
κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης
Αν ήσουν εσύ;
Γεννήθηκα σε μια πόλη της επαρχίας. Την “εξωτική” Κατερίνη. Αγάπησα τις Τέχνες, από γέννα και πάντα το δρομολόγιο Κατερίνη- Αθήνα, από τα “μικράτα” μου, ήταν η χαρά μου. Κάποια στιγμή, οι γονείς μου στο Γυμνάσιο, βαρέθηκαν να με πηγαίνουν Αθήνα- κάθε τρεις και λίγο- που το ήθελα, να βλέπω θεατρικές παραστάσεις, να κόβω εισιτήρια σε συναυλίες, και ξέροντας πως στην Αθήνα, έχω θείους με σπίτι προς φιλοξενία, μου έδωσαν το “ελεύθερο”.
Ακόμη, θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι, μοναχός, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ο πατέρας μου, έκοψε το εισιτήριο- εκείνο το καφέ- μικρό ορθογώνιο- χαρτόνι και μου το έδωσε, καθώς το τρένο ερχόταν από Θεσσαλονίκη και πήγαινε Αθήνα. Το πρώτο μου ταξίδι, κράτησε γύρω στις οχτώ ώρες.
Θες, η καθυστέρηση- ανταπόκριση;
Θες που ήταν “καρβουνιάρης”;
Θες, που και τότε- πάλι Μητσοτάκη είχαμε- και στην επιστροφή ale retour, με έβρισκε ένας Παπανδρέου;
Εγώ, πάντα το τραίνο επέλεγα. Και Γυμνάσιο, και Λύκειο, έβρισκα τριήμερα, σκάρωνα κοπάνες- βαριόμουν τα καλοκαίρια; Έκλεινα εισιτήριο με τραίνο και άλλαζε η διάθεση μου. Η απόδραση των γραμμών….
Και φοιτητής, όταν έγινα, πάλι το τραίνο επέλεγα. Κάπως, ο πατέρας, μου είχε εμφυσήσει την ιδέα- από παιδί- πως το τραίνο είναι το πιο ασφαλές μέσο συγκοινωνίας. “Τα ΚΤΕΛ, στους -τότε- δρόμους διπλής κατεύθυνσης, ποτέ δεν ξέρεις αγόρι μου;- βγαίνει ο άλλος από τη πορεία του και σε βρίσκει στο “Δόξα Πατρί”. Τα αεροπλάνα, για να πάω, θέλανε και ένα ηρεμιστικούλι, χώρια την οικονομική ευρωστία που απαιτούνταν…τώρα, να έπαιρνα πλοίο για να πάω από Κατερίνη, Αθήνα, λίγο χλωμό! Ήταν και εξακολουθεί να παραμένει “out of the blue”. Τραίνο μου, τραινάκι, λοιπόν. Μια ζωή….
Αγάπησα έφηβος έτσι, πολλά τραγούδια…”Το τραίνο φεύγει στις οχτώ, ταξίδι για τη Κατερίνη”, “τα τραίνα που ΄φυγαν”, “σε ένα εξπρές”…ένας εσαεί ερωτευμένος με τα βαγόνια των άγνωστων συνταξιδιωτών. Ποιός πήγε φαντάρος, και πρώτη φορά δεν ανέβηκε στο τραίνο, το νυχτερινό; Το “τραίνο για να παρουσιαστείς”.
Το τραίνο το αγαπώ. Το επέλεξα και -κάπως αόρατα- με επέλεξε και εκείνο, σε όλη μου τη διαδρομή στη ζωή. Μέσα σε τραίνα γνώρισα πολύ κόσμο, συνάντησα πολλούς γνωστούς και βγάλαμε αμέτρητα εφτάωρα “Αθήνα- Θεσσαλονίκη”. Μεγάλωσα, βλέποντας σπουδαίες προσωπικότητες της Θεσσαλονίκης, να παίρνουν τη βαλίτσα και να ανεβαίνουν τα “τρία σκαλιά”. “Τα νιάτα μας, διάδρομοι Αθήνα- Σαλονίκη”, έλεγε ο Μητροπάνος. Ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης, ο Γιώργος Κορδομενίδης, σκηνοθέτες, καθηγητές Δραματικών Σχολών, ηθοποιοί των οντισιόν και της ελπίδας, μουσικοί για ένα καλύτερο όνειρο. Πάνω από τη θέση στοιβαγμένη η βαλίτσα, κάτω στο διθέσιο τα ονειρά μας- δίπλα-δίπλα.
Και ύστερα, ήρθε η τσιγαροαπαγόρευση. Ξέρεις, πόσοι τη βγάλαμε σε μια τουαλέτα του βαγονιού, ρουφώντας τσιγάρο, λες και κάνουμε παράνομο σεξ; Ή μήπως, εκείνες, οι δεκαπεντάλεπτες στάσεις, για να αλλάξει η μηχανή, στο Λειανοκλάδι. Τυχαίες συναντήσεις, προσεγγίσεις που κατέληγαν σε φλογοβόλες συναναστροφές, σε νύχτες στον “κοσμοπολίτικο” προορισμό της μεγαλούπολης. Όλα τα έζησα, όλα τα γεύτηκα, όλα τα έκανα.
Για μένα, το τραίνο είναι δεκάδες βιβλία που ολοκλήρωσα με χαρά. Στοίβα τα βιβλία πάντα, τα διαβασμένα και εκείνα τα αδιάβαστα βιβλία, για το επόμενο ταξίδι. Άυπνος στο “πήγαινε και στο γύρνα”, να κουρνιάζω δίπλα στο παράθυρο και το κεφάλι να χτυπά στο τζάμι. Ντουκ- ντουκ, ντουκ-ντουκ, ντουκ-ντούκ…
Στο τραίνο μέσα, ήπια τους πιο ενδιαφέροντες ξενέρωτους καφέδες, με αγνώστους. Ανθρώπους, που ήξερα, πως -ίσως- δεν θα ξανασυναντήσω. Στο σταθμό ενός τραίνου, στήθηκα ένα βράδυ Μεγάλης Παρασκευής, στη Κατερίνη, να δω την αγάπη μου, για μισό λεπτό- που έφευγε από Θεσσαλονίκη για Αθήνα. Εμένα που με διαβάζεις, το ξέρω απέξω και ανακατωτά “το τραίνο” της Άννας Βίσση. Το έχω ζήσει στο πετσί μου. Το ‘χω “ερμηνεύσει”. Και ήθελα και άλλα να σου πω, μα το “σ΄αγαπώ” το κρατώ για τη Παρασκευή.
Τα χρόνια πέρασαν, τα μαλλιά άσπρισαν, η φθορά του χρόνου μου χαμογελά σαδιστικά μπροστά στο καθρέφτη, ένα πράγμα δεν άλλαξε ποτέ. Το ταξίδι Αθήνα- Θεσσαλονίκη.
Ουουου, ειδικά τις Απόκριες, “του ΄δινα και καταλάβαινε”! Είτε Πάτρα- πήγα πέρασα υπέροχα, χρόνια και χρόνια με “μπουρμπούλια”, με μια Αchaia Clauss στο χέρι, από το πρωί έως το (άλλο)πρωί, τριημεράκι καρναβαλιών, ξεφάντωμα, ξενύχτι, “ξεσαλουά”.
Και ύστερα, πάντα, Καθαρά Δευτέρα που η Πάτρα, λες και γινόταν “μια σιωπηρή ξεφόρτιστη” πόλη, έφευγα για Αθήνα. Στάση για μια νύχτα, να ψυχαγωγηθώ, κούλουμα, Σόδομα, Γόμορα, Μεταξουργείο και “Καθαρά Τρίτη” απόγευμα φευγιό για Θεσσαλονίκη. Πάντα, έφευγα Καθαρά Τρίτη με το απογευματινό τραίνο. Καταρχάς, στους γονείς είχα πάντα τη τρανταχτή δικαιολογία, ότι δεν βρήκα εισιτήριο επιστροφής τη Καθαρά Δευτέρα. Εκείνα τα χρόνια, τα εισιτήρια γίνονταν ανάρπαστα, ένα μήνα πριν.
Οπότε, έχω ταξιδέψει πολλές “Καθαρές Τρίτες” με το τελευταίο απογευματινό, σε αμαξοστοιχία. Με καθυστερήσεις, έξω από το Μπράλο, πριν τη Λάρισα, μετά τη Λάρισα… και όση και αν ήταν -πάντα- η ταλαιπώρια, μετά από εξοντωτικά ταξίδια της νιότης, ήξερα πως αυτό το τραίνο θα με φτάσει με ασφάλεια στο σπίτι μου και στο μαξιλάρι μου.
Το πίστευα και ακόμη το εμπιστεύομαι. Ναι- γεια σας- εγώ είμαι ένας ακόμα αθεράπευτα ρομαντικός, που και μετά το έγκλημα των Τεμπών, παίρνω το σακίδιο και κάνω χρήση τραίνου και προαστιακών.
Όλα αυτά τα χρόνια, γνωρίζω φυσιογνωμικά κόσμο και ντουνιά από το προσωπικό του ΟΣΕ, από Αθήνα ως Θεσσαλονίκης. Έχεις δει ξημέρωμα στο Σταθμό Λαρίσης; Εγώ, το ΄χω “λιώσει”….
Ταμίες, ελεγκτές, οδηγούς….είμαι σίγουρος πως και αυτοί με αναγνωρίζουν στη κοψιά- στα χρόνια. Από εκεί, λοιπόν, που νεαρός έμπαινα στο βαγόνι και έσφυζε από φοιτητές, οικογενειάρχες, υπερήλικες, καταντήσαμε και γίναμε οι επιβάτες λιγότεροι από το προσωπικό. Και σταδιακά, γίναμε στο βαγόνι “επτά νομά σε ένα δωμά”. Και εκεί, παραμείναμε.
Ξέρετε, γιατί; Χάθηκε η εμπιστοσύνη. Πρυτάνευσε το “πάμε και όπου βγει”. Από το “σε ένα εξπρές είσαι και εσύ” που τραγούδαγε η Βικάρα στη “Ταχεία”, περάσαμε στο “εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση μαζί”. Γιατί, αυτό το ταξίδι, αυτή η αμαξοστοιχία ήταν “παράδεισος” επιστροφής για 57 παιδιά και έγινε άξαφνα κόλαση. Ναι, φταίει ο σταθμάρχης, φταίνε και τα σουβλάκια του, φταίει και ο μετασχηματιστής, φταίει και ο Χατζηπετρής. Φταίνε μόνο αυτοί;
Εγώ, όταν λέω στη μάνα μου, ότι “φεύγω με τραίνο”, δεν θέλω να βάζει “μαύρες σκέψεις” με το νου. Έχω φίλους, κάτι 25χρονους, που όταν τους λέω ότι “πήρα το τραίνο και έφτασα” με κοιτάνε με απορία, με τρόμο, λες και πολέμησα το Χάνιμπαλ και βρέθηκα νικητής, μπροστά τους.
Εγώ, είχα φίλους φίλων, σε αυτό το τραίνο του “εθνικού μας πένθους”. Και οι φίλοι μου, αυτοί, τις Κυριακές πηγαίνουν μπροστά σε μάρμαρα παγερά και ανάβουν το καντηλάκι. Εγώ, σε αυτή την αμαξοστοιχία, έχω και άλλους γνωστούς, που σώθηκαν από θαύμα. Που δεν θέλουν να μιλάνε, δεν θέλουν να το συζητάνε, το τραύμα τους το πηγαινοφέρνουν σε συνεδρίες ψυχολόγων και στο μαξιλάρι τους, το βράδυ, όταν σβήνει το φως από το πορτατίφ.
Αλήθεια, τώρα; Υπάρχουν οι πολιτικοί, όλων των κομμάτων εξουσίας, που ευθύνονται για την κατάσταση των σιδηροδρόμων, από την εποχή της μεταπολίτευσης έως και τα Τέμπη. Και οι υπάρχουν και οι κυβερνητικοί πολιτικοί που ευθύνονται για την εποχή “από τα Τέμπη και μετά”. Τί άλλαξε, σε αυτά τα δύο χρόνια στον ΟΣΕ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, Hellenic Train, franchize της συμφορά, Ιταλίας επένδυση και όπως σκατά τη λέτε;
Φρόντισε η κυβέρνηση για την καλυτέρευση του ΟΣΕ; “Σήκωσε ο πρωθυπουργός το τηλέφωνο”, να ασχοληθεί επισταμένα, ο ίδιος προσωπικά, με το θέμα, εδώ και δύο χρόνια; Ή μήπως απαξίωσε πλήρως τον ΟΣΕ; Ακόμα, περισσότερο. “Πέταξε τον, στα σκουπίδια”…ε, δεν είμαστε και ευρωπαϊκό κράτος να έχουμε 7 γραμμές με δύο υπόγεια σταθμών- γραμμών. Δύο γραμμούλες ήταν. Μια ολόκληρη χώρα απέκτησε μια μέρα εθνικού πένθους και μια ζωή, μαύρου ψυχοπλακώματος, γιατί τόσες κυβερνήσεις όλων των κομμάτων, τόσοι φορείς, τόσες συμβάσεις, τόσα και τόσα διαδικαστικά- πρωτόκολλα και κωλόχαρτα, δεν κατάφεραν ποτέ να ορθοποδήσουν με αξιοπρέπεια, δύο μοναχά, γραμμές τραίνων. Δυο τοσοδούλες γραμμές. Μια δεξιά και μια αριστερά, όπως ο πόλος που “φαγωνόσαστε”και ακόμα δεν καταλάβατε, “υπνωτισμένοι της καρέκλας των 300”, πως, αλλού είναι το θέμα. Γιατί, πανεύκολα, ότι έγινε πριν δύο χρόνια, “τυχαία” μπορεί να ξαναγίνει και αύριο. Καμία υπόληψη, μπροστά στο φάγωμα χρημάτων και το ένδοξο βιογραφικό του βουλευτή, οποιασδήποτε παράταξης. Γιατί, βαρέθηκα να συλλογίζομαι πως “από τύχη, ζούμε”…
Όχι, ρε φίλε..εμένα, αυτή την εμπιστοσύνη στα τραίνα δεν θα μου την “ρημάξετε”. Δεν μπορώ να ακούω τα ηχητικά “με σκισμένα τζιν” στη φωνή, να λένε “δεν έχω οξυγόνο”. Δεν το ανέχομαι. Δεν το επιτρέπω. Ο πατέρας μου, με έμαθε να ζω σε ένα ευνομούμενο κράτος. Κράτος Δικαίου και Πρόνοιας. Πού είναι η Πρόνοια, δύο χρόνια τώρα; Νοιάστηκε κάποιος γι αυτούς τους γονείς; Πήρε το φακό, από το δικό του μετερίζι, να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία; Μου κλυδωνίζεις την εμπιστοσύνη στη ζωή και στους θεσμούς και αυτό δεν στο επιτρέπω. Αυτό, ο δικός μου αξιακός κώδικας δεν μου το επιτρέπει και γι αυτό πολεμάω.
Γιατί στο μέλλον μας, δεν πρέπει να είναι ο φόβος μας.
Γι αυτό, εδώ και πέντε μέρες, όλοι μου λένε με ένα πικρό μειδίαμα πληγωμένης περηφάνιας: “τα λέμε στους δρόμους”. “Ραντεβού στις πλατείες”. Μου το λένε, με βλέμματα κατεβασμένα και συνάμα μια επιθυμία να πολεμήσουν το άδικο. Δεν είναι ανέφικτο. Είναι πόλεμος για το άδικο. Καμία συγκάλυψη. Σχόλασε η εποχή των βολεμένων, ανεπιστρεπτί- και από χαμπάρι, δεν παίρνετε ούτε ένα δράμι.
“Τίποτα δεν πάει χαμένο, στη χαμένη σου ζωή”, έγραφε ο Μανώλης Ρασούλης…”σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός. Μα χθες, μες την πορεία, περνούσες γελαστός”…
Γελαστός να είσαι και με το κεφάλι ψηλά, να κοιτάς τον ουρανό. Θα έχει μια λιακάδα τη Παρασκευή, το είδα στο meteo- αν βγει και αυτό αληθινό, για να σε βλέπουν και οι “άγγελοι” που κάθονται δίπλα στον ήλιο τον καθάριο. Γιατί, μαζί σου, που θα βγεις, και θα πας ειρηνικά και σιωπηρά, θα χαίρονται και άλλοι 57. Εκείνοι οι 57 άγγελοι που “δεν βλέπονται”, “δεν ακούγονται”, μα είσαι- εσύ “η δύναμη τους”…..
Χθες βράδυ, περπατούσα έξω από ένα πάρκο, και υπήρχε ένα μαύρο πλακάτ , με λευκά γράμματα, που- δίχως υπογραφή- έλεγε: “Αν ήσουν εσύ;”…