κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου + τάσος θώμογλου
μυστήρια πλάσματα
Το σηκώνεις και με το ζόρι βγαίνει η φωνή σου. Μόνο ο λυγμός σου ακούγεται. «Έφυγε», λες. «Τα μάζεψε όλα». Δε με νοιάζουν οι λεπτομέρειες, ρωτάω μόνο πώς είσαι. Αν αντέχεις. «Πονάω ρε φίλη», μου λες. «Πώς θα αντέξω;». Έχω πολλά να σου πω μα προτιμώ να σωπάσω. «Σε νιώθω», σου απαντώ. «Σε καταλαβαίνω, ξέχασες; Αντίθετα ήμασταν, εγώ έκλαιγα κι εσύ με παρηγορούσες, ξέχασες; Όπως και όταν ήμασταν μικρές… Άντε πάμε τώρα πάλι από την αρχή…». Γελάς για λίγο κι ανακουφίζομαι. Δε θα σου πω πολλά ρε φίλη. Δεν έχει νόημα να σου τα πω εγώ, τα ξέρεις. Εσύ μου τα έλεγες, ξέχασες; Όλοι μας τα ξέρουμε. Απλά, εκείνες τις στιγμές, δε μπορεί να νικήσει η λογική. Όταν πονάς τα ξεχνάς όλα. Το ξέρω και το ξέρεις ότι θα πονέσει πολύ, και για πολύ. Θέλει υπομονή να περιμένεις τις ώρες να περνούν για να ξημερώσει, θέλει δύναμη να παλεύεις με το μυαλό σου- και με το σώμα σου πολλές φορές-, θέλει να ξέρεις να σιωπείς τις φωνές μες στο κεφάλι σου. Θέλει χρόνο. Πολύ χρόνο. Πολύ περισσότερο από όσο νομίζεις. Περισσότερο κι από όσο αντέχεις. Και πάνω που θα λες «τώρα είμαι καλά», θα συνειδητοποιείς πως την τελευταία φορά που το είπες, τελικά δεν ήσουν. Μάλλον θα είσαι απλά λίγο καλύτερα. Αποδοχή χρειάζεται: ότι όλα αυτά πρέπει να τα ζήσεις, κάθε αρνητικό συναίσθημα, να το τερματίσεις για να πας στο επόμενο στάδιο. Ναι, κι αυτό πένθος είναι, απώλεια. Ένας μικρός θάνατος κάθε χωρισμός.