
κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου + λευτέρης τσότσος */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης + τάσος θώμογλου
γαλάζιο και σταχτί
Άδεια η Πόλη-“πού πήγαν όλοι;”. Γυρνάω σπίτι και σε βρίσκω με το σακίδιο έτοιμη. Μου δίνεις ένα φιλί στο στόμα και μου λες στο αυτί, “θα φύγω με τα κορίτσια Χαλκιδική, για μπάνιο. Μην μου στεναχωριέσαι που θα μείνεις μόνος το Σαββατοκύριακο. Το επόμενο δεν θα δουλεύεις και θα πάμε παρέα”. Πώς να ξενερώσω και να μην φανεί στο βλέμμα, σαν πεντάχρονου παιδιού που σε κοιτάει στα μάτια; Πού να κρυφτώ; Σε ποιά σπηλιά από ψέμα, να λουφάξω; Εσύ που με ξέρεις τόσο καλά. Πώς να κρυφτώ από σένα;
“Θα σου αφήσω και τη Μυρτώ, παρέα”. Και βρήκα ευκαιρία να ξινίσω τα μούτρα μου και να σου πω “ωραία-ΣΚ καμμένου Ιούλη, εγώ κι η σκύλα μου παρέα”. Γέλασες, με φίλησες στο στόμα και μου άφησες φαγητό στο ψυγείο και τη πόρτα του ασανσέρ της πολυκατοικίας, καθώς έφυγες, να κάνει “μπαμ” κατευθείαν στη καρδιά.
Και κάπως έτσι πήρα τηλέφωνο τον κολλητό μου, τον Κώστα. Μου είχε πει, ότι θα έχει έξοδο από το στρατό και θα ερχόταν Σαλόνικα, από Κιλκίς να αράξει. Κι όμως έφαγε εμπλοκή.
Κλείνω κλήση, κάνω κλήση, παίρνω επόμενο τηλέφωνο. Ο Χρήστος, τσατισμένος που ήταν να πάει Αγιόκαμπο και δεν έκατσε η φάση. Και του απαντώ, “κι εγώ στραβωμένος μέσα σε μια έρημη πόλη. Βραδάκι, κατεβαίνουμε βόλτα στο Λευκό Πύργο;”…”Μέσα, bro”, μου είπε, και σάλτα και γαμίσου διήμερο του καύσωνα και του κενού τσιμέντου κώλε, που μόνο ψυχολογία ξέρεις να μου ρίχνεις στα τάρταρα….σκέ-φτη-κα…
Εκείνη, κάθε τρεις και δέκα, να μου στέλνει photo στο viber. Κοριτσοπαρέα μποτιλιαρισμένη έξω από την πόλη, μέσα στο αυτοκίνητο στοιβαγμένες έξι-αλλά ποιόν τον νοιάζει. Κοριτσοπαρέα πίνει rudler σε δοχειάκι με πάγο μέσα, στο beach bar. Κοριτσοπαρέα βουτάει. Σκεφτόμουν με τόση φωτογραφία από τις φίλες της, να φασωθώ το φθινόπωρο με κάποια από δαύτες. Έτσι για το κέρατο και το γαμώτο. Αλλά μετά, θυμόμουν ότι ήμουν καλός άνθρωπος, έκανα την μονόλεπτη ταβανοθεραπεία μου και ηρεμούσα.
Πήρα τη Μυρτώ, το λουρί της στον δικό μου λαιμό και βγήκαμε τσάρκα. “Άκρα του τάφου η σιωπή στο κάμπο να βασιλεύει”…να βρίσκεις να παρκάρεις όπου γουστάρεις. Να μην βρίσκεις άνθρωπο να τρακάρεις έναν αναπτήρα που ξέχασες για το τσιγάρο.
Πάω στον Αντώνη στη γειτονιά, να πάρω ένα dvd. Με κοιτά με το βλέμμα της απορίας-που μόνο εκνευρισμό μπορεί να σου φέρει-“μα, εσύ δεν έφυγες μια Χαλκιδική;”. Μια και καλή, του απάντησα, όταν πάω να μονάσω. Άρχισε να μου προτείνει ταινίες, άρχισα να οικτίρω τον εαυτό μου, πήρα μια κωμωδία “της παρηγοριάς” κι έφυγα. Στο Λευκό Πύργο γεμάτο κόσμο και μαλλί της γριάς. Ο Χρήστος με περίμενε στο παγκάκι. Κι αρχίσαμε τη βόλτα, by Θερμαϊκός, εμείς-δυο νταγκλαράδες και μια Μυρτώ, χωρίς λουρί.
Ποδήλατα να σε αποσυντονίζουν. Κιθάρες να σε απογειώνουν. Κάτι γυφτάκια που μαλώνουν για ένα χωνάκι παγωτό “κι εσύ Θεέ και ήλιε βάρα”. Και οι φωτογραφίες στο viber να συνεχίζουν να έρχονται. Μούχρωμα στη Χαλκιδική. Ηλιοβασίλεμα τα κορίτσια στην ακτή. Παγωτό-γλύψιιμο και σφηνάκια στο instagram. Δεν απαντώ, σε καμία φωτό. Αν απαντήσω, με φοβάμαι από τα νεύρα. Παίρνει τηλέφωνο-σηκώνω-“γιατί δεν απαντάς;”…Πφφφ…γυναίκες…ούτε μια στάλα σιωπής δεν αντέχουν. Εκεί να χωθούνε να ζητήσουν εξηγήσεις κι από τη σιωπή σου. Λέμε τα βασικά, ότι δηλαδή εκείνη θα βγει με τις φίλες της στο κλαμπ της Βουρβουρούς-έχει κλαμπ η Βουρβουρού; Και με τα λίγα και με τα πολλά, της εύχομαι να περάσει καλά. Κλείνω κινητό. Όχι. Το ξαναπιάνω και το απενεργοποιώ.
Είναι αυτή η φάση που δεν ξέρω τί θέλω. Δεν ξέρω που το θέλω και πως. Που μου φταίνε όλα, φάση. Γκρίνια εσωτερικής κατανάλωσης να κάνει μπουμ και να καεί το πελεκούδι. Όχι. Αντίσταση. Αντίσταση είναι ο Χρήστος. Μου λέει για την κοπέλα του, που θέλει να χωρίσουν γιατί δεν θέλει να παντρευτούν. Για την ελευθερία που δεν πρέπει να χάνεται στη ζωή. Για την δέσμευση του κορμιού και της ψυχής. Για το τί είναι απιστία; Και στην τελική, τί είναι πίστη; Πώς είναι η δέσμευση;
“Θες να σου δώσω για 24 ώρες τη Μυρτώ, το σκυλί, να δεις πως είναι η δέσμευση;”, του απάντησα. Πάρε και το dvd μόνος σπίτι σου, με την Μυρτώ, να δεις φάση “γάμος με σκύλα”; Φάγαμε τις φρουτοσαλάτες μας στη παραλία. Κι εκείνος, με αποχαιρέτησε, μαζί με τη Μυρτώ, για 24 ώρες-για να δει-λέει-πόσο πιστό είναι ένα σκυλί. Και δη θηλυκό. Αυτοί είναι οι φίλοι μου. Ο καθρέφτης του εγώ μου. Βγάλε συμπέρασμα και κάντο κάδρο, after ektyposis.
Έμεινα να στρίβω τσιγάρο και να ψάχνω αναπτήρα. Ήρθε κάθισε στο σκαλοπατάκι μπροστά στη θάλασσα, εκείνη. Μια άγνωστη. Μου έδωσε αναπτήρα, μου σιγομουρμούρισε Monophonics, κι έτσι γύρισα να ασχοληθώ με το αναπάντεχου του Σαββατόβραδου, τούμπανο. Μεσάνυχτα είχαν πάει. Η παραλία δεν είχε τα πάνω-κάτω τα πολλά του κόσμου, κι εκείνη μου μιλούσε για τον Χατζιδάκι, το “Moonlight” που είχε δει, τα νεύρα του κόσμου και πως μια πόλη κοιμάται ερήμην της αλήθειας της.
Με ρώτησε, άξαφνα, τί αγαπώ. Ήθελα να της πω, ότι η κυκλοθυμία μου δεν μου αφήνει ούτε αυτό να καταλάβω. Ότι ξέρω πως ήθελα να είμαι σε μια παραλία, να λιάζομαι, να καίγομαι, να τσουρουφλώ, να βγάζω ελιά στη πλάτη από τον κίτρινο του ήλιου που σε καίει, να κολυμπώ, να πίνω, να μην μιλάω και της απάντησα….
“Τί αγαπώ; Απόψε; Εσένα”…Μείναμε για κανά μισάωρο εκεί στα σκαλοπάτια δίπλα στη θάλασσα. Κάτι περαστικοί ενίοτε έκαναν κομπαρσαρία σουλάτσου στην απρόβλεπτη ταινία του καλοκαιριού-dvd που δεν είχα νοικιάσει, και θα διαρκούσε μια νύχτα. Έγυρε το κεφάλι της, στον ώμο μου. Συνέχιζε να τραγουδά κάτι από Beatles. Μου έδωσε το ένα ακουστικό, από τη μουσική που είχε στο κινητό. Μοιραστήκαμε τα ακουστικά. Έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια μου. Το χάδι της αγρύπνιας ορίζει της νύχτας τη φάση.
Η πόλη ξυπνά ελευθερία, όταν οι άλλοι λείπουν ή κοιμούνται ησύχως, με ανοιχτές μπαλκονόπορτες, ταμπλέτες και φιδάκια.
Εμείς σε ένα ημισκότεινο στενό-αδιέξοδο, κάτω από μια σβησμένη κολώνα φωτός, θυμηθήκαμε την ορμή του εφήμερου. Την απιστία του κορμιού, που δεν σημαίνει απόλυτα και κάτι για την ψυχή. Ειδικά, άμα αυτή, η τελευταία, είναι αλήτισσα.
“Θα ’ρθει καιρός που μ’ έξαρση θα καλωσορίζεις τον εαυτό σου σαν θα φτάνεις στη δική σου πόρτα, στον δικό σου καθρέφτη, κι ο ένας χαμογελώντας θα καλωσορίζει τον άλλο και κάτσ’ εδώ θα λέει. Τρώγε. Θ’ αγαπήσεις ξανά τον ξένο που ήταν ο εαυτός σου. Δώσε κρασί. Δώσε ψωμί. Δώσε πίσω την καρδιά σου στον εαυτό της, στον άγνωστο που σ’ αγάπησε όλη σου τη ζωή, που εσύ αγνόησες για κάποιον άλλο, που σ’ έχει αποστηθίσει. Κατέβασε τα ερωτικά γράμματα απ’ το ράφι, τις φωτογραφίες, τα απελπισμένα σημειώματα, ξεφλούδισε από τον καθρέφτη την εικόνα σου. Κάθισε. Απόλαυσε τη ζωή σου”. Derek Walcott