κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Μια ιστορία μικρή
Ο Αύγουστος είχε πιαστεί απ’ το κλαδί μιας γέρικης καρυδιάς κι έφτιαχνε σκέρτσα και καπρίτσια. Νέος ακόμη, έδειχνε τ’ αστραφτερά του δόντια και μέθαγε τους πάντες με το χαμόγελό του. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι τα νιάτα δεν υπολογίζουνε πολλά, κι άλλο τόσο γνωστό, ότι δεν ξέρουνε ότι τίποτα δεν κρατάει για πάντα και μία των ημερών παύουνε τα ανέμελα τα βλέμματα, σιωπούνε τα χασκόγελα, τα χρόνια φίμωτρα που δραπετεύει μια διάθεση πεζή. Μοναδικό περίσσευμα, μια ανάμνηση γδυμένη. Αλίμονο, αν γνωρίζαμε την μέρα εκείνη που όλα μάς τ’ αλλάζει.
Ο Αύγουστος που φοράει την πιο μεγάλη του πανσέληνο και βασιλεύει καλοκαίρια, ο Αύγουστος που δεν ζήσαμε μαζί, ο Αύγουστος που κάπου χρωστάει πάντα κάποιος, ο Αύγουστος των οργασμών στα ανοιχτά παραθυρόφυλλα και στις αεράτες κουρτίνες με την αξεπέραστη θηλυκότητά τους καθώς λικνίζονται σε άγνωστες μελωδίες, που μόνο αυτές ακούνε. Ο Αύγουστος που κρύβει στα σπλάχνα του μπόλιασμα ανθρώπινων μυρωδιών, μυστικά της νύχτας απ’ την μέρα, ο Αύγουστος που ελίσσεται ανάμεσα σε τύψεις, ενοχές, ελευθερίες, αγάπες. Ο Αύγουστος του καρπουζιού και της φέτας -ναι, διαλαλούνε οι βόρειοι- της θάλασσας και του βουνού, της ξεγνοιασιάς και του ραχατιού. Αυτός ο Αύγουστος που δε θέλουμε να μας αποχαιρετίσει ούτε φέτος, ούτε ποτέ. Μα τι ‘κανόνας’ θα ήτανε αυτός αν δεν είχε τις εξαιρέσεις του!
Ο κύριος Νέστορας έμενε στο τέταρτο όροφο -όλος δικός του, και τα τρία διαμερίσματα ενωμένα και δικά του- και οι σχέσεις του με τους υπόλοιπους ενοικιαστές και ιδιοκτήτες των άλλων διαμερισμάτων ήτανε τυπικές. Τυπικά καλές. Μέχρι εκεί. Βλέπεις, οι δικές του δουλειές δεν του επέτρεπαν να βρίσκεται πολύ καιρό στο σπίτι του, διότι ταξίδευε από νησί σε νησί για να μπορεί να επιβλέπει την εξέλιξη των αρχιτεκτονημάτων του. Μεγάλες δουλειές, μεγάλα ονόματα, μεγάλες ζωές, λεφτά πολλά! Πού χρόνος για άλλου είδους σχέσεις! Άπαξ και έμπαινε ο Σεπτέμβρης, όμως, όλα θα άλλαζαν για εκείνον. Κι έτσι, από την αρχή του χρόνου πάλευε με τον κάθε μήνα χωριστά -σκληρά παλικάρια όλοι τους μέχρι τα τώρα- ώστε να τους ξαπλώσει κάτω, όχι βέβαια με την ρώμη του και το σφρίγος του. Νιάτα δεν είχε. Μυαλό, σοφία και στρατηγική, όμως, περίσσευαν! Και θ’ άλλαζαν όλα τον Σεπτέμβρη, την πρώτη του μήνα, γιατί τότε, ακριβώς πάνω στη γενέθλια ημέρα του θα κατέθετε τα χαρτιά για την σύνταξη. Έφτανε στα 67, πότε περάσαν τα ρημάδια- κι όταν περνάν και φεύγουνε άραγε που πηγαίνουν;- και ένα καινούργιο κεφάλαιο θα άνοιγε για εκείνον. Σχέδια να δουν τα μάτια σου. Καλύτερα κι από εκείνα που κάποτε τύλιγε προσεκτικά μέσα στις κυλινδρικές του ρολοθήκες με το ρυζόχαρτο ανάμεσα στα πονήματά του, από εκείνα που αρίστευσε στο Μετσόβιο, που τον έκαναν πανελληνίως γνωστό, ως και διάσημο θα λέγαμε στον χώρο. Ακόμη καλύτερα, λοιπόν, τα σχέδια για το μέλλον του στα χρόνια τα συντάξιμα. Μιλούσε για ένα θέατρο που θα το έφτιαχνε από το μηδέν, που θα είχε την όλη ευθύνη από το ξεκίνημα έως την παράδοσή του. Παράδοσή του; Εδώ ήταν το μεγάλο στοίχημα με τον εαυτό του. Να το διαχειριστεί εξ ολοκλήρου ο ίδιος. Η μεγάλη του καψούρα ήταν η Τέχνη, κι επειδή άλλο καψούρα κι άλλο ταλέντο, συμβιβαζότανε με την ιδέα των σπουδαίων παραγωγών και την επαφή του με τον καλλιτεχνικό κόσμο. Τον κόσμο των ‘τρελών’ όπως ενδόμυχα παραδέχονταν.
Πότε τα έφερε η ζωή όπως τα θέλαμε; Σπάνια. Και σε λίγους. Ευλογημένους από κάτι θες, απλά τυχερούς; Σ’ εκείνους που προγραμμάτισαν τα πάντα, που μελέτησαν και πρόβλεψαν τα πάντα, που κάνανε τις σωστές κινήσεις; Μηδένα προ του τέλους μακάριζε…
Αυτός ο Αύγουστος του έμενε του κυρίου Νέστορα κι όλα θα παίρνανε σάρκα και οστά. Και του φαινότανε ψηλή η καρυδιά για να τον κατεβάσει, του έμοιαζε πιο έξυπνος από τους άλλους μήνες ο Αύγουστος, πιο μπρατσωμένος και πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Και σκέφτηκε να τον παρατηρεί από μακριά σιωπηλός και την κατάλληλη στιγμή να του ‘κλεβε με μιας εκείνο το δροσερό χαμόγελό του. Να, λοιπόν και κάποιος που ήθελε να διώξει τον Αύγουστο μια ώρα αρχύτερα. Έστω και μία. Νίκη θα ήτανε.
Παρέες έκανε πολλές. Φίλους όμως κανέναν. Δεν ‘μπιστευότανε κανέναν απ’ τον χώρο και με τους συμφοιτητές του δεν κράτησε επαφές. Μήτε από τον στρατό. Γυναίκες περάσανε πολλές, μα εκείνος μία αγάπησε κι εκείνη, δυστυχώς, διάλεξε εκείνον τον άλλον για να περνάει τους Αύγουστους μαζί του, να μπολιάζει οσμές και σάρκες με τον άλλονε, να αφήνει ορθάνοικτα τα παραθυρόφυλλα του Αυγούστου μιας άλλης κάμαρης και όχι εκείνης της δικής τους που σχεδίαζε ο ίδιος με όψεις, κατόψεις και τομές πρωτότυπες· και διάλεξε να μοιράζεται με τον άλλον το καρπούζι και την φέτα από την γυάλινη ιδρωμένη γαβάθα, και διάλεξε άλλονε να της σκουπίζει την πλάτη από τις θαλασσινές υγρασίες, άλλονε να της φέρνει το ντεπόν με το νερό, άλλονε για το μουσκεμένο πανάκι στο μέτωπο για τους πυρετούς της, άλλονε για τα ζεστά ποδόλουτρα, άλλονε άλλονε άλλονε… για όλα άλλον. Και για όλους τους Αύγουστους, πάντοτε άλλον. Τότε τον άφησε… Τον μακρινό πίσω στο χρόνο Αύγουστο. Για εκείνον τον συγκεκριμένο άλλον. Κι έτσι, μήτε ζευγάρι έγινε ποτέ του, μήτε παιδιά, μήτε σκυλιά απέκτησε -πόσο άθλια έκφραση, αλήθεια, ετούτη, σκεφτότανε κάθε φορά που του την χρέωναν οι γύρω του! Του έμεινε, λοιπόν, ένας βραχνάς ο Αύγουστος από τα τότε. Όχι ‘’Αύγουστε καλέ μου μήνα να ‘σουν δυο φορές το χρόνο’’, ούτε μία, βρε, για τον κύριο Νέστορα. Ποτέ του να μην ‘ρχότανε, ποτέ του!
Κι αφού φίλους δεν έκανε και οι παρέες του θα ‘τανε πάλι σε κάνα νησί για όλο τον Αύγουστο και όλο τον Σεπτέμβρη, είπε να κάνει την έκπληξη. Να καλέσει τους γείτονες της οικοδομής του σε ένα πάρτι συνταξιοδότησης και γενεθλίων. Και πήρε και έφτιαξε προσκλήσεις και οργάνωσε τον κήπο πίσω στον ακάλυπτο -σαν ένα δώρο του προς όλους τους- και περίμενε στωικά την πρώτη του Σεπτέμβρη για να τρίψει στην μούρη του Αυγούστου, για άλλη μια φορά, την αδιαμφισβήτητή του επιτυχία. Ότι μπορεί να τον κερδίζει πάντα.
Πότε τα έφερε η ζωή όπως τα θέλαμε, όμως;
Κι αν στην δουλειά του στάθηκε τυχερός και όλα του πήγαν κατ’ ευχή, τα είχε τα παράπονά του απ’ την ζωή. Και για το ότι ορφάνεψε στα δεκατέσσερα από μάνα -και όλο του το έλεγε πικρά και δυο φορές μετανιωμένα του πατέρα του ‘’χίλιες φορές να πέθαινες εσύ παρά η μάνα μου’’ παιδί καμένο μέσα του, ποιος να το παρεξηγήσει; και για την προαναφερθείσα ερωτική του αποτυχία. Πόσα χτυπήματα ν’ αντέξει ο άνθρωπος πια!
Ήρθε το τηλεφώνημα από τον γιατρό του, όμως, ανήμερα της 31ης του Αυγούστου. Και οι εξετάσεις του δεν ήτανε καθόλου καλές. Και ήταν ξεκάθαρο το μήνυμα. Ο ίδιος, καιρό τώρα, ηθελημένα αγνοούσε να παραδεχτεί την αλήθεια. Ηθελημένα εθελοτυφλούσε και έσπρωχνε τη ζωή του πιο πέρα, μακριά από την φωτιά που τον σιγόκαιγε. Μα η φωτιά ήτανε μέσα του και την κουβάλαγε όπου πήγαινε και κάθε λεπτό ‘κείνη δυνάμωνε και του ‘λιωνε τα μέσα. Και ο χρόνος του λιγόστευε, κι έμεινε να τον κρατά σα να ‘τανε νερό μέσα σε χούφτες. Κι έσταζε και ξοδευότανε και αδειάζανε οι χούφτες.
Το πάρτι θα το έκανε, όμως. Αύριο πρώτη του μήνα. Και θα τους ανακοίνωνε τα πάντα. Και ότι είχε γενέθλια και ότι θα έβγαινε στην σύνταξη και ότι δε θα προλάβαινε να την χαρεί.
Όλο το βράδυ έκλαψε κι έκλαψε βουβά, ήπιε απανωτά ουίσκι ακριβοπληρωμένα για ‘ειδικές’ στιγμές, έκανε αναδρομή σ’ όλη του τη ζωή· ένιωσε αδικημένος. Και κοιμήθηκε ολόγυμνος στα χέρια του Σεπτέμβρη μέχρι το μεσημέρι. Έπειτα κατέβηκε πίσω στον κήπο και άρχισε να οργανώνει την βραδιά. Θα έλεγε πρώτα τα νέα τα ευχάριστα και θ’ άφηνε για το τέλος τα μαύρα τα μαντάτα. Σαν ανακοινωθέν και όχι για να τον λυπηθούν.
Τα ρολόγια δείξαν οκτώ! Λαμπιόνια και κεριά ανέλαβαν το καθήκον τους, το τραπέζι ήταν ήδη έτοιμο με όλα τα καλούδια, τζαζ νεοϋορκέζικη ως μουσικό χαλί, και οι γείτονες ένας ένας παίρνανε θέση. Ακόμη και η κυρία Χλόη -μόνο αυτηνής το όνομα θυμότανε ο Νέστορας- έριξε μια εσάρπα στους ώμους της και τον τίμησε.
Όλοι σηκώσανε τα ποτήρια, όλοι ευχηθήκανε, όλοι ανταλλάξανε φιλοφρονήσεις μεταξύ τους, γελάσανε τυπικά και αμήχανα με ευφυολογήματα. Όλοι εκτός από την κυρία Χλόη. Ούτε έφαγε ούτε ήπιε, μήτε κουβέντα έδωσε σε κανέναν. Κι όταν ο Νέστορας, εύλογα απόρησε για την στάση της, εκείνη του αποκρίθηκε ψυχρά. Πήρε, πρώτα, ένα ποτήρι κρασί που προορίζονταν για την ίδια και το έριξε όλο αργά στο χώμα και του εξιστόρησε όσα δεν ήξερε για αυτήν. Τα τζιτζίκια σταμάτησαν να τρίβουν τις κοιλιές τους, τα φώτα τρεμόπαιξαν και η μουσική, θαρρείς, πως κόμπιασε για λίγο να αρθρωθεί. Μίλησε η κυρά Χλόη για τον γιο της που τον έχασε πριν από τρία χρόνια. Πήρε και γέμισε το ποτήρι της ξανά… Το έριξε όλο ξανά στο χώμα. Μίλησε για τον άντρα της που δεν άντεξε το χαμό του και το ‘σκασε γι’ αλλού -κανείς δεν ξέρει πού-. Μίλησε για την πίστη της που έχασε μαζί με τον γιο της, τον άντρα της, τις χαρές της. Για το δάνειο που μένει απλήρωτο εδώ και έναν χρόνο και θα την πετάξει έξω από το σπίτι της, για το εγγόνι που δεν είδε ποτέ της και θα ήτανε μια παρηγοριά, και για την υγεία της που είναι τόσο κλονισμένη που… Πήρε ο κύριος Νέστορας όλο το μπουκάλι το κρασί και το έχυσε στο χώμα από ψηλά. Όρθιος, ασάλευτος, παγερός και συνάμα επηρεασμένος βαθιά, δε σκέφτηκε στιγμή το κρασί που του λέρωνε τα μπατζάκια και τα παπούτσια καθώς εκείνο έσμιγε βίαια με το χώμα. Ούτε για την εικόνα του νοιάστηκε που, ίσως, αποδομούνταν μπροστά στα βλέμματα των γειτόνων. Και πήρε κι άλλο μπουκάλι κρασί και το έχυσε αργά κι αυτό στο χώμα, σιωπηλός και ευθυτενής. Και γίνανε λυπημένες ροές τα δάκρυά του που στάζανε ακατάσχετα και μπλέκονταν με το ροζέ χυμένο κρασί στο χώμα και το λιγοστό γρασίδι. Σηκώθηκαν, τότε, από τις καρέκλες τους όλοι οι γειτόνοι, πήραν από ένα μπουκάλι κρασί και το έχυσαν κι αυτοί υποστηρικτικά στην γη. Και όλοι τους δάκρυσαν κι ας γνώριζαν από καιρό και από πρώτο χέρι την ιστορία της κυρίας Χλόης. Πιάσανε ο ένας το χέρι του αλλουνού και για- ποιος να κρατήσει ώρα;- κάμποση ώρα μείνανε βουβοί. Το μοντέρνο πικ απ του Νέστορα είχε πετάξει πίσω την βελόνα του και ο δίσκος σταμάτησε να φέρνει γύρες. Μόνο τα τζιτζίκια πήρανε μπρος ξανά κι έμοιασε η νύχτα να κρατά τα ηνία της ζωής πάλι στα χέρια της.
Ούτε στιγμή δε σκέφτηκε ο Νέστορας να τους μεταφέρει τα δικά του. Δε θα ‘χανε καμιά αξία, πλέον. Θα ζήσω όσο ζήσω, σκέφτηκε, χαμογέλασε πικρά, και κρυφά απ’ όλους πήρε την κυρά Χλόη μες τις μικρές φτερούγες του. Έτσι ξημέρωσαν οι δυο τους, έτσι τους βρήκε ο ήλιος. Ένας ήλιος που ποτέ του δε νοιάστηκε για κανένα Νέστορα, για καμία Χλόη. Ένας ήλιος στυγνός επαγγελματίας, που θα συνεχίζει να ανατέλλει και να δύει ανεξάρτητα από τις διαθέσεις των ανθρώπων. Ένας ήλιος κυρίαρχος για ό,τι ζει και σε ό,τι θα γεννηθεί. Ένας ήλιος υπενθυμιστής του ελάχιστού σου, μα και του σπουδαίου σου συνάμα.
Related posts:
“Lucid dreams” του Άκη Γκιούσμη
έχεις τρεις επιλογές
μυστήρια πλάσματα
μυστήρια πλάσματα
έχεις τρεις επιλογές
Τρεις μέρες, Μία Εποχή