at a glance
Top

ο κόσμος ένα τόπι

κείμενο | μάρα τσικάρα */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου

μια συνομιλία με τη ζωγραφική του Θοδωρή Λάλου

Δεν ξύπνησα καλά. Τελευταία στιγμή κι έπρεπε να αρπάξω την τσάντα και να φύγω. Η μαμά με κυνηγάει με το γάλα στο ασανσέρ.  Με μια κουταλιά μέλι και οβομαλτίνη. Ίσα που προλαβαίνω την προσευχή. Φτάνω ακριβώς στο «…πάσης κηλίδος, και σώσον, Αγαθέ, τας ψυχάς ημών». Με την κηλίδα σαν τσίμπλα στο ένα βλέφαρο μπαίνω μες την τάξη.

Το μάθημα ξεκινάει με φασαρία μέχρι να ξεφλουδιστούμε από τα μπουφάν, να ανοίξουν οι τσάντες και να σκάσει μύτη το τετράδιο της ορθογραφίας. Παλεύουν οι εξαιρέσεις μέσα στο κεφάλι. Τα «λάθη» τελειώνουνε σε ήττα. Το «βράδυ» κλείνει με το ύψιλον του ύπνου. Τι άλλο να σκεφτώ να σας θυμάμαι; Όσο για το «μέλλον»…σίγουρο δεν ήτανε ποτέ. Γι’ αυτό και γράφεται περίπου σαν το «μάλλον». Πώς αλλιώς;

Γράφω σβήνω και μετά ξανά το μετανιώνω. Τρύπησε το χαρτί από κακιάς γόμας άγρια μανία. Κοιτάω απελπισμένα τη διπλανή μου μα αυτή κρύβει, με μια χουφτίτσα τόση δα, ολόκληρο τετράδιο μην τύχει κι αντιγράψω.

Ύστερα τα γράμματα γίνανε αριθμοί. Στριμώχτηκαν σε σελίδες με τετράγωνα κουτάκια. Λίγο πιο κάτω λαχταριστές πίτες με γέμιση από κλάσματα. Διαιρέσεις, πολλαπλασιασμοί… πού πάνε τόσα νούμερα όταν δεν τα βρίσκεις; Ένα εφτάρι πάντως, ξεκολλάει από το χαρτί και μου ξύνει το κεφάλι. Το τέσσερα έγινε  σπαθί, τρύπωσε στο χέρι μου, έτοιμο να αποκρούσει υπόλοιπα κρατούμενα και ό,τι περισσεύει.  Πόση ώρα ακόμη για το διάλειμμα; Αρπάζω ένα εννιά και σαν λάσο το πετάω στο ρολόι. Στραγγαλίζει τους δείχτες  κι αυτοί χτυπάνε επιτέλους το κουδούνι. Ξεσκονίζω γράμματα κι αριθμούς από τα ρούχα μου, κατεβαίνω γλιστρώντας τη μαρμάρινη κουπαστή και τρέχω στην αυλή…

Εδώ δεν έχει τόσο σοβαρά προβλήματα όσο μες την τάξη. Εδώ είναι όλοι. Ακόμα και τα πεύκα που ξερίζωσαν μετά από χρόνια. Κι εκείνοι που τρελάθηκαν κι αρρώστησαν ή μας ξέχασαν τελείως. Δεν λείπει κανείς. Δεν υπάρχουν υποχρεώσεις, δικαιολογίες, βαριέμαι να τους δω, θεέ μου πόσο άλλαξες, πώς πέρασαν τα χρόνια. Δεν υπάρχουν δουλειές, απολύσεις, κρίσεις κι όνειρα που ξέφυγαν απ’ το δρόμο τους και γίναν εφιάλτες. Είμαστε οκτώ εννιά δώδεκα κι ο κόσμος ένα τόπι. Κι ο ουρανός φιλόξενος, πετάει τη μπάλα πίσω: Εγώ θα γίνω ηθοποιός, ποδοσφαιριστής μπορεί και αστροναύτης. Κι εκεί ψηλά κάποιος «βασιλεύς ουράνιος παράκλητος» ακούει και γελάει.

Πάλι ξύπνησα αργά. Διόρθωσα τα ανορθόγραφα όνειρα, ίσιωσα τους αριθμούς, έβαλα τη λαχταριστή πίτα σε τάπερ στο ψυγείο, έκλεισα με κουρτίνα την τσιμεντένια αυλή να μην τη βλέπω. Χθες βγήκα με συμμαθητές από το Δημοτικό. Παίξαμε μήλα, κεφτέδες, τηγανιές, τσιγάρα- ποτά. Μόνο κρυφτό δεν παίξαμε. Άντε τώρα να κρυφτείς από κείνους που σε ξέρουνε από τότε. Γνωρίζουν τα κατατόπια σου σαν παιδική μνήμη. Σαν τότε που ήμασταν οκτώ εννιά δώδεκα κι ο κόσμος ένα τόπι.