κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου
Ένα νυχτέρι που το έλεγαν Μυρτώ
Δεν άντεχε άλλο να μείνει σπίτι. Πέφταν τα ντουβάρια και την πλάκωναν. Ανάσα δεν μπορούσε να πάρει. Τσιγάρα, τσάντα, κινητό και με τα κλειδιά στο χέρι, διπλοκλείδωσε τη ζωή της γκαρσονιέρας της και βγήκε στο οξυγόνο.
Η Μυρτώ δεν θέλει τις βραδινές βόλτες. Τις σιχαίνεται. Βράδυ είναι πάντα η δουλειά της. Απόψε έχει ρεπό. Ο Μηνάς δεν της έκλεισε κανένα ραντεβού.
Οπότε γλύτωσε το έντονο μακιγιάζ, το εντυπωσιακό ντύσιμο και τη γόβα στιλέτο. Με τη φόρμα της και το απλανές της βλέμμα, βρέθηκε Αγίας Σοφίας, έξω από την εκκλησία.
“Το τροπάριο της Κασιανής” βέβηλα της τρυπάει τα αυτιά.
Ναι, δεν έχει η Μυρτώ να καμαρώνει για πολλά στη ζωή της.
Μπαλαρίνα ήθελε να γίνει-σε όπερες να πηγαίνει τα βράδια από το υστερημά της και να παρακολουθεί Τέχνη. Τουναντίον, βρέθηκε στα χέρια του Μηνά. Συνεργάτης για πάνω από πέντε χρόνια, να επισκέπτεται μονόκλινα δωμάτια ξενοδοχείων πολυτελείας.
Κάθεται σε ένα παγκάκι έξω από τη εκκλησία και χάνεται να παρατηρεί το φεγγάρι. Να θυμάται τα βράδια που ονειρευόταν να πηγαίνει στο Μέγαρο να ακούει όπερες. Όλα προδομένα στο χρόνο…
“Εσείς που μας διδάσκετε να ζούμε σεμνά, ευλαβικά και ηθικά,
αφήστε πρώτα γλυκό ψωμί να δούμε, γιατί έτσι μόνο μιλάμε λογικά.
Εσείς που νοιάζεστε μόνο για την αιδώ, που νιώθετε για όλα ειδικοί,
ότι κι αν κάνετε, σας λέμε ως εδώ. Πρώτα ψωμί και ύστερα ηθική”.
Η Μυρτώ μόνη θα περάσει αυτό το Πάσχα.
Μπαίνει στη μπανιέρα τις νύχτες, βουτά βαθιά μέσα σε γεμάτο νερό και νιώθει πως δεν ξεπλένεται. Να έμενε μέσα στο νερό, να πνιγόταν από ασφυξία.
“Μαύρες” σκέψεις της τυραννάνε το μυαλό.
Ζωή-κέρμα πεταμένο στον αέρα. Κορμί παραδομένο στου καθενός την ηδονή. Κορμί ανάπηρο σε διπλό κρεβάτι.
Η Μυρτώ δεν θέλει να βλέπει τον εαυτό της στο καθρέπτη.
Όσοι την έκαναν πέρα, τυχαία σαν βρεθεί στο δρόμο τους, την απαξίωση τους κάνει ταίρι.
“Εσύ, που ύστερα από εμάς θα ζεις συνάνθρωπε, σκληρά μη μας κρίνεις.
Και μη γελάσεις όταν θα μας δεις μπροστά στα σκαλοπάτια της αγχόνης.
Ξεχάστε ότι έχουμε αμαρτήσει. Φερθήκαμε επιπόλαια στη γη.
Αλλά το πάθημα μας, θα σας δείξει, πως μόνο ο μυαλωμένος θα επιζήσει.
Αυτή είναι του επιπόλαιου η γνώμη, γι αυτό ζητώ από το Θεό συγγνώμη.”
Ανάβει ένα κεράκι μηχανικά, έξω από την εκκλησία.
Δεν πιστεύει σε κανέναν. Θεοί και γήινοι μέσα της γκρεμιστήκαν από γέννα.
Η Μυρτώ χαμογελά σπάνια. Συνήθως ψεύτικα και ως επί το πλείστον μετά τις 23.00. Είχε θελήσει να κάνει μια εξαίρεση για το Νικηφόρο, μα εκείνος ηθοποιός στο επάγγελμα-άνθρωπος δύσκολος σαν ψυχολογία- δεν μπορούσε να τη καταλάβει.
“Απ΄το μυαλό σου ζεις. Δεν φτάνει το μυαλό. Για ζύγισε το και θα δεις πως θα το βρεις λειψό. Στη ζωή ετούτη, αχ, σου λείπει πονηριά: Όσο κι αν προσέχεις, κάποιος σε εξαπατά”.
Άξαφνα χτυπά το τηλέφωνο. Ο Νικηφόρος της λέει, πως έκλεισε να παίξει σε ένα έργο του Σαίξπηρ και θέλει να τη κεράσει. Να περάσουνε Πάσχα μαζί. Βουρκώνει. Ευγενικά τον ευχαριστεί και του κλείνει το τηλέφωνο. Παίρνει το Μηνά και του ζητά να γεμίσει το πρόγραμμα της για κάθε βράδυ τις γιορτινές μέρες με ραντεβού, εκτός από τη Τρίτη του Πάσχα. Ο Μηνάς άλλο που δεν θέλει…
“Μας βρέχει ο ουρανός και μας ξεπλένει, τη σάρκα αυτή τη τόσο αμαρτωλή.
Σε λίγο κάθε αρπακτικό πουλί, στα μάτια μας το ράμφος του θα χώνει.
Θελήσαμε ψηλά να ανεβούμε και φτάσαμε εδώ από απληστία, κοράκια μας ξεσκίζουν με μανία”…
Στην αφίσα έξω από το παπουτσάδικο, δεν χαζεύει τη γόβα στιλέτο, που είναι φάτσα-κάρτα. Την αφίσα για την όπερα που παίζεται και είναι κολλημένη στη βιτρίνα.. θέλει να κλείσει εισιτήριο μονό, για την ερχόμενη Τρίτη, αυτή στοχεύει με το βλέμμα μικρού κοριτσιού.
Της λείπει ο Νικηφόρος και δεν τολμά να το ψελλίσει ούτε καν στον εαυτό της. Χάνεται μέσα στη κατάντια της και ασφυκτιά στη μοναξιά της. Την επέλεξε. Θα την μάθει-που θα πάει. Θέλει χρόνο και δικαίωμα στην υπομονή. Τα λέει και μεμιάς έρχεται η μορφή του, στα μάτια της. Βαριανασαίνει και στρίβει τσιγάρο. Στη στροφή, ένας πλανόδιος σαξοφωνίστας, της υπενθυμίζει του Αδάμ την εξορία που ζει. Για ένα πράγμα είναι μόνο χαρούμενη. Για την όπερα που θα δει τη Τρίτη. Κι ας ξέρει πως μπορεί και να ΄ναι μιας πεντάρας όπερα. Σαν τα χαμένα της νιάτα…τον έρωτα του Νικηφόρου που παράτησε στις σκάλες.
“Οι αγάπες τελειώσανε πριν αρχίσουν κι οι φίλοι γεράσανε πριν μιλήσουν. Και μένα που σου έμεινα δεν με αντέχεις. Για βόλτα στο δρόμο σου, με έχεις. Τι απαντήσεις μου ζητάς; Εσύ δεν μ΄ αγαπάς. Κι εγώ τραβάω διορία. Με έχει τρελάνει η σχέση αυτή κι έχω υποστεί του κόσμου τη ταλαιπωρία. Τη νύχτα που σε άφησα, σε αγαπούσα. Τη σκάλα ψηλάφιζα και σκορπούσα. Σκορπούσα αγάπη μου στα σκαλιά σου, τα ρέστα μου από την αγκαλιά σου”…
* απόσπασμα από την “Όπερα της πεντάρας” του Μπρεχτ, σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα
** απόσπασμα από “Το τσιφτετέλι της γόβας” σε ποίηση Σταμάτη Κραουνάκη