at a glance
Top

…και ζήσαν αυτοί καλά

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

Συναντηθήκαμε σε ένα παλιό μπιστρό στο λιμάνι. Σκούρο ξύλο παντού, ποτισμένο με τη μυρωδιά του καφέ, γκραβούρες στους τοίχους, καναπεδάκια φθαρμένα από την πολυχρησία. Εδώ ακριβώς θα μπορούσα να τη φανταστώ να πίνει τον καφέ της και να γράφει, στα ίδια τραπεζάκια που – ίσως- κάποτε, φιλοξένησαν τους έρωτές της.

“Έρχομαι συχνά εδώ με τα εγγόνια μου, για παγωτό. Κοιτάξτε…” μου δείχνει με καμάρι μια φωτογραφία της με πολλά πιτσιρίκια- όλων των ηλικιών -τριγύρω της. Περίεργο. Είχα άλλη αίσθηση όταν τη διάβαζα, έβγαζε άλλη ένταση στα κείμενά της. Μα αυτή η φωτογραφία της έρχεται να τα ανατρέψει όλα. Φαίνεται ήρεμη, γαλήνια, με μια ζωή στρωμένη, κι όμως… θα στοιχημάτιζα ότι όλο αυτό το πάθος, τη φωτιά, την καταστροφή, την πτώση, όλα αυτά που συχνά περιγράφει, τα γνωρίζει καλά…

-Τι σας δίνει έμπνευση;

-Γράφω για όλα όσα αξίζει να γραφτούν. Για όσα αξίζουν να ειπωθούν. Για όσα αξίζουν να μείνουν αθάνατα, έστω κι έτσι.

-Και ποιά η υπόθεση από το επόμενό σας βιβλίο;

-Μα τι άλλο; Ο μεγάλος έρωτας. Ο απόλυτος. Αυτός που κάθε άνθρωπος εύχεται να ζήσει έστω μια φορά στη ζωή του, λίγοι φτάνουν τόσο βαθιά στην κόλασή του και ελάχιστοι- τελικά- τον αντέχουν. Δυο νέοι, ερωτεύονται, ζουν το πάθος, γίνονται ένα, παλεύουν με τις δυσκολίες- υπαρκτές ή όχι- αλλά δεν τις νικούν. Εκείνος κάποια στιγμή κουράζεται, δειλιάζει, λυγίζει και φεύγει. Κι εκείνη καταρρέει , μαζί με τον κόσμο γύρω της. Τότε καίει τον παλιό εαυτό της, αλλάζει, πετρώνει, και σκληρή πια- μα και ήρεμη- αποφασίζει να παντρευτεί αυτόν που την κυνηγά για χρόνια. Η συνέχεια, σε λίγο καιρό, ελπίζω να έχετε υπομονή…

Λίγο το βλέμμα που χάθηκε στη θάλασσα, λίγο ο πνιγμένος λυγμός στη φωνή, είμαι σίγουρος πια ότι είναι εκείνη… Τότε τολμώ την επόμενη ερώτηση…

-Το ένστικτό μου λέει ότι το τέλος δεν είναι το προφανές. Υποθέτω πως δεν ήρθε ο αγαπημένος της να την κλέψει τη μέρα του γάμου. Μα γιατί δεν γύρισε, αφού ήταν ένας τόσο μεγάλος έρωτας; Κι εκείνη; Γιατί δεν τον έψαξε, γιατί δεν τον έπεισε να γυρίσει, γιατί δεν τον έκανε να μη φοβάται; Και να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα;

-Και ποιός σας είπε ότι δεν γύρισε, αγαπητέ; Δεν είχε όμως πια καμία σημασία. Όταν αυτός έφυγε, εκείνη δεν πέθανε επειδή τον έχασε. Πέθαναν όλα μέσα της, γιατί τόλμησε να τη συγκρίνει. Τόλμησε να βάλει κάτι πάνω από εκείνη- έστω και το φόβο του. Εκείνη δεν θα το έκανε ποτέ. Σε κανένα μεγάλο έρωτα δεν χωρά η αμφιβολία, σε κανένα μεγάλο πάθος δεν αρμόζουν οι δοκιμές, σε καμιάν αγάπη δεν της πρέπει ο φόβος. Πέθαναν όλα, της τα σκότωσε, γιατί μπόρεσε – έστω και λίγο- χωρίς αυτήν. Καταλαβαίνετε; Μπόρεσε δίχως αυτήν…Προσπάθησε χώρια… Γι΄ αυτό δεν τον δέχτηκε ποτέ πίσω. Γι΄ αυτό κι έμεινε τελικά με εκείνον που ήξερε από την πρώτη στιγμή, μέχρι και σήμερα, πως μόνον εκείνη θέλει.

Μου χαμογέλασε με νόημα και σήκωσε το χέρι για να φωνάξει το σερβιτόρο. Είχαμε τελειώσει.