at a glance
Top

ζητείται έμπνευση

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου

μυστήρια πλάσματα

Καιρό τώρα, πιάνω χαρτί και μολύβι, και θέλω να γράψω. Έχω ανάγκη να γράψω. Τι, όμως; Οι σελίδες παραμένουν λευκές, το μυαλό ακόμα άδειο. Δεν έχω έμπνευση πια, στέρεψα. Νιώθω ότι τα είπα όλα, ότι μάλλον δεν έχω και τίποτα σημαντικό να πω, ότι- και να έχω-ποιόν αφορά, ποιόν ενδιαφέρει; Ψάχνω να βρω κάτι σημαντικό, κάτι πιασάρικο, κάτι ζουμερό ή καυτό, κάτι μεγάλο. Μπα. Τίποτα αρκετό. Απογοητεύομαι. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Για δες! Κάτι αρχίζει και γίνεται…

Το ηλικιωμένο ζευγάρι γυρίζει από την καθιερωμένη του βόλτα. Αγκαζέ, όπως πάντα. Ο φοιτητής από δίπλα βγάζει το σκύλο βόλτα. Για 8η φορά. Και κρυφοκοιτάζει το παράθυρο της απέναντι, μήπως και την πετύχει. Όπως προχτές, που πιάσανε κουβέντα για τα μαθήματα που χρωστάνε.

Η κοπελίτσα που γύρισε από την εκδρομή του Σαββατοκύριακου μιλά δυνατά στο τηλέφωνο με τη φίλη της για τον όμορφο που γνώρισε στο ταξίδι. Και για το πόσο πολύ θα ήθελε να τον ξαναδεί. Το φως από κάτω έχει πολλές νύχτες να σβήσει. Διαβάζει ασταμάτητα, ακούραστα, προσπαθεί να τελειώσει εκείνο το μεταπτυχιακό. Βλέπεις, δουλεύει τα πρωινά.

Η -γνωστή πια- άγνωστη γυναίκα πάλι περνά κι αφήνει διακριτικά φαγητό στον ηλικιωμένο πιο κάτω. Βάζει λίγο νερό στις γάτες και φεύγει, πάλι διακριτικά. Από μακριά ο αέρας φέρνει μια φωνή. Νεαρή. Πυρωμένη. Κάποιος, κάπου κοντά, τραγουδά. Ίσως κάνει πρόβες. Ίσως απλά το αγαπά πολύ. Συχνά πιάνει και τα παραδοσιακά. Κι ας είναι τόσο νέος. Κλείνω τα μάτια και χαμογελώ.

Χαμογελώ γιατί σιγουρεύτηκα πια. Τα σημαντικά δεν φωνάζουν, τα σπουδαία δεν κάνουν σαματά. Χαμογελώ, γιατί όσο υπάρχουν καλοκαιρινοί έρωτες που κρατάνε και το χειμώνα, όσο υπάρχουν αγάπες  που αντέχουν στην απόσταση και σχέσεις που νικούν το χρόνο, εμάς θα μας εμπνέουν. Όσο μέσα σε τούτο τον κόσμο, όπου έγινε αδυναμία το συναίσθημα, δύναμη η αναισθησία, ρουτίνα πια η απάθεια, υπάρχουν άνθρωποι που νοιάζονται, που βοηθούν, άνθρωποι που ακόμα ελπίζουν, που τραγουδούν, χορεύουν, δουλεύουν , ερωτεύονται με ψυχή και μεράκι, εμείς θα γράφουμε γι’ αυτούς. Κι αν κολλάμε λίγο καμιά φορά, θα κοιτάζουμε από το παράθυρο.