at a glance
Top

Σύνδρομο του Οκτώβρη

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | κωστής χατζής */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Μια ιστορία μικρή

Ήταν ένα συνηθισμένο βράδυ του Οκτώβρη. Βράδυ Κυριακής υπολογίζει κανείς το βάρος της βδομάδας που ακολουθεί. Όλα μοιάζουνε λίγο πιο δύσκολα, ίσως, κι απ’ όσο πραγματικά θα είναι, θα έρθουν, θα γίνουν. Είναι εκείνη η καμπύλη, που κάνει τα πάντα στον προσωπικό σου θόλο, πιο χαμηλοτάβανα. Κλείνει, βαραίνει, πιέζει η καμπύλη. Αδικαιολόγητα και ανερμήνευτα παίρνει το χρώμα της νύχτας, την υγρή μυρωδιά του καπνού της πρώτης σόμπας που άναψε ο γείτονας, γιατί πάτησε τα εξήντα και τα αίματα δε βράζουν πια. Το ταβάνι χαμήλωσε κι άλλο στη σκέψη του χειμώνα που έρχεται. Βράδυ Κυριακής ενός ήσυχου Οκτώβρη… Βράδυ του Οκτώβρη μιας ήσυχης Κυριακής.

– Θα έρθεις για ύπνο; Κοντεύει δώδεκα. Είμαι εξαιρετικά κουρασμένη.

– Μμ; Δεν ξέρω. Πήγαινε εσύ, πήγαινε.

Σάλιωσε τον δείκτη του αμήχανα και μάζεψε τα λίγα ψίχουλα γύρω από το πιάτο του, να μην της δώσει δικαιώματα. Εκείνη, του φίλησε τα μαλλιά. Τον καληνύχτησε.

-Θέλεις να σου κλείσω τα φώτα; του είπε.

-Είναι εντύπωση μου ή τα φώτα μας  σήμερα δεν έχουν την ίδια ένταση; Άστα ανοιχτά, σε παρακαλώ. Δεν μπορεί, δεν έχουν την ίδια ένταση, ε; Αύριο, πρέπει να βάλουμε μπρος και  τη θέρμανση, τί λες; Έστω λίγες ώρες το απόγευμα. Πήρε να χειμωνιάζει, Δημητρούλα μου. Μίκρυνε η μέρα.

-Τί έχεις πάλι; Δεν είσαι καλά.

-Όχι, όχι, γιατί το λες αυτό; Μια χαρά είμαι, Δημητρούλα .

-Βρε, Νίκο μου…

-Τί;

-Από εμένα δεν μπορείς να κρυφτείς, το ξέρεις.

-Πήγαινε, πήγαινε για ύπνο. Αύριο από τις εφτά θα ‘σαι στο πόδι. Θα τα πούμε το μεσημέρι στο τραπέζι. Πήγαινε! Τα φώτα, ό,τι και να λες, δεν έχουν την ίδια ένταση. Μήπως άλλαξες καμιά λάμπα εδώ στο πορτατιφάκι; Είναι πιο σκοτεινά, ε; Είναι. Ό,τι και να πεις είναι πιο σκοτεινά, δεν είναι;

-Βρε, αφιλότιμε, κουβέντα θέλεις και ντρέπεσαι να μου το ξεστομίσεις.

Πήρε την κουβερτούλα της, σκέπασε και το Νίκο της, κι έκατσε στον καναπέ μαζί του πρόσωπο με πρόσωπο. Χασμουρήθηκε δυο φορές ‘’δε θα ξαναγίνει’’ του υποσχέθηκε κι έπειτα έτριψε τις πατούσες της πάνω του, να νιώσει ο ένας τον άλλον. Ο Νίκος δε σήκωσε κεφάλι, παρά συνέχισε να μαζεύει ψιχουλάκια, βουβός. Πώς ν’ αρχίσει την κουβέντα! Σ’ αυτά οι γυναίκες είναι ειδικές, λες κι από κάπου έχουν διδαχθεί ή είναι έτσι φτιαγμένες. Η Δήμητρα διάβασε όλες του τις σκέψεις, μα τώρα που το πήρε απόφαση να ξενυχτίσει,  έκανε χάζι τη μάχη που έδινε με τα ανύπαρκτα πλέον σουσαμάκια, με τις λέξεις του που κρύβονταν πίσω από τα δόντια του και δεν έλεγαν να ξεστομιθούν  και μ’ εκείνο το βλέμμα του το αθώο που έψαχνε κάπου τη λύση. Αυτό ήταν ο Νίκος, άλλωστε. Ένα αθώο βλέμμα με λίγες σκόρπιες λέξεις μέσα του και λίγο σουσαμάκι για γαρνίρισμα.

-Δημητρούλα μου…

-…

-Δήμητρά μου…

-…

– …δε με βοηθάς, βρε Δήμητρα, έτσι όπως με κοιτάς. Δε με βοηθάς. Πάντως, ό,τι κι αν λες αύριο θα ανάψουμε. Να, τα πόδια σου είναι παγωμένα. Να σου φορέσω καλτσούλες; Εδώ δίπλα τις άφησες, πού είναι, πώς να τις βρω μες στα σκοτάδια, μωρέ! Και λάμπες θ’ αλλάξουμε και θέρμανση θα…

-…Νίκο μου.

-Ναι.

-Νίκο· τα Χριστούγεννα θα είναι πίσω το κορίτσι μας, μη σκας. Κι αν τόσο δεν αντέχεις θα κόψουμε από δω, θα κόψουμε από ‘κει και θα σε στείλω, έστω και για λίγες μέρες μόνο, στα Χανιά για να την δεις. Αυτό δε θέλαμε, ε; Να πετύχει και να γίνει ευτυχισμένη; Ε; Μην κάνεις σα μωρό παιδί τώρα. Όποτε θέλουμε της τηλεφωνούμε, της κάνουμε βιντεοκλήση… Μια ζωή γι’ αυτό παλεύαμε.

Γάτα η Δήμητρα, τα κατάλαβε όλα. Μα όλα!

-Μην είσαι εγωιστής. Σκέφτηκες την πιθανότητα να μην είχε περάσει πουθενά και να κλαίει και να οδύρεται στο δωμάτιό της τώρα. Μόνο να είναι καλά και όλα θα γίνουν· όλα.

-Πάντα τα εκλογικεύεις τα πράγματα.

-Πάντα τα βλέπεις μαύρα. Εγώ νομίζεις δε στεναχωριέμαι που μου μάκρυνε η Σταλίτσα μας. Αλλά έτσι δεν λέγανε οι παλιοί, να ανοίξουν τις φτερούγες τους και να…

– …Όχι όμως τόσο μακριά μας, Δήμητρα. Να πετάξει. Ποιος είπε να μην πετάξει, άλλα με τη μια, να σου φεύγει στην άλλη άκρη της Ελλάδας δεν είναι κι εύκολο. Και τα πήρε όλα μαζί της. Τον υπολογιστή της, τις φωτογραφίες που είχε στους τοίχους της, την αφίσα μ’ εκείνη την πριγκίπισσα -πώς τη λέγανε να δεις…-

-Τίγκερμπελ, και είναι νεράιδα!

-… αυτήν, ναι! Μέχρι και τον αρκούδο της, τον Τόμπο!

– Αφού μ’ αυτόν κοιμάται. Μπα σε καλό μας, ξέχασες; Τι ήθελες, να ξαγρυπνά;

-Ξέρεις, γι’ αυτό σκοτείνιασε το σπίτι μας.

-Γιατί;

-Επειδή λείπει η μικρή μας… Τα βράδια πηγαίνω κι ανοίγω τη ντουλάπα της και εισπνέω όλες τις μυρωδιές της. Μην το πεις σε κανένα. Έπειτα, ξαπλώνω στο κρεβάτι της και φιλώ το μαξιλάρι της. Μην το πεις σε κανένα, ναι; Και κλαίω ήσυχα μέσα στην δυστυχισμένη ευτυχία μου.

-Έλα, μην είσαι εγωιστής και πεσιμιστής. Δες τα θετικά, μην εστιάζεις στην απώλεια.

-Τα μεγαλώνεις με όλη σου την αγάπη, τα ξεσκατώνεις, τα μπανιαρίζεις, κάνεις θυσίες, τα καμαρώνεις, τα πονάς, τα μαλώνεις, τα συμβουλεύεις, παίζεις μαζί τους, κοιμάσαι μαζί τους. Όλος ο κόσμος σου αυτά. Στα γήπεδα, στα θέατρα, στις συναυλίες, στις θάλασσες και στα βουνά, στις πορείες, παντού μαζί. Για όλα, σε όλα. Και ξαφνικά, Χανιά, και τέλος. Ξέρεις Δημητρούλα, τώρα κατάλαβα γιατί κλαίνε οι γονείς όταν παντρεύουν τα παιδιά τους. Είναι η χαρά, είναι η όλη συγκίνηση, ο κόσμος, τα τραγούδια, αλλά είναι και αυτό το Τέλος. Όχι του χωρισμού μονάχα. Το δικό σου Τέλος. Πλέον, δεν είσαι εσύ υπεύθυνος. Αλλάζει όλο το θέμα. Τέλος. Ένα Τέλος που σε βάζει σε μια άλλη θέση. Δεν είσαι εσύ τα πάντα. Είσαι μόνο η Αρχή. Ήσουν η αρχή. Μόνο αυτό…

-Ο κόσμος χάνεται κι εσύ τον εαυτούλη σου, Νίκο μου. Η Ουκρανία καίγεται, οι Ρώσσοι κλονίζονται, η Ευρώπη όλη διαμελίζεται, μανάδες σκοτώνουν τα παιδιά τους, άλλα πνίγονται στην Μεσόγειο, άλλα γίνονται βοράς στις σεξουαλικές ορέξεις οργανωμένων κυκλωμάτων, άντρες δολοφονούν τις γυναίκες τους, η Ιταλία ξαναφασιστίζει, στο Ιράν δολοφονούν για μια κακοφορεμένη μαντίλα, τα βουνά μας, τα ποτάμια και οι θάλασσές μας πουλιόνται και καταστρέφονται, η Χρυσή Αυγή ξανασπέρνει σε άμυαλες μήτρες διαόλια, ο χειμώνας προειδοποιεί κάθε φτωχαδάκι, ο Ερντογάν της αστικής Τουρκίας υψώνει λάβαρα προς πάσαν κατεύθυνση, οι πολιτικοί μας κοιτάζουν την τσέπη τους…

-…κι εγώ στον μικρόκοσμό μου, ε;

-Εμ!

-Αν όλα αυτά ήταν διαφορετικά θα είχαμε την Σταλίτσα μας εδώ; Όχι! Όχι κυρία Δήμητρα. Όχι.

-Αν όλα ήταν διαφορετικά δε θα φοβόμουνα για το μέλλον της. Το μέλλον της με τρομάζει. Το μέλλον της και όχι το τώρα της. Αυτό με ανησυχεί, κυρ Νίκο μου. Γίναμε πενήντα κι ακόμη δεν αλλάξαμε ούτε τόσο τον κόσμο μας. Πρόσφυγες οι παππούδες μας, πρόσφυγες -αν όχι εμείς- και τα παιδιά μας. Πείνα οι παππούδες μας, πείνα για τα παιδιά μας. Πόλεμο οι παππούδες μας και οι γονείς μας, σε πόλεμο και τα παιδιά μας. Αυτά είναι προβλήματα, κυρ Νίκο μου, και άσε τις κλάψες με το σύνδρομο της άδειας φωλιάς.

-Πώς τα εκλογικεύεις πάντα, βρε Δήμητρα. Εγώ σπαράζω στη θέα του άδειου δωματίου της κι εσύ έφερες σε μια στιγμή και μόνο όλο τον κόσμο μες στο σαλόνι μας. Και πού να τους βάλουμε να κάτσουνε και ποιον να πρωτοδιώξω. Και είναι άσχημος ο κόσμος όπως τον φτιάξαμε, Δημητρούλα. Άσχημος πολύ. Και να πω ότι έχεις άδικο σε όσα λες. Δίκιο από ‘δω έως τα Χανιά. Μα, έλα που έτσι αισθάνομαι και δεν μπορώ να το τιθασεύσω. Έχω ένα κενό από το στομάχι μέχρι την καρδιά. Τι να κάνω!

– Σε λίγους μήνες θα συνηθίσεις και θα γελάς με τα καμώματά σου και με τα καπρίτσια σου.

-Αυτό φοβάμαι. Αυτό δε θέλω να μου συμβεί…

-Μα την Παναγία, Νίκο μου, πολύ παράξενος είσαι.

– …να μου γίνει συνήθεια η απουσία της. Και μόνο που το σκέφτομαι ανακατεύομαι. Θα ‘ναι σα να την αρνούμαι.

-Ό,τι και να σου πω είναι λίγο.

-Ό,τι και να κάνω θα ‘ναι λίγο.

-Θα έρθεις για ύπνο;

-Θα έρθω, Δήμητρα. Θα έρθω.

-Τι φαγητό θέλει το αγόρι μου για αύριο;

-Ό,τι αγαπάς.

-Εσένα αγαπώ. Εσύ;

-Τι εγώ;

-Εσύ μ’ αγαπάς;

-Βεβαίως και σ’ αγαπώ!

-Για πάντα;

-Ξέρω ότι σ’ αγαπάω τώρα, Δημητρούλα μου. Αυτό το ξέρω. Τώρα!

Σηκώθηκαν μαζί από τον καναπέ και χώθηκαν κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού τους. Ο Νίκος σε λίγη ώρα πήγε, απενοχοποιημένα πλέον, και πήρε το μαξιλάρι της μικρής τους. Το έχωσε ανάμεσά τους και προσπάθησε να κοιμηθεί. Το ταβάνι υψώθηκε, η καμπύλη χάθηκε, η νύχτα – λεπτό το λεπτό- οπισθοχωρούσε.

 Ήταν ήδη Δευτέρα…