Μικρά παιδιά μετρούσαμε αντίστροφα τις μέρες, να μπει ο Δεκέμβρης να στολίσουμε, φούξια και τιρκουάζ και πράσινα, και κόκκινα κι ασημί και χρυσά. Όλα μαζί. Όσο πιο παρδαλά, τόσο πιο ωραία. Και φυσικά πολύχρωμα ψυχεδελικά λαμπάκια. Με μουσική. Ζήτω το κιτς! Είχαμε και αγαπημένα στολίδια. Κρυφά, τα άλλαζα θέση, να είναι τα δικά μου μπροστά, να φαίνονται. Δεν τα έβλεπε βέβαια και κανείς, γιατί ήταν στο καλό σαλόνι, για τους ξένους. Μα ξένοι δεν ήρθαν ποτέ στο σπίτι μας, μόνο δικοί μας άνθρωποι.
Πιο δίπλα είχαμε στην τραπεζαρία -την καλή ντε!- τις πιατέλες με τα γλυκά. Φυσικά χειροποίητα, “να μυρίσει το σπίτι”, ούτε λόγος για τα “ντιπ ψεύτικα” του ζαχαροπλαστείου! Εκεί, κοντά με τη φοντανιέρα την κρυστάλλινη, τη γεμάτη με σοκολατάκια γεμιστά με λικέρ. Επίτηδες αυτά, τα άλλα τα πράσινα τα τρώγαμε και τα έκρυβαν.
Κάπου εκεί, στο τραπεζάκι, υπήρχε πάντα ένα (τουλάχιστον) αλεξανδρινό, με το χρυσόχαρτο από το ανθοπωλείο ακόμα γύρω του, δώρο για τη γιορτή του μπαμπά. Κάθε χρόνο, όλο και κάποιος θα έστελνε γιατί είχε αλλού να πάει, βλέπεις ήταν τότε η εποχή των επισκέψεων στις γιορτές, άνοιγαν τα μεγάλα σαλόνια. Η κάρτα έμενε πάνω για καιρό.
Καθώς κρεμάω τα στολίδια, θυμάμαι που κρεμούσα με μανταλάκι το γράμμα μου για τον Άγιο. Όλο κάτι ήθελα, όλο κάτι ζητούσα. Ποτέ δε μου έφερνε το ίδιο, θα του έπεφτε φαίνεται ακριβό, αλλά δε θυμάμαι ποτέ να λυπήθηκα. Ίσα- ίσα. Θυμάμαι τη χαρά, τη λαχτάρα, τον ενθουσιασμό όταν έσκιζα το χαρτί. Και δωσ’ του οι καυγάδες με τα αδέρφια αν υπάρχει ή όχι. Δε με ένοιαζε. Εγώ πίστευα ότι υπάρχει. Ίσως ακόμα πιστεύω. Πάντως ακόμα του γράφω. Και να ξέρετε, μερικά μου τα έχει φέρει!
Θυμάμαι ακόμα έναν αδύνατο ψηλό νέο, που ντύθηκε μια φορά για να μας πείσει ότι ήρθε. Ακόμα δεν έχω μάθει ποιον κακομοίρη επιστράτευσε η μαμά για να χαρούμε. Μόνο μπορώ να μαντέψω ποιος έτρωγε τα μπισκότα για να πιστέψουμε. Η κοιλιά του μπαμπά τα μαρτυρούσε όλα.