Παγιδευτήκαμε στις οθόνες -για καλό -, μιλάμε με τους ψυχιάτρους στο τηλέφωνο, να ‘ναι καλά η σύνδεση, ας όψεται το ίντερνετ, τα όνειρά μας πίσω απ’ τα μικρόφωνα, λύκοι και λυγμοί βουβοί, μας πνίξανε τα δάκρυα.
Γινήκανε οι άνθρωποι κινούμενοι φόβοι, απαγόρευση στην αγκαλιά, ως και η μάνα σου που σε έπνιγε στα φιλιά πρωί πρωί – εκείνα τα φιλιά που μόνο την απουσία τους καταλαβαίνεις- σταμάτησε, αν έφτασε και η μάνα να τρομάξει… ο ήλιος πού πήγε; Στην δουλειά δεν πάμε πλέον, σου λέω, κάθε μέρα Κυριακή, και την ριμάδα από παιδί τη σιχαινόμουν, μα τώρα πιο πολύ, γιατί το ξέρω.
Το νιώθω στα κόκαλά μου πως θα συνηθίσουμε -για καλό; -, θα ξεχάσω και εγώ η ίδια πώς ήταν πριν, κι ας ήμουν πάλι έγκλειστη. Πώς μυρίζει η άνοιξη, πώς ανθεί με θράσος η αμυγδαλιά το Φλεβάρη, την ανάσα σου στο λαιμό μου, το βάρος του σώματος σου να μου λιώνει τα πλευρά, τ’ αγγίγματα στο σκοτάδι, πώς καθόσουν οκλαδόν στον ήλιο και φώτιζε τα μάτια σου το φως. Με πνίγουν τούτοι οι τοίχοι που με μεγάλωσαν, μας δίνουν τόση ελπίδα, ώστε να μην τρελαθούμε, όχι παραπάνω, μη και τολμήσουμε να πιστέψουμε στο αύριο.