Ίσως μου χτύπησες την πόρτα γιατί ο νάρκισσος εαυτός σου άρχισε να αμφιβάλλει ότι με έχει, και είπες να τον επιβεβαιώσεις. Έτσι, για να κοιμηθείς πάλι ήσυχη τη νύχτα, ανακουφισμένη πια, ότι είμαι ακόμα εκεί. Ότι δεν έφυγα ακόμα.
Ή ίσως για να αφήσεις σαδιστικά το άρωμά σου στο κρεβάτι μου, μην τυχόν και μου περάσει από το μυαλό να σε αφήσω απ’ έξω. Μην τυχόν κι αφήσεις χώρο στην πλευρά σου για τα καλύτερα που ειρωνικά μου εύχεσαι.
Μπορεί πάλι να ήρθες γιατί έτυχε, γιατί δεν είχες κάτι καλύτερο να κάνεις, γιατί έψαχνες ένα φίλο να μιλήσεις, μια αγκαλιά για να κλάψεις, έναν άνθρωπο να γκρινιάξεις. Ένα κορμί να ξεσπάσεις μια ανάγκη σου, και το δικό μου, η εύκολη λύση σου.
Κι εγώ, ενώ ξέρω, ψυχαναγκαστικά εθελοτυφλώ. Ωραιοποιώ κάθε σου άφιξη, δικαιολογώ κάθε φυγή σου. Πλάθω σενάρια βολικά για τον πληγωμένο μου εγωισμό, για να πάψει να αμφιβάλλει, ενώ μέσα μου ξέρω. Εφευρίσκω φτηνές εξηγήσεις, μη και τον ξεβολέψω και δει την αλήθεια. Τον πείθω ότι σου έλειψα. Ότι απλώς φοβάσαι. Ότι η αδυναμία σου σε έφερε και σήμερα εδώ, κι ο ίδιος φόβος, ο παλιός , σε πήρε πάλι μακριά.