at a glance
Top

Η μνήμη, το μινόρε κι η πηγή

συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης + τάσος θώμογλου

Στη μουσική της Ροτόντας

Σε ένα θολωτό στρόγγυλο κτίσμα, ιερό της πόλης και σήμα κατατεθέν της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, μια Τρίτη, οι πύλες “έγειραν” και οι σιωπές γινήκανε αρμονίες. Ναι. Κι ανοίξαν οι πόρτες της Ροτόντας και πλημμύρισαν οι μελωδίες. Σε μια ωριαία- και κάτι παραπάνω- εμπειρία, ο Δημήτρης Μαραμής παρουσίασε για πρώτη φορά τη “Μουσική της Ροτόντας”.

Μέσα σε δέκα λεπτά γέμισαν οι εκλεκτές καρέκλες των “τυχερών” και το ταξίδι ξεκίνησε με τα χέρια του Δημήτρη Μαραμή, να διευθύνουν το κουαρτέτο εγχόρδων και φωνών.
Δύσκολα έσκυβες το κεφάλι, καθόλη τη διάρκεια της συναυλίας. Τα τείχη, ο τρούλος, τα παράθυρα με τις τοξωτές απολήξεις και οι οχτώ καμαροσκεπαστές κόγχες πήραν ζωή. Τέσσερις τραγουδιστές στα τέσσερα άκρα, έδωσαν πνοή στο μνημείο. Αρκεί ένα “α” μέσα από τη καρδιά και τη μελέτη του χώρου, της φωνής και της μουσικής, να σε πάρει από το χέρι και να σου “ξανασυστήσει” το χώρο. Και να ξεχάσεις ως και το χώρο και να αφεθείς στη μουσική.
Ο Δημήτρης Μαραμής τα κατάφερε. Με “αντιθέσεις”, με “γραμμές που σχεδιάζουν αρμονίες” και με τις λέξεις του ποιητή N.A.Ασλάνογλου, άνευ όρων αφηνόσουν στο ταξίδι της πιο μυστηριακής παρτιτούρας.
Κι άξαφνα, ο Αρσένιος Γαβριηλίδης σηκώθηκε κι άρχισε να περπατά και να τραγουδά ανάμεσα μας. Και να πλησιάζει τον συνθέτη. Και να πλησιάζει την ιεροτελεστία της ψυχής του καθενός. Δεν μπορούσες πια, να μείνεις απαθής, στο μουσικό ιντερμέδιο που δεν είχε θεατρική πράξη πριν και μετά. Κι ήρθε η Ελένη Δημοπούλου, θηλυκό μεσογειακό ταλέντο να φωτίσει με ηχώ τις χορδές. Και παρατηρούσες ξανά, το φως που έμπαινε από τα παράθυρα και δεν ήταν το ίδιο.
Παύση στο χρόνο, δικαίωμα στο ανείπωτο σολφέζ. Κι ο Νίκος Κύρτσος με την Μέλα Γεροφώτη να σιγοντάρουν στην πομπή της μουσικής ελεγείας.
Κι ο Μαραμής στο πιάνο. Και ο Μαραμής στη καρδιά. Με Λόρκα και Βινσέντο Κορνάρο.

“Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με μουσικές και με φώτα
να θυμάσαι κάνει κρύο σ’ αυτό τον παράξενο κόσμο…
δεν έχω τίποτε άλλο, μόνο δάκρυα
που παίζουν με το μουσκεμένο φως του δρόμου”…

Κι ο Αρσένιος τραγουδούσε και το αίμα έρεε πιο γλυκά στη φλέβα καθενός. Ο Κωνσταντίνος Παυλάκος στο βιολί, ο Μιχάλης Σαπουντζής στο κοντραμπάσο, η Μυρτώ Ταλακούδη στο τσέλο και ο Δημοσθένης Φωτιάδης στη βιόλα σε έπαιρναν και σε πηγαίναν στην άλλη όχθη.
Και κοίταζες πάλι ψηλά και γύρω τα τείχη, τη μνήμη, τα μνημεία και είχες άλλο βλέμμα. Σχεδόν προσκύνημα μουσικό στην ιστορία των προγόνων, τη θρησκεία και το μεγαλείο της αρχιτεκτονικής.
Τί κι αν δεν άκουγες ξεκάθαρα το κάθετι σε ότι αφορά την “καθαρή” ακουστική, οι υπότιτλοι έπεφταν κατευθείαν από το ένστικτο εντός σου. Δεν κρυβόντουσαν, ούτε και εσύ μπροστά στο σύμπαν του αλλοτινού.

“Απόψε χιόνισε πολύ στην πολιτεία.
Αγάπες και κρύσταλλα χιμούν μες στη νύχτα.
Πού να γύρω το κεφάλι, ν’ ατενίσω τη σιωπή των δέντρων, ν’ αγαπήσω.
Πού να γείρω το κεφάλι”…

Όλοι μαζεύτηκαν στο κέντρο, αφού περάσαν από δίπλα μου, από δίπλα σου, στα τέσσερα σημεία. Και συναντήθηκαν στο κέντρο. Εκεί που ήρθαν και οι “μουζίκοι” με τα όργανα. Και a capella, και με πιάνο και χωρίς, κι όλα για ένα φινάλε με την υπογραφή του καλλιτέχνη που έχει σκοπό.
Βγήκα στο δρόμο, περπάτησα μέχρι τη Καμάρα και αισθανόμουν πως είχα εγκαταλείψει ένα κομμάτι “όχι ταλαίπωρου μα ασυνήθιστου απογεύματος” στα χέρια του Δημήτρη Μαραμή.
Κι ήταν νύχτα. Μα είχε φως. Παντού.