Οι νεραντζιές που άνθισαν.
Το βρεγμένο -από υγρασία- χορτάρι.
Η μυρωδιά των λουλουδιών κάθε απόγευμα.
Το χωριό και το τραπέζι στην αυλή.
Με ζακέτες πάντα, γιατί έχει ψύχρα.
Γυναίκες που πηγαινοέρχονται με πιατέλες στο χέρι.
Τα κόκκινα αυγά να ξαναμπαίνουν στο καλάθι σπασμένα- ποιός να τα φάει τόσα;
Ο θείος και το κόλπο του όταν τσουγκρίζει- που μάταια προσπαθούμε τόσα χρόνια να καταλάβουμε πώς το κάνει.
Το πρώτο τσίπουρο για ορεκτικό. Κι ο μεζές.
Η ανυπομονησία του παππού για το γεύμα- βλέπεις, αυτός νήστευε.
Η γρίνια της μαμάς ότι πάλι ξενύχτησες και νυστάζεις.
Το συνωμοτικό βλέμμα των ξαδέρφων για όσα έγιναν χτες.
Οι πίτες που ποτέ δε λείπουν από κανένα τραπέζι.
Κι η σκέψη ότι πρέπει να πάρουμε τα μυστικά της γιαγιάς για το φύλλο, ως προίκα.
Το φρέσκο κρεμμυδάκι στο μαρούλι, το λάδι “το δικό μας” στη σαλάτα.
Το κρέας, που -κι ας μη νήστεψες- τόσο σου έλειψε από το σπίτι.
Κι εκείνο το φαγητό με το παράξενο όνομα.
Κατά βάθος δεν σου αρέσει πολύ. Μυρίζει Πάσχα όμως…
Μαστίχα. Και μαχλέπι.
Και η ανάλυση για όλα τα τσουρέκια. Όλων των χρόνων. Ανασκόπηση.
Και πάντα εκείνη η αστεία ιστορία για τότε που κάηκαν.
Οικεία πρόσωπα. Ήρεμα- καλά, όχι πάντα. Αγαπημένα χαμόγελα.
Οικογένεια.
Ευχές να μη λείψει κανείς, ανακούφιση που αυξάνεστε με τα χρόνια.
Έρχεται και η σειρά σου. Ευχές για ζευγάρωμα- είναι κι η εποχή.
“Και του χρόνου διπλή”, λες κι η μονάδα είναι λειψή.
Χιούμορ και πλάκες και αυτοσαρκασμός για να την παλέψεις.
Δε σε ενοχλεί πια- γελάς.
Ο ελληνικός και το λουκούμι.
Τριαντάφυλλο συνήθως,
Κι η καρύδα στο πτι-φουρ.
Δε χωράει, μα θα το φας.