κείμενο | μάρα τσικάρα */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου
κείμενο | μάρα τσικάρα */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου
Με το τηλεκοντρόλ του ύπνου στο χέρι, άλλαζα συνεχώς κανάλια. Γινόμουνα μαθήτρια πριν από εξετάσεις. Αδιάβαστη κι απρόσεχτη κι όλοι να με μαλώνουν. Έπειτα έστεκα με πιτζάμες στη μέση μιας σκηνής. Οδηγούσα αμάξι βράδυ με βροχή και δεν πιάνανε τα φρένα. Μετά σε ένα αεροδρόμιο ψάχνοντας εξόδους. Κι από τα θρίλερ απότομα το γύρισα στα παραμύθια. Μα πάλι, τι δουλειά έχω στα κόκκινα ντυμένη χαμένη σ’ ένα δάσος. Απέκτησα κι ουρά ψαριού να μπουσουλάω τρέμοντας μέχρι να βρω μια βρύση. Και μέσα σε σπίτι από ζαχαρωτά να τρώω λαίμαργα τους τοίχους.
Μετά… έγινα Σταχτομπούτα.
Όχι δεν ήμουν σε χορό, ούτε είχα κολοκύθα για άμαξα. Ξυπόλητη ήμουν με πατούσες παγωμένες, τις έτριβα στο πάπλωμα μήπως και ζεσταθούν. Μόνο το όνομα θυμάμαι. Ήμουν αυτή. Σταχτιά και κουρασμένη. Έτοιμη για μεγάλα πράματα που δεν έρχονταν ποτέ. Ήρθε μόνο μια παντόφλα. Κατακούτελα.
-Ξεμυαλισμένη… κι οι δουλειές; Τα άπλυτα στην κουζίνα; Η μπουγάδα θα μουχλιάσει ανεπρόκοπη…
Κι ενώ βουτάω πιο βαθειά σε μονοπάτια ύπνου… να σου μια καλή νονά να με ξελασπώνει. Όχι δε ζήτησα φορέματα και γυάλινα γοβάκια, μόνο να συμμαζευτούν όλες οι υποχρεώσεις. «Κοιμήσου αγγελούδι μου και θα τα κάνω εγώ για σένα». Καθάρισε σχολαστικά την κουζίνα. Λεκέδες που σε τίποτα δεν θύμιζαν το ένδοξο γευστικό τους παρελθόν έγιναν καπνός. Έφυγαν και τα κατακάθια του καφέ και τα μελλούμενα που μου ‘ταξαν. Η νονά εξαφάνιζε τα ίχνη. Σαν να γιάτρευε δυσπεψίες και βαρυστομαχιές… σαν να αλάφρυνε το πάπλωμα, ήρθε λίγη τάξη στου Μορφέα το χάος.
Έπειτα σταμάτησε τη βροχή. Σε μέρα λιόλουστη άπλωσε σκοινί μπουγάδας και κρέμασε μοσχοβολιστά και πεντακάθαρα όνειρα για το μέλλον. Μπήκανε σε μια σειρά κι εγώ να τα χαζεύω. Να ‘τος ένας πρίγκιπας κάτω από μανταλάκια. Φίλοι από μακριά να στάζουνε μηνύματα νοτίζοντας το χώμα. Γέμισε η αυλή «σε σκέφτομαι» «μου λείπεις». Εκείνα που δεν πρόλαβα, αμέλησα, απέφευγα να κάνω… τα ‘βλεπα ολοζώντανα μπροστά μου. Το σκοινί ήταν ατελείωτο, δεμένο από τη μία σε ένα σύννεφο κι από την άλλη στα μαλλιά μου.
Όσο άπλωνε η νονά, τόσο πονούσα.
Μα τόσο βαριά είναι τα όνειρα που δεν τόλμησα να κάνω;
Κι αυτή άλλαζε σχήμα και μορφή.
Γινόταν μάγισσα κακιά, εγώ σε χρόνια αργότερα, μισότρελη να συμμαζεύω με άρρωστη μανία κατακάθια και λεκέδες.
Να κρεμάω όσα δεν έζησα σε κοφτερό σκοινί.
Ξύπνησα ουρλιάζοντας. Τίναξα το μαξιλάρι να φύγει το λάξευμα του ύπνου. Άπλωσα το πάπλωμα να πάρει λίγο αέρα. Έψαξα τις παντόφλες μου… μα βρήκα μόνο μία.