at a glance
Top

Βάιος Πράπας

ο αληθινός

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

“O πατέρας μου ήταν εισπράκτορας στα ΚΤΕΛ της Λάρισας και η μαμά ήταν νοσηλεύτρια, ξεγεννούσε παιδάκια στο Κρατικό της Νίκαιας. Οι γονείς μου έχουν απίστευτες φωνές- η μαμά ακούει πολύ ροκ και ο πατέρας μου- κλαρίνα “και άγιος ο Θεός”. Ο πατέρας μου είναι από τα Καλάβρυτα και έχει στενή σχέση με την παραδοσιακή μουσική, η μητέρα μου είναι από τη Λάρισα και ήρθε στην Αθήνα μπαίνοντας στο πιο ροκ μουσικό άκουσμα. Μεγάλωσα στη Νίκαια. Η πρώτη εικόνα που έχω από τον εαυτό μου σε σχέση με τη μουσική, είναι αυτό το “κλασσικό” να κάνω το τραγουδιστή με μικρόφωνο, με τη χτένα της μητέρας μου. Είχα βάλει Πασχάλη Τερζή στα ηχεία, έβαλα κάτι κουστουμάκια και πίστευα ότι είμαι καλλιτέχνης”…Ο Βάιος Πράπας στο rejected.

“Οχτώ χρονών ξεκίνησα στο Θέμη Παπαβασιλείου-είναι ο δάσκαλός μου, μέχρι και τα 18 μου χρόνια. Μετά, μπήκα στα Ωδεία, μπήκα και σε Δραματική Σχολή. Δούλεψα από μικρός, σχεδόν 14 χρονών, εργαζόμουν σε μαγαζί με live μουσική. Aρχικά σε εντεχνάδικα, μετά σε ρεμπετάδικα, σε κουτούκια. Μέχρι που γύρισα από το στρατό, και συνεργάστηκα με μεγάλα ονόματα, “έμπλεξα” με τη δισκογραφία και άρχισα να κάνω ενορχηστρώσεις. Πάντα ήθελα να γράφω για το θέατρο. Δεν μου είχε κάτσει να μπορώ να ζήσω οικονομικά από το θέατρο, με αποτέλεσμα να τα κάνω παράλληλα- πήγαινα τα βράδια και έπαιζα σε μαγαζιά- πρώτη δουλειά με το Νότη Μαυρουδή, το Μίλτο Πασχαλίδη, έπειτα για πάρα πολλά χρόνια με το Σταμάτη Κραουνάκη. Εξαιτίας του Σταμάτη, γνώρισα και έπαιξα μουσική με όλο το κόσμο. Τη Δραματική Σχολή, “Αρχή”, δυστυχώς δεν την τελείωσα ποτέ- στο τρίτο έτος “ήμουν γιόλο”. Είχα ταλαντούχους συμφοιτητές, ήμουν διαβαστερός, αλλά καταλάβαινα ότι είχα αφήσει στην άκρη τη μουσική. Αυτό μου δημιουργούσε πολλές τύψεις. Κάποια στιγμή, όταν έκανα μια κουβέντα στη Νέλλη Καρρά, μου είπε “darling, θα κάνεις αυτό που αγαπάς”. Κάπως έτσι, μου έγινε πολύ καθαρό μέσα μου, ότι θέλω να γράψω μουσική. Είχα προσωπική αγωνία, μην και παρατήσω τη μουσική, για να γίνω ηθοποιός. Από την αρχή, ήθελα να γράφω μουσική. Μικρός ακόμη, στη Νίκαια, σε θεατρικές ερασιτεχνικές ομάδες που κάναμε, έπαιζα θέατρο, αλλά ταυτόχρονα έγραφα και τις μουσικές της παράστασης”.

I close my eyes
Only for a moment, and the moment's gone
All my dreams
Pass before my eyes, a curiosity
Dust in the wind
All they are is dust in the wind

“Η σκηνή του θεάτρου έχει κάτι τόσο γοητευτικό, σχεδόν μαγικό, που λες “θέλω να το ζήσω κι αυτό”. Απλά, καταλάβαινα ότι ήμουν περισσότερο μουσικός, παρά ηθοποιός. Δεν είναι πως ήμουν καλός ή κακός, απλά το μυαλό μου- ακόμα και στα υποκριτικά, σκεφτόταν μουσικά. “Θα το πω έτσι, γιατί ακούγεται καλύτερα”. Όλο αυτό μου έδωσε μεγάλο boost στις δουλειές. Υπάρχουν περιπτώσεις να θες να προσεγγίσεις μια σκηνή σε ένα κείμενο, με τρόπο που να θες να εξυπηρετήσεις τον ηθοποιό. Ο ηθοποιός θα φέρει τον ήχο του και μέσα σε αυτό, εσύ, πρέπει να βρεις πως θα το περάσεις σε άλλη διάσταση. Για παράδειγμα, υπάρχουν τα λόγια που με μουσική,  είναι ένας ωραίος τρόπος να περιγράψουμε ένα όνειρο. Με τη μουσική, τα λόγια, η συνθήκη, η έκφραση, παίρνουν μια άλλη διάσταση. Από την άλλη, μπορεί να ειπωθεί κάτι δυνατό και να μη χρειάζεται καθόλου μουσική. Ακόμη και η σιωπή, έχει τον ήχο της. Όταν γράφω μουσική για θέατρο, δεν σκέφτομαι το κοινό, αλλά το κείμενο, τη σκηνοθεσία και τους ηθοποιούς. Υπάρχουν φορές, που θα έρθει ένας ηθοποιός και θα σου πει, “ρε ΄συ, σε αυτό το μονόλογο βάλε μου κάτι από κάτω”. Όπως για παράδειγμα, ο Λάκης Λαζόπουλος στη φετινή παράσταση, που έχει μεγάλους μονολόγους. Αυτό δεν έχει να κάνει με το κοινό, αλλά είναι μια εσωτερική ανάγκη του ηθοποιού. Μου αρέσει που η μουσική μπορεί και βοηθά έναν ηθοποιό, ακόμα και να βρίσκει το ρόλο του και “το γεμίζει”, το ολοκληρώνει”.

“Με το Σταμάτη Κραουνάκη, γνωριστήκαμε όταν έγραφα μουσική στο Εθνικό Θέατρο. Παίξαμε σε ένα ραδιόφωνο, έβγαλα τα όργανα και εκείνη την ώρα- μέσα στο σταθμό- τζαμάραμε 7-8 κομμάτια. Στο τέλος της βραδιάς, ήρθε ο Σταμάτης και μου λέει “εδώ”. Και αυτό το “εδώ” κράτησε 7 χρόνια. Ο Κραουνάκης είναι μεγάλο σχολείο. Ο Σταμάτης έχει ένα τρομερό συναισθηματικό iq και βάθος. Έχει έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από όσους έχω γνωρίσει, που αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Το κόσμο γύρω του. Πάρε παράδειγμα…είμασταν στο θέατρο Τέχνης, στις πρόβες του “Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία” και έψαχνε ένα στίχο. Το προηγούμενο βράδυ, είχα διαβάσει πως όταν χαϊδεύεις κάποιον στη πλάτη, όπως τα μικρά παιδιά, είναι η καλύτερη κίνηση που μπορείς να κάνεις σε έναν άνθρωπο, γιατί του θυμίζει πως ήταν μωρό που η μαμά του, τον χάιδευε στη πλάτη. Πάω κι εγώ από πίσω, τον χαϊδεύω, τον ρωτάω “σου ήρθε τίποτα;”…και μου απαντά “όχι”. Του αναφέρω πως “αυτή είναι η πιο καταπληκτική κίνηση που μπορείς να κάνεις σε συνάνθρωπο”…γυρίζει και μου λέει “τα μωρά…βρήκα το στίχο”. Είδα μπροστά στα μάτια μου, πως μπορεί να γίνει έμπνευση το κάθετι…αυτό το βλέπεις μπροστά σου, μόνο σε μεγάλους καλλιτέχνες, να γεννάται, όπως είναι ο Σταμάτης”…

Same old song
Just a drop of water in an endless sea
All we do
Crumbles to the ground though we refuse to see
Dust in the wind
All we are is dust in the wind

“Με το Πάνο Βλάχο, παίξαμε πρώτη φορά στο ΚΥΤΤΑΡΟ σε παράσταση του Νίκου Καλογερόπουλου και ο Πάνος έπαιζε μπαγλαμά κι εγώ τζουρά. Ήμουν 17 χρονών και ο Πάνος 19. Ήταν οι πρώτες μας φορές, ο Πάνος είχε μόλις συνεργαστεί με το Νίκο στο θέατρο και εγώ για πρώτη φορά έπαιζα στο ΚΥΤΤΑΡΟ. Εκεί γνωριστήκαμε και μετά κάναμε λαιβάκια, τρίχορδα και ρεμπέτικα. Ο Πάνος, έπειτα, “μπήκε” στη τηλεόραση, έφυγε στο εξωτερικό- εκεί λίγο χαθήκαμε και όταν επέστρεψε, μου λέει “μήπως είναι ώρα να τα πούμε;”. Κάπως έτσι, προέκυψε “ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού”. Παράλληλα, κάναμε και live, οι δυο μας. Και- πίστεψε με- έχουμε κάνει πολλά live, με πέντε άτομα από κάτω. Το λέω, για να μη ξεχνάμε και πως φτάσαμε εδώ. Τα θυμάμαι και τα αγαπώ αυτά τα live, γιατί είμασταν ακόμα πιο ελεύθεροι και μπορούσαμε να λέμε και χαζομάρες, γιατί από κάτω ήταν φίλοι μας. Τώρα, με τη τεράστια προσέλευση του κόσμου, προσέχουμε τα πάντα μουσικά, οργανωτικά, πρόβες με τη μπάντα. Τότε, τα πράγματα ήταν λίγο πιο αθώα”.

“Στο “τυχαίο θάνατο ενός αναρχικού” στις πρόβες, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Κάνουμε και μία γενική με φίλους, παρουσία του σκηνοθέτη Γιάννη Κακλέα, και από κάτω δεν γέλαγε άνθρωπος! Και σοκαριστήκαμε! Θυμάμαι, πήγα στο Κακλέα και του είπα “Γιάννη, δεν μου αρέσει τίποτα”! Και μου απαντά “έχε πίστη. Θα δεις, ότι γίνεται”. Και έγινε ο χαμός. Μακάρι να το ξαναζήσω, αλλά είναι μια τρομερά ευλογημένη κατάσταση. Να βρίσκομαι στη σκηνή με το παιδικό μου φίλο το Πάνο, να συνεργάζομαι με το Γιάννη που έχουμε άρτια χημεία, στο τί θέλει να κάνουμε. Αλλά, και όλος ο θίασος ο τωρινός, μα και οι πρώτοι ηθοποιοί που συμμετείχαν, ο Φοίβος Ριμένας, ο Μαγκλάρας, ο Σκυφτούλης, η Ιφιγένεια, ο Πέτσος, όπως και οι απίστευτοι τεχνικοί, βρεθήκαμε σε μια τέλεια συνθήκη που είμαστε σχεδόν σαν “σε παιδική χαρά”. Πάω στο θέατρο, στη δουλειά και από μέσα μου λέω “Θεέ μου, τί ευτυχία είναι αυτή!”. Ευχαριστούμε πάρα πολύ το κόσμο. Είναι μεγάλη αναγέννηση, για μένα, αυτό που ζήσαμε”.

“Σε αυτή τη δουλειά, γενικά μιλώντας, μπορεί να χρειαστεί να κάνεις και παραχωρήσεις και συμβιβασμούς. Ο Πάνος κι εγώ όταν ξεκινήσαμε στον “Αναρχικό’, τότε 32 εγώ, 35 εκείνος, είπαμε “εδώ, θα φάμε τα άντερά μας, μεταξύ μας”. Πέντε ώρες πρόβα με το Κακλέα, και ύστερα άλλες πέντε με το Πάνο στα τραγούδια “όχι, Βάιε, έτσι. Ας το δοκιμάσουμε κι αλλιώς”. Κόψε, βάλε, τέσταρε. Είχαμε συμφωνήσει με το Πάνο πως ότι κι αν γίνει, εδώ είναι μια δημιουργική στιγμή δικιά μας και πρέπει να φανούμε μεγαλύτεροι της ηλικίας μας και των εγωισμών μας, που έρχονται σε συνεργασίες. Μπορεί να “γινόμαστε μπίλιες” σε εισαγωγικά, για το καλό της δουλειάς, αλλά “θα είμαστε εδώ”. Θα διαφωνούμε, δίχως να τσακωνόμαστε. Κι όταν βγαίνουμε από το θέατρο, να είμαστε και πάλι φίλοι, που έζησαν μια πολύωρη ουτοπία δημιουργικότητας. Και τα καταφέραμε…μπορώ να το πω, μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Ο Πάνος μου έμαθε να συνεργάζομαι. Είμαστε φίλοι by default. Στην αποτυχία δεν διακυβεύονται τόσα πράγματα, όσα στην επιτυχία που θέλει καλή διαχείριση και καθαρό μυαλό. Όπως συνέβη, αυτά τα χρόνια. Αν ήταν αποτυχία, όλο αυτό θα ήταν εύκολο- πρακτικά να διαχειριστούμε. Επειδή είναι επιτυχία, είναι δύσκολο”.

“Φέτος, συνεργάστηκα με το Γιώργο Νανούρη στο “Συρανό”- στη δουλειά αυτή με πρότεινε ο Μιχάλης Σαράντης. Πολύ ωραία στιγμή κι αυτή, σε ένα αγαπημένο μου έργο. Όπως και με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, αλλά και στον “Εκατομμυριούχο” με την Ελεονώρα Ζουγανέλη. Φέτος, στην Αθήνα, πέντε παραστάσεις είχαν μουσικές μου, κατά συνέπεια είναι ωραίο και κάπως παρακολουθώ με όμορφο γοητευτικό τρόπο, το  θεατρικό χάρτη της Αθήνας. Ξέρεις, μπορώ να το πω, μετά από λίγα χρόνια ψυχοθεραπείας…δεν ήμουν ένας άνθρωπος που είχα πλαίσια. Όταν πλέον, έρχεται ένας σκηνοθέτης, μου δίνει ελευθερία, μα και βάζει ένα πλαίσιο στο όραμα του, αντί να με δυσκολεύει, με απελευθερώνει”.

Don't hang on
Nothing lasts forever, but the earth and sky
It slips away
And all your money won't another minute buy

“Θα ήθελα, κάπου σταν 50 μου χρόνια, να είμαι σε ένα στούντιο ήσυχος και να γράφω μουσική για μια ταινία…Έρχομαι τώρα Θεσσαλονίκη, για τις πρόβες του καλοκαιρινού “Πλούτου” που θα φτιάξει ο Γιάννης Κακλέας και θα γράψω μουσική για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Ξέρεις….της Θεσσαλονίκης της αξίζει ένα τεράστιο βραβείο για το τρόπο που λειτουργεί στα live- το έζησα αρκετές φορές με το Πάνο, και στις συναυλίες και στον “Αναρχικό”. Το κοινό της Θεσσαλονίκης είναι “φωτιά”. Είναι η ελευθερία που σου δίνει η θάλασσα στη Θεσσαλονίκη….είναι μια πόλη τόσο μεγάλη όσο να μη τη βαριέσαι και τόσο μικρή, ώστε να την κατανοείς. Όταν γίνεται κάτι στη Θεσσαλονίκη, ακούγεται-μοιράζεται- συζητιέται. Αυτό δεν συμβαίνει έτσι στην Αθήνα”.

Dust in the wind
All we are is dust in the wind
Dust in the wind
Everything is dust in the wind
Dust in the wind

“Με τί συγκινήθηκα, τελευταία; Αυτός, ο αδερφός και “αληταράς” Πάνος Βλάχος έχει γράψει στίχο για ένα τραγούδι που λέγεται “Κοινή Γνώμη”…άκουσα ξανά, χθες, τους στίχους του φίλου μου, που έχω δίπλα κάθε βράδυ…αισθάνομαι πως με αυτούς τους στίχους, ο Πάνος  “μεγάλωσε” καλλιτεχνικά και στιχουργικά. Τον άκουγα να το τραγουδάει και τον καμάρωνα…”κάτι όλους μας σκοτώνει κι ας μένουν κάποιοι ζωντανοί και κάποιοι μόνοι…κάτι μας δολοφονεί, κάτι που πνίγει τη φωνή και τον Αντώνη”…είναι συγκινητικό και συγγενικό μαζί του. Μου αρέσει που είναι έτσι και γράφει έτσι”…