at a glance
Top

Το μυστικό του λιούλιακα

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης

Μια ιστορία μικρή

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΛΙΟΥΛΙΑΚΑ*

*(λιούλιακας στην τοπική διάλεκτο της Νάουσας είναι η πυγολαμπίδα)

Δώδεκα μύγες μετρημένες. Δώδεκα μύγες κολλημένες στην λάμπα πάνω από τη μηχανή που δούλευε. Και τέσσερα κουνούπια. Ίσως και παραπάνω. Εκείνα να προτιμούν το φως το ψεύτικο και τη ζέστη μέχρι θανάτου κι ο ίδιος να παραμονεύει, να εκλιπαρεί το χρόνο να κυλίσει, να φύγει να χαθεί ο καριόλης -καλά δεν του ‘πε; – και ξανά να νιώσει άνθρωπος. Να κλείσει πίσω του την πόρτα του εργοστασίου, να δώσει σειρά σ’ άλλους, να πετάξει το οκτάωρό του κάτω -κομμάτια να γίνει- μαζί με ιδρώτες και βαμβάκια παντρεμένα. Να μην πει δόξα τω Θεώ ή δόξα τω εργοστασιάρχη, που αντίστοιχα -δήθεν- τον έχει γερό και του ‘δωσε το μεροκάματό του. Αλλού αυτά. Να μην πιει νερό στ’ όνομά τους. Nα βλασφημήσει για να του φύγει η ένταση και η κούραση. Να ουρλιάξει μόλις χτυπήσει το κουδούνι της λευτεριάς. Δώδεκα μύγες μετρημένες… και μόλις τέσσερα λεπτά να βγει στη νύχτα του Αυγούστου.

Στα μέρη μας, τότε, μόλις σχολούσαν οι βάρδιες, γιόμιζαν οι δρόμοι εργατόκοσμο. Γιόμιζαν φωνές και γέλια. Γιόμιζαν οι δρόμοι κούραση, αναλφαβητισμό, τελειόφοιτους Δημοτικού ίσως, ανειδίκευτα χέρια, χέρια ανήλικα ή οριακά ενήλικα, χέρια πονεμένα. Γιόμιζαν κεφάλια παραγιομισμένα φασαρία, αυτιά βουητά, μισό μπόι φλεβίτιδα, μέσες σακατεμένες, ψυχές φοβισμένες από προϊσταμένων φωνές, απειλές, παρενοχλήσεις σεξουαλικές (βεβαίως κι απ’ αυτές). Εργάτες που επέστρεφαν με τα πόδια σπίτι γιατί μένανε όλοι τους το πολύ ένα εικοσάλεπτο μακριά. Γιατί δεν είχαν αυτοκίνητα όλοι τότε και γιατί έτσι χαλάρωναν λίγο, πριν φτάσουν στο κατώφλι του σπιτιού τους. Μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα όλοι τους, εκατοντάδες λιούλιακες μέσα στη νύχτα, σε μια πομπή στο δρόμο της καθημερινότητας. Του μεροκάματου, της όποιας ασφάλειας, της επιστροφής. Και δόξα τω Θεώ, λέγανε κάποιοι. Όχι αυτός, όμως. Κι ήταν ο καλύτερος απάνω στη δουλειά του.

‘’Στα τσακίδια’’ είπε μόλις χτύπησε το κουδούνι, έριξε μπόλικο αέρα με το πιστόλι πάνω στα ρούχα και τα μαλλιά του να φύγουν τα οκτάωρα και άλλο τόσο νερό στα μούτρα του κι έτρεξε στην έξοδο να την περιμένει. Δίπλωσε τις αγωνίες του και τις σκέψεις του για τον Γκορμπατσόφ, για τον Γιέλτσιν, την Κίνα, την Ανατολική Γερμανία με τον Έρικ Χόνκερ και το αποψινό πρωτοσέλιδο  της Πολωνίας με τον Ταντέους Μαζοβιέτσκι. Τα δίπλωσε στη μέση τσακισμένα, γιατί δεν ήταν η στιγμή για εφημερίδες και τα ‘χωσε στην αμασχάλη. Γιατί όλα μπορούσαν να περιμένουν εκτός από αυτό. Γιατί αυτό που χρόνια του ‘τρωγε τα μέσα του, κρατούσε δώδεκα λεπτά μόνο. Όσες και οι νεκρές μύγες πάνω στην λάμπα του. Δώδεκα λεπτά το πολύ, μέχρι να την δει, να καεί σα καύτρα ο ίδιος και να σβήσει έξω από το σπίτι της καθώς θα την άφηνε σε χέρια ‘ξένα’. Σε χέρια αλλουνού. Σε θρησκευτικούς δεσμούς. Σε όμοιους κρίκους σε παράμεσους φορεμένους. Δώδεκα λεπτά μέχρι να πάνε στη δουλειά κι άλλα τόσα κατά την επιστροφή. Μόνο το σύνολο αυτών των λεπτών είχε σημασία. Λες και η υπόλοιπες ώρες της μέρας και της νύχτας να είχαν αυτό το σκοπό. Να κάνουν τον κύκλο τους και να ξαναφέρουν μπροστά του αυτά τα δωδεκάλεπτα.

Ίσα που άναψε τσιγάρο, νάτη! φάνηκε. Μ’ ένα χαμόγελο που ξεχώριζε, μ’ ένα βήμα πεταχτό και με την γνωστή ατάκα της -μια λέξη όλη κι όλη- ‘Επιτέλους’ που ο ίδιος εκλάμβανε εθελοτυφλώντας θες, εξήγηση δεν δόθηκε ως τα τώρα, για τη στιγμή που ξανανταμώσανε κι όχι για την ίδια την κούραση που έφτασε στα όριά της.

Η νύχτα κατάπινε ευχάριστα την 25η μέρα του Αυγούστου. Λίγες φωνές, λίγα πειράγματα στην μέχρι πρότινος ήσυχη βραδιά. Λίγα βήματα στην άσφαλτο που ακόμη έκαιγε από το ανελέητο λιοπύρι κι έζεχνε πίσσες. Γόπες πεταμένες, αλουμινόχαρτα σε μπάλες μικρές, σακούλες τροφίμων στο πέρασμα. Ιδανικό το τοπίο για τον απόλυτα γήινο περίπατό τους; Όχι βέβαια, μα το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βηματίζει δίπλα της. Ο κόσμος όλος του! Μείνανε, πάλι, λίγο πιο πίσω από τους περισσότερους. Έτσι κάνανε πάντα άλλωστε χωρίς ποτέ να παρεξηγηθούν από κανέναν. Και τί σου είναι η στιγμή, ε; Τα λυμένα του κορδόνια, όχι δικαιολογία μα αιτία ξεκάθαρη. Έστειλε τρία μέτρα μακριά τη γόπα του, άφησε τη διπλωμένη του εφημερίδα -με όλες τις αγωνίες και τις σκέψεις του καλά φυλακισμένες στην τσάκα εκείνη μέσα- πάνω στο τοιχάκι της αυλής του Ηλία από το Μπάχωβο, που χρόνια πίσω μετακόμισαν εδώ για την σιγουριά της φάμπρικας, απόθεσε και τη σακούλα του- ‘’Δάνης- Νεωτερισμοί’’, άσπρη, γερή με μπλε πλαστικά χερούλια- που είχε μέσα μιαν αλλαξιά κι ένα ροδάκινο που δεν το δάγκωσε ποτέ γιατί απλά δεν πρόλαβε ποτέ του να το κάνει, και πήρε να δένει ένα γόρδιο δεσμό για φιόγκο απάνω στα παπούτσια του. Εκείνη, έμεινε κοντά του κι έβαλε το σφιχτό της πωπουδάκι  να ‘βρει μια ανάπαυση δίπλα στο πόδι του. Και τί σου είναι η στιγμή, ε; Απ’ το ισόγειο, κάτω ακριβώς από το διαμέρισμα του Ηλία, ανάμεσα στη νυχτερινή μυρωδιά ενός γιασεμιού και μιας καλοποτισμένης γαρουφαλλιάς, και μέσα από το ορθάνοιχτο παράθυρο μιας ισχνά φωτισμένης κρεβατοκάμαρας, φάνηκε ένας έρωτας υγρός. Δεν κάλπαζε, δεν μίλαγε. Δεν κρυφοκοίταγε, δεν άκουγε λαθραία. Δε γέλαγε, δεν έκλαιγε και δεν ειρωνευόταν. Μονάχα ζούσε τη στιγμή. Και ίσως πάλι- λέω εγώ μα όρκο δεν παίρνω- να τα ‘κανε όλα τα παραπάνω, μα ποιος νοιαζότανε! Ήτανε νιόπαντρα σ’ ένα κορμί. Ήταν φωτιές σε Αυγούστου νύχτα.

Τα ‘σφιξε τα κορδόνια του καλά, γύρισε το βλέμμα του τόσο πιο κάτω από τα μάτια της -στο στόμα μέσα- γιατί ποτέ δε θα τολμούσε να τ’ αντικρύσει εκείνη την αμήχανη στιγμή, και ίσως γιατί για πολλοστή φορά τού ξαναγεννήθηκε η επιθυμία να τη φιλήσει λυσσασμένα. Κι ας μην το τόλμησε ποτέ του.

Εκείνη τέντωσε όσο γινότανε το μικρό της δάχτυλο από το δεξί της χέρι- πόσο να τεντωθεί ένα δάχτυλο, άραγε!- και ίσα που άγγιξε λιγοχαϊδεύοντας την δεξιά του παλάμη κοιτώντας τον στα  μάτια του τα χαμηλά. ‘’ Θα μας δει κανείς…’’ σα να σκεφτήκανε ταυτόχρονα και ανασυντάχθηκαν.

Το ζευγάρι από το ισόγειο συνέχιζε με μια ηδονή, μα τί λέω! δύο ηδονές σα μία, κι έπειτα κι άλλα πολλά αγκομαχητά και φιλιά δαγκωμένα σε χείλη, πλάτες και μακριά μαλλιά. Γλώσσες που λησμονούσαν από που έρχονται και τι τους προορίζεται. Υγρασίες αλμυρές, γυμνές αγάπες, γέλια σκιές. Σκουντούφληδες ονειροβάτες έρωτες στήσαν χορό στον κήπο του Ηλία. Ξεπήδησαν όλοι απ’ το ορθάνοιχτο παράθυρο και βγήκαν από την κάμαρη τραβώντας λίγο τις κουρτίνες δίχως κανένα, πλέον, δισταγμό. Ισόγειος ο χορός.

‘’ Αργήσαμε’’ ξεστόμισαν μαζί, και τότε ήταν που πήρανε εμφανώς αναμμένοι και αναστατωμένοι το δρόμο του γυρισμού μη βρίσκοντας τρόπο να κρύψουν, να συμμαζέψουν έστω, τους ευδιάκριτους κι ατέλευτους ερεθισμούς τους. Αυτός στο τζιν, ανάμεσα στα σκέλια του και η Επιτέλους, κάτω απ’ το μακό κασκορσέ της.

Ο καθένας σπίτι του. Τα δώδεκα λεπτά γίνανε είκοσι. Και βάλε…

Ξημέρωσε!

Δεν ήταν υπεύθυνοι για των αλλωνών τα συναισθήματα, είπε μια φωνή.

Ακόμη κι αν αυτοί τα προκάλεσαν, αναρωτήθηκε μια άλλη.

Ξημέρωσε!

Κανείς δεν άκουσε ποτέ γι’ αυτούς τους δύο. Κανείς ποτέ δεν τους αντάμωσε ξανά. Μονάχα ένας λιούλιακας τα ήξερε όλα, μα χρόνια έχει χαθεί! Από το ’89.