at a glance
Top

Μύρισε Οινόπνευμα

κείμενο | λιάνα τσαβδαρίδου */* φωτογραφίες | λιάνα τσαβδαρίδου

Μια ιστορία μικρή

Αλλάζει η ώρα την Κυριακή, κινητά και ρολόγια να συντονιστούν, μια ώρα μπροστά. Οι ώρες, ή καλύτερα, οι μέρες, οι εβδομάδες δεν αλλάζουν. Κόλλησε ο δείκτης μου και δείχνει κάθε μέρα Κυριακή, μια Κυριακή μουντή, συννεφιασμένη του χειμώνα, βροχή κι αγέρας να χτυπάνε το τζάμι με μανία.

 

Μας κλείσαν μέσα -για καλό-, φωνάζουν οι τηλεοράσεις και τα πάνελ. Μη βγαίνεις, μην αναπνέεις κοντά στον άλλον, ενάμιση μέτρο απόσταση, τα μήλα που παίρνεις απ’ τη λαϊκή να τα πλένεις με οινόπνευμα, είναι σημαντικό, έκτακτη ανάγκη το ονόμασαν, σάμπως πριν δεν ήταν έκτακτη, ή μήπως δεν ήταν ανάγκη.

Παγιδευτήκαμε στις οθόνες -για καλό -, μιλάμε με τους ψυχιάτρους στο τηλέφωνο, να ‘ναι καλά η σύνδεση, ας όψεται το ίντερνετ, τα όνειρά μας πίσω απ’ τα μικρόφωνα, λύκοι και λυγμοί βουβοί, μας πνίξανε τα δάκρυα.

 

Γινήκανε οι άνθρωποι κινούμενοι φόβοι, απαγόρευση στην αγκαλιά, ως και η μάνα σου που σε έπνιγε στα φιλιά πρωί πρωί – εκείνα τα φιλιά που μόνο την απουσία τους καταλαβαίνεις- σταμάτησε, αν έφτασε και η μάνα να τρομάξει… ο ήλιος πού πήγε; Στην δουλειά δεν πάμε πλέον, σου λέω, κάθε μέρα Κυριακή, και την ριμάδα από παιδί   τη σιχαινόμουν, μα τώρα πιο πολύ, γιατί το ξέρω.

 

Το νιώθω στα κόκαλά μου πως θα συνηθίσουμε -για καλό; -, θα ξεχάσω και εγώ η ίδια πώς ήταν πριν, κι ας ήμουν πάλι έγκλειστη. Πώς μυρίζει η άνοιξη, πώς ανθεί με θράσος η αμυγδαλιά το Φλεβάρη, την ανάσα σου στο λαιμό μου, το βάρος του σώματος σου να μου λιώνει τα πλευρά, τ’ αγγίγματα στο σκοτάδι, πώς καθόσουν οκλαδόν στον ήλιο και φώτιζε τα μάτια σου το φως. Με πνίγουν τούτοι οι τοίχοι που με μεγάλωσαν, μας δίνουν τόση ελπίδα, ώστε να μην τρελαθούμε, όχι παραπάνω, μη και τολμήσουμε να πιστέψουμε στο αύριο.

Κι εγώ, που ονειρευόμουνα ουρανούς γεμάτους αστέρια και μαξιλάρια από άμμο, να φτιάχναμε -φαντάσου! – μια σχεδία, να πηγαίναμε (οπουδήποτε),

δε θα προλάβω τίποτα, σχεδόν μια ζωή δε μου φτάνει, όχι αυτή η ζωή, όχι έτσι, αν είναι τη χαρίζω, θυσία την κάνω στο βωμό της απραγίας μου, κι ας την κάνουν ότι θέλουν.

 

Να λύσω τα δεσμά την Κυριακή, όμως όχι, κι ούτε τα πάνελ έχω να κατηγορήσω, ούτε σε άλλον να δώσω την ευθύνη, παρά μόνο σε εμένα, που από δειλία και φόβο,

έμενα σπίτι ούτως ή άλλως.