and I admire your beauty
συνέντευξη | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | karol jarek, σταύρος χαμπάκης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης + τάσος θώμογλου
“Υπήρξα εσωστρεφής στη ζωή μου, αλλά οι θεατρικές και μουσικές πρόβες, που απαιτούν ομαδικότητα, με οδήγησαν στην εξωστρέφεια. Βέβαια, θα κάτσω και σπίτι μου, με την ηρεμία μου, τη μουσική μου, για πολλές ώρες-δεν με τρομάζει. Αυτή μου δίνει χαρά. Χαρά μου δίνει, επίσης, η φύση κι έχω καιρό να τρέξω κοντά της. Ξέρεις πώς αγαλλιάζω στην θέα του απέραντου ωκεανού ή ενός μικρού ποταμιού;”…Ο Άγγελος Τριανταφύλλου στο rejected….
Α.Τ.: “Παραμένω στο υπόγειο της Λυκαβηττού, δεν έχω αλλάξει σπίτι-όπως το ξέρεις. Είμαι ακόμη στα “ανήλεια υπόγεια”. Με ενοχλεί, έχοντας μεγαλώσει σε σπίτι με θέα, αλλά με τον καιρό έμαθα να αγαπώ την αναζήτηση της διαφορετικής “θέας”. Αυτό έχει αρχίσει να μου κάνει καλό. Για παράδειγμα, όταν βλέπω μια θάλασσα που μόνο γαλήνη μπορεί να μου επιφέρει, περνάω σε άλλο στάδιο. Μένοντας, όμως, στην καρδιά της πόλης, και δίχως να έχω το ιδεατό που σου προανέφερα, ζώντας δίχως θέα, αλλά με τους ρυθμούς της Αθήνας και τη φρενίτιδά της, αναγκάστηκα να ακολουθήσω κάτι άλλο. Το ελαφρώς “άγριο” στοιχείο της πόλης, που είναι μέσα μας, μπορεί να μας λιγοστεύει τη ζωή, αλλά μπορεί και να την κάνει πιο ενδιαφέρουσα. Τουλάχιστον, στην ηλικία που είμαι και στην φάση που είμαι, λειτουργεί αυτό που σου λέω. Αγαπώ το κέντρο της Αθήνας κι ας είναι τεράστια τα προβλήματά του. Μου δίνει λύσεις και ευκολίες στην καθημερινότητά μου. Έχουν μια άλλη “ανάσα” τα κτίρια του κέντρου. Εμείς που νομίζουμε ότι είναι αφημένα και εγκαταλελειμμένα τα κτίρια, στο πρώτο βλέμμα, κατανοούμε στην δεύτερη ματιά ότι υπάρχουν και χώροι σαν μικροί “παράδεισοι”. Το κέντρο της Αθήνας έχει τεράστιες ομορφιές, πολύ καλά κρυμμένες. Ο αστικός ιστός έχει ενδιαφέρον σε σχέση με τα προάστια ή άλλες περιοχές της Αττικής, διότι έχει μια ταυτότητα. Μπορεί να υπάρχουν πιο “ήσυχες” ή “πράσινες” γειτονιές, που όμως είναι κατ΄ επίφαση. Το κέντρο κουβαλάει όλο τον αστικό μύθο της Αθήνας και ταυτόχρονα τον πολυπολιτισμό της”.
“I can no longer sleep because of you / I have no longer peace, my heart is cold”
Α.Τ.: “Μη μου θυμίζεις δημόσια τα τρία μαθήματα που δεν έδωσα και δεν πήρα πτυχίο ως ηλεκτρολόγος μηχανικός! Πάλι οι γονείς μου, θα με πάρουν τηλέφωνο! …Ήμουν καλός φοιτητής που όμως κατέληξα-με χαρά-“αιώνιος” φοιτητής. Για όλα φταίει το πιάνο που είχαμε στο σπίτι. “Ταυτοποίεισαι” γρήγορα την επιθυμία μου να ασχοληθώ με κάτι. Το πιάνο ήταν πάντα ο “άξονας” στον οποίο έτρεχα, όταν ξεμπέρδευα με τις υποχρεώσεις. Το πιάνο, καθόλου ως προς την δεξιοτεχνία και την μελέτη-σπανίως ασχολούμουν με αυτές. Στο πιάνο με ενδιέφερε η δημιουργία. Από παιδί προσπαθούσα να φανταστώ μουσικούς “κόσμους”. Οι γονείς μου αγαπούσαν το θέατρο… βλέπεις, μεγάλωσα σε μια αστική, φιλότεχνη οικογένεια. Αυτό τους το χρωστάω. Έβλεπα από το Λύκειο, θεατρικές παραστάσεις… κι ήταν “Η νύχτα της κουκουβάγιας” του Λευτέρη Βογιατζή που παρακολούθησα και συγκινήθηκα τόσο με το “σύμπαν” που ανοίχτηκε μπροστά μου κι είχε ως αποτέλεσμα η μουσική που ήδη έγραφα να θέλω να είναι “εντός θεάτρου”. Δεν ήθελα πια την μουσική σε ρόλο αυτόνομο. Μπήκε και χώθηκε στην μουσική μου, η εικόνα, ο λόγος, ο χώρος…. απέκτησαν οι μουσικές, θεατρικά στοιχεία. Και υπόψιν…πάντα με φόβιζε το θέατρο. Είμαι άνθρωπος με πολλές ανασφάλειες. Πάρε παράδειγμα… ήμουν “ισχυρός” μαθητής με καλό μαθηματικό μυαλό, υπήρχε απέραντη “ασφάλεια” να ακολουθήσω την “άλλη οδό” στη ζωή μου. Για κάποιο ανεξερεύνητο λόγο, πάντα με κεντρίζουν οι ανασφάλειες. Εκεί που συνειδητοποιώ πως είμαι ανασφαλής, εκεί λέω στον εαυτό μου πως πρέπει να πάω. Με δυσκολεύω είναι η αλήθεια. Με σπρώχνω στα δύσκολα. Πρακτικά το θέατρο το ξεκίνησα σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα στο Πανεπιστήμιο, που επόπτευε ο Τάκης Τζαμαργιάς, έκανα το πρώτο βήμα από μουσικός να γίνω ηθοποιός. Έπειτα πραγματοποίησα κάποια μαθήματα για το θέατρο, παράλληλα με τις σπουδές στο Πολυτεχνείο-μπήκα στην Δραματική Σχολή. Στο τρίτο έτος, άρχισα να παίζω θέατρο και έπειτα, η μία παράσταση έφερνε την άλλη, οπότε και κατάλαβα πως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αφήσω το Πολυτεχνείο”.
όταν κάτι το πιστεύεις βαθιά, όλα λειτουργούν ελεύθερα
“Do you know when I have to leave you? / When my life will be ended, and I’ll be dead”..
Α.Τ.: “Την πρώτη στιγμή που αισθάνθηκα την ομορφιά μιας θεατρικής παράστασης, που λίγο ξεπερνούσε τις πολλές μου ανασφάλειες, ήταν η “Γκόλφω”. Μια παράσταση που δεν φανταζόμουν την επιτυχία της. Άλλωστε, όψιμα δημιουργήθηκε ο μύθος της “Γκόλφως”. Την πρώτη χρονιά που παίχτηκε στο Κοτοπούλη-Ρεξ, ούτε γεμάτη από κόσμο ήταν, ούτε είχε “καταγραφεί” η δύναμή της. Προς το τελευταίο δεκαήμερο παραστάσεων άρχισε να “γίνεται κάτι” που απορούσαμε. Την δεύτερη χρονιά όταν ξαναπαίχτηκε στο κτίριο του Τσίλερ και στην Επίδαυρο, νιώσαμε την δυναμική της. Η “Γκόλφω” δεν θεωρώ ότι έχει μεγάλη διαφορά από τις άλλες παραστάσεις του Νίκου Καραθάνου, στον τρόπο και στην “σκέψη” της. Απλά, συνέπεσαν όλα μαζί στη “Γκόλφω”. Μια καλή στιγμή του Νίκου με ένα έργο για την αγάπη, με υπέροχα ποιητικό κείμενο. Λειτούργησαν οι συγκυρίες. Θα ακουστεί περίεργο… αγαπώ περισσότερο το “Δεκαήμερο” που παίξαμε. Ήταν μια παράσταση γεμάτη ελευθερίες, με καθόλου περίσσεια κακή σκέψη, μια παράσταση που δεν είχε “σχέδιο” με την κακή έννοια. Μια θεατρική παράσταση αυθόρμητη κι ελεύθερη, όπως-για μένα-θα έπρεπε να είναι η Τέχνη. Δεν βρίσκω κάτι να θυμάμαι σε αυτή την παράσταση που να με “στενεύει”. Μου ανοίγει η ψυχή στην θύμησή της. Στο ρόλο που έκανα, οι ανασφάλειες δεν καταπατούνταν εύκολα. Υπήρχε η έκθεση του γυμνού. Για κάποιο μυστήριο λόγο, αφού στις πρόβες ξεπεράσαμε το σοκ του γυμνού που έπρεπε να υπερασπιστούμε αρκετοί ηθοποιοί του θιάσου, μετά όλα ήταν σαν νεράκι που έρεε. Ξέρεις… όταν κάτι το πιστεύεις βαθιά, όλα λειτουργούν ελεύθερα”.
Είναι όμορφη διαδικασία η ομαδικότητα στο θέατρο, πόσο μάλλον όταν η κεφαλή έχει να προτείνει και να εμπνεύσει
“and I admire your beauty / for the whole night and day”…
Α.Τ.: “Με ρωτάς, αν στα 35 μου χρόνια, ο Νίκος Καραθάνος ανήκει σε αυτούς που με οριοθέτησαν σε Τέχνη και ζωή… μα, όταν συνεργάζεσαι με έναν άνθρωπο για εννιά χρόνια, που είτε παίζω, είτε γράφω μουσικές στις παραστάσεις του, εννοείται πως με καθορίζει και ο ίδιος και η ομάδα. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς! Η κοσμοθεωρία του Νίκου, το τι σκέφτεται για το θέατρο, τι σκέφτεται για τη ζωή-ακόμη πιο σημαντικό, με γοητεύει στον Καραθάνο. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου που σέβομαι όσο τίποτα, είπε σε μια πρόβα, “εμένα δεν με ενδιαφέρει τι κάνετε πάνω στη σκηνή. Εμένα με ενδιαφέρει τι κάνετε στη ζωή σας, γιατί αυτό φέρνετε και κουβαλάτε στο σανίδι”. Αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα. Στην ομάδα που έχει φτιαχτεί με το Νίκο Καραθάνο στα τόσα χρόνια, χτίσαμε μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη ζωή. Σε άλλους αρέσει, σε άλλους δεν αρέσει. Μα, σίγουρα προσπαθείς να “μυρίσεις” με τον ίδιο τρόπο, να “γευτείς” με τον ίδιο τρόπο, “να ακουμπήσεις” με τον ίδιο τρόπο. Σε πονάει όταν ένας άνθρωπος δεν μπορεί να μπει στον “κόσμο” σου, μα και σε δελεάζει να κάνεις παραπάνω βήματα. Είναι όμορφη διαδικασία η ομαδικότητα στο θέατρο, πόσο μάλλον όταν η κεφαλή έχει να προτείνει και να εμπνεύσει. Ο Νίκος Καραθάνος είναι σαν παιδί. Έχει μια απέραντη παιδικότητα στον τρόπο που σκέφτεται και δρα. Αυτό βγαίνει και στις παραστάσεις. Αυτό και εκτιμώ περισσότερο στον Νίκο. Η αθωότητα του Νίκου έως και με συγκινεί”.
“I can no longer sleep because of you / I have no longer peace, my heart is cold”…
Α.Τ.: “Έπαιξα μαζί με την Χαρούλα Αλεξίου στην “Οπερέττα” και ήταν υπέροχο. Πρόκειται για έναν μύθο που με την φωνή της, από μικρός γνώρισα και μελέτησα το λαϊκό τραγούδι. Με τη φωνή της Χαρούλας έχω χορέψει, έχω κλάψει, έχω μεθύσει, όπως το 98% των Ελλήνων. Γνωρίζοντάς την, λίγο παραπάνω τα τελευταία χρόνια, κατάλαβα πως έχω να κάνω με μια σπουδαία γυναίκα. Δεν αρκεί να είσαι μια σπουδαία τραγουδίστρια. Η Χαρούλα από τις πρόβες μέχρι την τελευταία παράσταση, που στο φινάλε όλοι μαζί τραγουδήσαμε, μου έδωσε μια αλησμόνητη εμπειρία συνεργασίας. Το επόμενο θεατρικό μου βήμα είναι το “Τραμ με το όνομα Πόθος” που θα συνεργαστώ με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, στο έργο του Τένεσυ Ουίλιαμς, “Λεωφορείο ο Πόθος”, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με την Μαρία Ναυπλιώτου και τον Χάρη Φραγκούλη. Να σου αποκαλύψω ότι πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, εμένα ο Τένεσυ Ουίλιαμς δεν μου άρεσε καθόλου! Δεν ήταν στο εύρος των κειμένων που θα μου άρεσαν. Παραστασιακά δε, από ό,τι είχα δει, μου είχε καλλιεργηθεί ένα “πέπλο” που μου “βάραινε” τα έργα του. Ποτέ μου δεν είχε αναπνεύσει μέσα μου ένα έργο του, να πω “τι ωραίο που είναι να ασχοληθώ”. Έτσι, όταν ο Μιχαήλ μου το πρότεινε, του απάντησα αυτό που σου εκμυστηρεύθηκα. Δέχτηκα, και μετά τη δεύτερη ανάγνωση του έργου και τις συνομιλίες μου με τον Μαρμαρινό είδα την “μεγάλη εικόνα” στον “κόσμο” του συγγραφέα. Λες και ήμουν τυφλός και είδα ό,τι δεν φανταζόμουν να δω στα “στενά” μου πλαίσια. Με συγκινεί η ποίηση στο λόγο του Ουίλιαμς και ο περιγραφικός του λόγος. Με δονούν οι σχέσεις που αναπτύσσονται στο “Λεωφορείο ο Πόθος”. Δεν είναι ένα είδος ψυχολογικού θεάτρου-το ανακάλυψα μετά από πολύ καιρό, μαζί με τον σκηνοθέτη. Το “Λεωφορείο ο Πόθος” είναι ένας υπερβατικός ρεαλισμός. Ο δικός μου “πόθος” στα 35 μου χρόνια, εκεί όπου ψάχνω μαγεία κι όχι ρεαλισμό, είναι να κρατάω ισχυρές τις δονήσεις και να με αφορούν. Δεν θέλω να αρχίσω να νιώθω την κούραση στην ψυχή μου. Στο κορμί μου τη νιώθω λίγο παραπάνω. Να σου πω… όποτε αφήνομαι σαν άνθρωπος, χαλαρώνω και χάνω τις “δονήσεις” που επιζητώ να κυριαρχούν, στεναχωριέμαι. Θέλω όλη η ζωή να με αφορά όλο και περισσότερο. Θέλω ισχυρά “χτυπήματα” στην δημιουργία και στον έρωτα. Πόθος μου είναι η κούραση να μην με καταβάλει και ο έρωτας να λειτουργεί μέχρι και σαν κινητήριος δύναμη. Δεν θα σου πω ότι είμαι άνθρωπος της Τέχνης κι ο έρωτας δεν με αφορά-όχι! Όταν ο έρωτας είναι κυρίαρχος στην δομή μιας ζωής, έχει βέβαια πάντα, και αρνητικό και θετικό αντίκτυπο”.
“I turn and I turn again sighing / I stay awake every night”…
Α.Τ.: “Νωρίς κάναμε πρόβες με το Γιάννη Καλαβριανό, κι έτσι γράφτηκε εγκαίρως η μουσική για τη θεατρική παράσταση “Γρανάδα” που θα παρουσιαστεί στο “Από Μηχανής Θέατρο”. Και θα υπογράψω και την μουσική στην θεατρική παράσταση “Πλούτος” του Αριστοφάνη, που θα παρουσιαστεί από το Εθνικό Θέατρο Tι; Αν μια ωραία νύχτα, για μένα είναι μετά την παράσταση να πάω στο “Frau” να πιω ποτό; Α,πα πα! Παναγία μου! Εγώ έχω τον ανθρωποδιώχτη! Με είδες κάνα βράδυ στο “Frau”; Τελειώνει η παράσταση και φεύγω κατευθείαν σπίτι. Δεν μου φταίνε οι άλλοι. Καλά κάνουν και πάνε. Εγώ δεν αντέχω τις συζητήσεις μετά τις παραστάσεις, ειδικά με συναδέλφους. Θεωρώ τεράστια “νόσο” να συζητάς μετά την παράσταση για την παράσταση, μπας και ξεπεράσεις αυτό που έκανες. Εγώ δεν πάω-είναι η μόνιμη κόντρα μου με τους συναδέλφους. Αντί για bar, θα αντιπροτείνω κάνα φαγάκι. Για ποτό δεν πάω! Είμαι μονόχνοτος, δεν μπορώ τις νυχτερινές εξορμήσεις. Προτιμώ να διαβάσω τα βιβλία μου, να ακούσω μουσικές. Α! Άκουσα ένα πολύ ωραίο σύνολο πνευστών, μου άρεσαν πολύ. Ακούς τέτοια μουσική;”…
*lyrics from “Mi Votu E Mi Rivotu” / Banda Ionica
Related posts:
Τρεις μέρες, Μία Εποχή
εν αρχή ην το χάος
...μη χρεώνεστε την κοινωνική συγκυρία
χωμάτινοι πύργοι
ένας Απρίλης σκέψεις...
έχεις τρεις επιλογές