at a glance
Top

Αφροδίτη

κείμενο | νίκη_ζερβού */* φωτογραφίες | εύη_μούρνου

μούσα

Ήταν έτοιμη να τρελαθεί. «Αφού τίποτα δεν φαίνεται να πιάνει θα το φτάσω στα άκρα» σκέφτηκε. Βγήκε στους δρόμους. Άρχισε να πιάνει περαστικούς, ξένους, θαμώνες σε μπαρ, αναγνώστες της βιβλιοθήκης, πλανόδιους μουσικούς και ξεχασμένους ποιητές.

«Μπορείς να μ’ αγαπήσεις;», «Πως θα σου φαινόταν η ιδέα να σου δώσω ό,τι πολυτιμότερο έχω, να σε θαυμάζω και να φροντίζω κι εσύ να μ’ αγαπάς και να με νοιάζεσαι;», «Τι θα έλεγες να γνωριστούμε και να ερωτευτούμε χωρίς φόβο και αμφιβολίες;». Άλλοι την κοιτούσαν σαν τρελή, άλλοι σκεφτόντουσαν λίγο και πριν αρχίσουν να τρέμουν μόνο στην ιδέα των προτάσεών της, έφευγαν. Οι περισσότεροι άρχισαν απλά να τρέχουν.

 

Αποκαμωμένη, πήγε στο αγαπημένο της μπαράκι, κάθισε στην άκρη της μπάρας και χωρίς καν να μιλήσει της έφεραν το αγαπημένο της ποτό. «Με έναν πάγο παρακαλώ».

«Τι έγινε Αφροδίτη; Σε ξέχασε ο γιος σου ο Έρως;». Τα λόγια του μπάρμαν της έφεραν αποστροφή. Ξέρασε μερικά τριαντάφυλλα, κάτι μαραμένα ζουμπούλια και μερικούς όρκους αιώνιας αγάπης.
Γύρισε, τον κοίταξε κι απάντησε «Όλους ξεχασμένους σας έχει. Σας βαρέθηκε. Έχετε, λέει, πολύ πολυάσχολη καθημερινότητα και οι καιροί σας τρομάζουν. Βουλιάζετε, λέει, στη μιζέρια και την ανασφάλεια. Έχετε γίνει, λέει, ανίκανοι να ερωτευτείτε γιατί σκλαβώνετε τον εαυτό σας και δεν τον αφήνετε να αισθανθεί.»

Το βλέμμα του μπάρμαν άλλαξε. Κάτι σα να θυμήθηκε. Ίσως μια κοπέλα που ‘χει ξεχασμένη στα σπλάχνα του και συγκεκριμένα στην χολή. Ίσως να αναρωτήθηκε και πάλι αν τα λεγόμενα της Αφροδίτης ήταν ορθά. Ίσως απλά να ξέχασε να κλείσει το μάτι της κουζίνας.

«Και γιατί το λες αυτό βρε Αφροδιτάκι;» απάντησε αφού απέβαλε το γελαδίσιο βλέμμα.

«Δεν υπάρχει κανείς διαθέσιμος να αγαπήσει. Οι συνδρομητές που καλέσαμε έχουν, πιθανώς, τον συναισθηματικό τους κόσμο απενεργοποιημένο». Κατέβασε και την τελευταία γουλιά απ’ το ποτό της και έφυγε.

Έξω απ’ την πόρτα την περίμεναν δύο μικρά πανέμορφα αγγελούδια. Έκλαιγαν. Το φως τους τρεμόπαιζε.

«Αφροδίτη», είπαν, «βλέπουμε πως προσπαθείς και για σένα κρατούμε το φως μας αναμμένο. Για σένα και γι’ αυτόν που ελπίζουμε να βρεις. Μόλις μας βλέπουν οι άνθρωποι χλομιάζουν. Αισθάνονται να πνίγονται. Τη θέση μας στα μάτια τους έχει πάρει ένας πελώριος, μαυροντυμένος δήμιος, έτοιμος να τραβήξει το μοχλό της αγχόνης τους.»

«Ποιοι είστε; Είστε τόσο όμορφοι», τους είπε με δάκρυα στα μάτια. Η απάντηση την τρόμαζε.

«Έχουμε πολλά ονόματα. Άλλοι μας λένε σχέση, άλλοι δεσμό, άλλοι αποκλειστικότητα, άλλοι ‘σ’ αγαπώ’. Ή τουλάχιστον έτσι συνήθιζαν. Τώρα μας λένε ‘δεν έχω καιρό για τέτοια’, ‘είμαι μπερδεμένος’, ‘με αγχώνεις, φύγε’.»

Η Αφροδίτη έπεσε στο έδαφος. «Τι να είναι άραγε αυτό που τρομάζει τόσο τους ανθρώπους και δεν τους αφήνει ελεύθερους να ερωτευτούν; Πότε έγιναν όλοι αλλεργικοί στην αγκαλιά και το χάδι; Από πότε ο ήχος του ‘σ’ αγαπώ’, ο προορισμός του ανθρώπου, αποτελεί κάτι τόσο σπουδαίο και φρικιαστικό;» Οι σκέψεις στο κεφάλι της έγιναν τυφώνας και ο τυφώνας μια κραυγή αγωνίας και απόγνωσης.

Θα ήθελα πολύ να σας πω πως κάποιος την άκουσε και ήρθε, πως η Αφροδίτη είναι ευτυχισμένη, πως έχει δυο χέρια να την αγαπούν και να τυλίγονται γύρω της τα βράδια, όμως θα έλεγα ψέματα.

Η Αφροδίτη που ήταν έτοιμη να τρελαθεί, τελικά τρελάθηκε κι ακόμη τριγυρνά στους δρόμους τα βράδια ψάχνοντας τον αγαπημένο της.