Είναι ένας άνθρωπος που λατρεύει τους γέροντες και σιχαίνεται όσους τους παραγκωνίζουν.
Είναι ένας άνθρωπος που όταν γινότανε η συντήρηση της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη ανέβηκε στις σκαλωσιές για να δει από κοντά τα ψηφιδωτά της οροφής και ήρθαν αστυνομικοί και παρά τρίχα γλίτωσε τη σύλληψη.
Είναι ένας άνθρωπος που ταξιδεύει το θέατρό του στην υφήλιο με μια παιδική χαρά και με λύσσα για ανεξαρτησία, αυτάρκεια και ελευθερία. Με μια ανάγκη να βρει σε όλες τις ξένες χώρες τους πληγωμένους, τους τρυφερούς, τους παράξενους προφήτες, τους επαναστάτες.
Είναι ένας άνθρωπος που έκανε το γύρο της Ικαρίας με οτοστόπ. Που χορεύει τον Ικαριώτικο παρατηρώντας πώς τα πλατάνια παίζουν με τα σύννεφα. Που κάθε φορά που το πλοίο πλησιάζει το νησί, κλαίει.
Είναι ένας άνθρωπος που δεν πηγαίνει σε μπαρ, δεν πίνει αλκοόλ, δεν καπνίζει, δεν έχει κάνει ποτέ ναρκωτικά και σιχαίνεται τις ναρκοπαρέες που λυμαίνονται τα νιάτα και το θέατρο. Του αρέσει η υγεία, η απαλή μουσική, η τέχνη ως θεραπεία και όχι ως πεδίο έκφρασης ζόφου και αδιεξόδων. Του αρέσουν τα προάστια της Αθήνας, τα πεζούλια, τα αδέσποτα, η ησυχία των πάρκων.
Είναι ένας άνθρωπος που αναζητά το θεό. Ένα θεό που δεν τιμωρεί αλλά ανοίγει μονοπάτια. Ένα θεό που στο όνομά του δεν σκοτώνονται λαοί. Ένα θεό που δε μισεί το θεό των “άλλων”.
Είναι ένας άνθρωπος που συγκινείται στο άκουσμα της λέξης Ελλάδα.
Είναι ένας άνθρωπος που όταν ήταν παιδί η γιαγιά του το έπαιρνε συχνά μαζί της στην εκκλησία στο μικρό ναό του Αγίου Χαραλάμπους. Εκεί υπήρχε ταπεινότητα και αγάπη. Εκεί υπήρχε κι ένας εσταυρωμένος. Ένας που αδικήθηκε. Από τότε όποτε βλέπει κάποιον να σταυρώνεται ή να τον σταυρώνουν κάτι μέσα του εξεγείρεται. Και νιώθει την ανάγκη να μιλήσει και να αντιδράσει.