος, συντάσσει ένα οινοποτισμένο οδοιπορικό της φαντασίας, καταγράφοντας πέντε ιστορίες που του διηγείται, εν πλήρη μέθη, ο Γρηγόριος Κοπρινός, καθαιρεμένος κληρικός. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)