Κουράστηκα να περπατώ πέρα δώθε στην Ιερά Οδό στη Στοά των Αθηναίων,
στην Κρήνη, στο Ναό του Απόλλωνα, στο χώρο των Κιόνων, — κουράστηκα
σάμπως να περπατάω αιώνες. Θαρρώ πως ανήκω
στην οικογένεια κι εγώ των αγαλμάτων, πως έχω τα χρόνια τους
και πιότερο ακόμη.
Τούτη η κούραση μόνο
μού απομένει δική μου, —και μ’ αρέσει· — τί άλλο να πούμε;
Τί λίγο που κρατάνε — όχι μονάχα οι ανθρώποι, μα και τ’ αγάλματα, οι πέτρες.
Ερείπια. Ερείπια. Πόλεμος πάνω στον πόλεμο.
Φωτιά, σεισμός, λεηλασία. Κι ύστερα η γαλήνη
των ερειπίων, καθησυχαστική, παρηγορητική, ατελεύτητη. Ανεβαίνεις
τον έρημο ανήφορο ώς το Στάδιο· μια πέτρα
κατρακυλάει σ’ ένα βάθος απίθανο, αφήνοντας
μιαν οπή στον αέρα δίχως αντήχηση· — μπορείς να χώσεις
εκεί μέσα το χέρι σου σαν κάτω απ’ το προσκέφαλό σου. Τίποτα.
Πηγμένη σιγαλιά σ’ όλο το μάκρος των κερκίδων.
Μόνο ο δυνάστης ήλιος, παντεπόπτης αδιάφορος, μπορεί και χαιρέκακος,
δείχνει απερίφραστα τ’ ακρωτηριασμένα μάρμαρα κάθε μέρα πιο μέσα.
[…]
Ο Ηνίοχος με τα σπασμένα ηνία στο ατάραχο χέρι του,
με τα μεγάλα, σκοτεινά, γυάλινα μάτια του μειλίχια
μπροστά στο φως ή το σκοτάδι, ενώ στον κούφιο χαλκό του
φωλιάζουν οι μικρές αράχνες που ’ρχονται απ’ τα σκονισμένα πεύκα
του απέναντι λοφίσκου. Κάποτε
μια τέτοια αράχνη ξεπροβαίνει πλάγια απ’ τις πτυχές του χιτώνα του,
στέκεται λίγο δίχως να κοιτάζει τίποτα, κι ύστερα
σέρνεται αργά στο άψογο πόδι πλάι στο λουρί του σανδάλου
ή ανηφορίζει στο δεξί του κρόταφο και μένει ασάλευτη σημαδεύοντας
απλά και οικεία το βουερό, απεριόριστο ανεξήγητο.
[…]
Και πια, δεν έχω αντίρρηση καμιά, μες στην ωραία κούρασή μου. Κοίτα:
τούτα τα κάθετα βουνά, πέτρινα κι όμως ανυπόστατα,
ανασαίνουν γαλήνια τη δική τους διαυγή μοναξιά, ξεκουράζονται
ψηλά, πολύ ψηλά, πάνω απ’ τη σκόνη που αφήνουν τα οχήματα. Εκεί
πολύ συχνά, τα μεσημέρια ή και το δείλι, πετάνε
τρεις πανίσχυροι αϊτοί· κάποτε ακινητούνε
μες στη μεγάλη, σκοτεινή τους στιλπνότητα — τόσο απλησίαστοι κι αμέτοχοι,
και μονομιάς οι περιηγητές τεντώνουν προς αυτούς το λαιμό τους
σα να διακρίνουν στη θέση των αϊτών τα σημάδια
του αρχαίου αετώματος που λείπει απ’ το ναό του Απόλλωνα. Οι σκιές των αϊτών
γκρεμίζονται στα πλάγια του βουνού σε μια θριαμβευτική κατάρρευση,
άλλοτε μένουν ασάλευτες πάνω στον ελαιώνα
ή πάνω στα σπασμένα μάρμαρα ή στην άσφαλτο ακόμη
απλώνοντας κάποιες κρυφές νησίδες, σκοτεινές, σχεδόν υπόγειες,
πάνω στ’ ολόφωτο μεσημέρι, — νησίδες διφορούμενες
σαν τους χρησμούς του Μαντείου ή σαν τα λόγια που δεν είπαμε.
Τότε, φαντάζομαι πως άξαφνα μέσα στις φωτογραφικές μηχανές των εκδρομέων
όλες οι πλάκες με τα γεωμετρικά τοπία σκοτεινιάζουν —
δε μένει πια παρά ένα ασάλευτο μαύρο
αντίθετο απ’ την κουρασμένη θέληση των αγαλμάτων·
γιατί τ’ αγάλματα, με τη λευκότητά τους, είναι
το αρνητικό όλου του μαύρου. Αυτά, με τα κομμένα τους χέρια
πολλά μας προσφέρουν, — ή μήπως μας παίρνουν; Τί να δώσουν τ’ αγάλματα;
Μα ίσως η ευτυχία να ’ναι η άρνηση κι η στέρηση όλων.
[…]
Κουράστηκα να λέω χρονολογίες— 590, 447, 356· —
αλλάζουν οι αριθμοί, και οι άνθρωποι ίδιοι, οι πόλεμοι ίδιοι —
τρεις πόλεμοι ιεροί (και πόσοι ανίεροι). Και πάλι οι Αμφικτυονίες.
Πάλι τα Πύθια. Οι νεκροί πεσμένοι μπρούμυτα στο χώμα·
ασπίδες, κράνη, λάμποντας στον ήλιο, τυφλώνοντας τα μάτια·
έτρεχαν τ’ άλογα μες στη φωτιά, τα χελιδόνια φώναζαν πάνω απ’ τις φλόγες·
τ’ αγάλματα έκρυβαν τα μάτια τους στα χέρια τους. Οι ιερομνήμονες
να μένουν στους Δελφούς, κι οι Κιρραίοι στα βουνά σαν αγρίμια·
οι Φώκιοι Δελφοί ενάντια στους Φωκιείς· λιποταξίες, συμμαχίες, αθετήσεις,
χρηματικές διαφορές, ζητήματα φόρων των επίνειων· η Πυθία
άλλοτε να μηδίζει κι άλλοτε να φιλιππίζει
μες στην αιώνια επανάληψη του αμετάβλητου — πόλεμος.
[…]
Τότε ήτανε που ένας νεκρός στρατιώτης έβγαλε τις αρβύλες του,
ήπιε νερό απ’ το ζεσταμένο παγούρι του, κοίταξε κάτου τη θάλασσα,
και πέφτοντας επάνω στο ίδιο του το ακόντιο σκοτώθηκε. Το παγούρι του
κανένας δεν το μνημονεύει· μα ίσως να ’ναι εκείνο
στο υπόγειο του Μουσείου, στα άχρηστα, στο δεξί τοίχο· —
έχει μια μαύρη δυσδιάκριτη παράσταση: ένα παλικάρι
που τρίβει τα πόδια του χαμογελώντας, — το χαμόγελο διακρίνεται
σαν απροστάτευτο, σαν πονηρό — ένα τίποτα. Βαρέθηκα.
Βαρέθηκαν ακόμη και τ’ αγάλματα· κουράστηκαν κι αυτά τα αθώα,
τα ωραία, τα ανεύθυνα, αυτά που πλαστήκαν
με τόση τρυφερότητα απ’ ανθρώπινα χέρια ερωτευμένα
δείχνοντας σ’ όλο του το κάλλος το ανθρώπινο σώμα·
αυτά που υποκριθήκαν τους θεούς για να καλύψουν τη θεϊκότητά τους,
για να καλύψουν τη μεγάλη τους, αβάσταχτη ειλικρίνεια
και να περάσουν τάχα στην αθανασία ολόγυμνα· —ποιά;— αυτά
που ήταν κιόλας αθάνατα μες στη βραχύχρονη ομορφιά τους,
αυτά που, μέσ’ απ’ τη θνητότητά τους ακριβώς, ονειρεύτηκαν τέλεια
κι έπλασαν τέλεια την αθανασία με τον εύτρωτο έρωτά τους.
Βέβαια, αργότερα, κι αυτά κι οι τεχνίτες τους υπόκυψαν στην τυραννία. Η τέχνη
έγινε δόλωμα για εξαγορές, δωροδοκίες, διπλωματίες, κολακείες·
μια τέχνη τέχνασμα πια. Και τα αγάλματα
κατάντησαν ογκώδη κι υπερφυσικά κολακεύοντας
τα πρότυπά τους, αποκρύβοντας εμφατικά την υστεροβουλία
δωρητών, πωλητών, αγοραστών, παραγγελιοδόχων, εργολάβων.
Έτσι τ’ αγάλματα ντυθήκαν. Την απλή, τη στέρεη γύμνια τους, την τόσο δύσκολη,
αντικατάστησε η περίτεχνη, πολύπλοκη πτυχολογία
η κάπως πιο ελεύθερη, ας πούμε, χάρη στις ευκολίες
διαφυγής και μεταμφίεσης κάτω από πέπλα και μακριούς χιτώνες· — πότε πότε
μπορείς και κάτω απ’ αυτούς να διακρίνεις
τρεμάμενο σαν προσευχή ένα ανθρώπινο μέλος
κι αγγίζοντας το πέτρινο γόνατο μιας συντριμμένης θεότητας
να νιώσεις όλα τα κρυμμένα. Μα κι αυτά τί χρειάζονται;
[…]
Λοιπόν, τί χρειάζονται όλα αυτά; — σχόλια, επαναλήψεις,
ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα
πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα
τα σύγχρονά μας σκηνικά, φτηνά, μπογιαντισμένα, από χαρτί και λινάτσα,
μέσα στο φως της μέρας που έφευγε· — χαρτονένιες κολόνες,
χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη, — δεν καλοπρόσεξα·
τέλειωνε το έργο· οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,
στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια
ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.
[…]
Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας,
όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κι η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,
όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουνε δυο άδεια μπουκάλια λεμονάδας
αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.
Τί ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κι η κρήνη.
Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη·
Ύστατη ευπείθεια· ολιγαρκής απελπισία — ίσως κι ολιγωρία. Και πάντα
αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.
Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα· οι προβολείς στα δέντρα·
κι αυτό το τραγούδι, — σε τί τάχα αποκρίνονται;
σε τί τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει.
Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι —τη νιώθεις;—
πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα να ’χω πεινάσει.
Ώρα να κατεβούμε. Τί λες; Πέφτει λίγη υγρασία.
Γιάννης Ρίτσος, Δελφοί, Μάης 1961 – Απρίλης 1962