at a glance
Top

άγρια θάλασσα

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

“Δεν με καταλαβαίνεις”, του παραπονέθηκε.

“Προσπαθώ, μα δεν με αφήνεις”, απάντησε εκείνος.

Τότε, του έπιασε απλώς το χέρι και σιωπηλά περπάτησαν ως τη θάλασσα. Τα καΐκια ήταν δεμένα με χοντρά σχοινιά, βλέπεις είχε πάλι τρικυμία. Νοτιάς, πάλι.

Κάθισε σε ένα τσιμεντένιο πεζούλι, λύγισε τα γόνατα και πάνω τους ξεκούρασε το κεφάλι της, όπως της αρέσει να κάνει. Έτσι χαλαρώνει.

Χάθηκε για ώρα στις σκέψεις της κι εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει. Πού να καταλάβει, όμως; Μυστήριο πλάσμα. Γι’ αυτό την ερωτεύτηκε.

Έτσι νιώθω, του είπε κάποια στιγμή, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από τη θάλασσα. Σαν κι αυτή.

“Θυμωμένη;”, τη ρώτησε.

Βλέπεις; Δε με καταλαβαίνεις…

Κι ήθελε τόσα να του πει, ήθελε να του φωνάξει: “Λες ότι είμαι θυμωμένη, και θυμώνεις κι εσύ, λες και θα διαλύσεις το θυμό με άλλο τόσο θυμό . Λες ότι θυμώνω συχνά και δε σκέφτεσαι ότι μπορεί να είμαι θυμωμένη για την αγκαλιά που μου στέρησαν, την αποδοχή που δε βρήκα, την αγάπη που δεν μου έδωσαν, κι ας την είχα τόση ανάγκη. Από την κριτική που μου ασκείται από τότε που ήμουν παιδί, από τις απαιτήσεις που είχαν από μένα, για μένα. Και από την απογοήτευση που έβλεπα στα μάτια τους, που δεν έγινα αυτό που εκείνοι ονειρεύτηκαν αντί για εμένα, που δεν είμαι τέλεια, όπως θέλησαν, για να καλύψω τις δικές τους ατέλειες.

Με βλέπεις θυμωμένη, κι ίσως είμαι έτσι από άμυνα, για να μη δείξω πληγωμένη, ευαίσθητη, ευάλωτη, μην τυχόν και φανώ αδύναμη. Τουλάχιστον έτσι θα με φοβούνται, αφού δε με σέβονται.

Ή ίσως είμαι έτσι γιατί δεν έμαθα να είμαι αλλιώς, γιατί κανείς δεν προσπάθησε να με ηρεμήσει, να με καταλάβει, να μου δείξει το πώς, να μου δείξει τον τρόπο. Έβλεπαν ένα θυμωμένο παιδί κι αντί να το αγκαλιάσουν και να καταλάβουν το γιατί,  το άφηναν μόνο, τιμωρία στη γωνία, ή ακόμα χειρότερα, του φούντωναν κι άλλο το θυμό, λες και δεν το έπνιγε ήδη αρκετά, λες και δεν πονούσε ήδη αρκετά το στέρνο του, λες και δεν καίγονταν ήδη αρκετά τα σωθικά του. Λες και το ήθελε να είναι θυμωμένο.”

Μα δεν του είπε τίποτα από όλα αυτά. Μόνο πάλι κατάπιε το θυμό της, όπως κάνει πάντα.

“Δεν είναι θυμωμένη”, του απάντησε μετά από ώρα. Δε φταίει η θάλασσα που αγριεύει. Φταίει ο αέρας που φυσά.