at a glance
Top

καταφύγιο

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου

μυστήρια πλάσματα

Ανοίγεις την πόρτα και μπαίνεις σπίτι. Για δες, παράξενα που ακούγεται όταν ανοίγεις απ’ έξω. Τόσο καιρό κλείδωνες-ξεκλείδωνες, από μέσα μόνο. Δεν είχες και πουθενά να πας. Μόλις μπαίνεις μυρίζει αυτή η γλυκιά, γνώριμη -σχεδόν ανεπαίσθητη- μυρωδιά του σπιτιού. Λίγο ο καφές που εξατμίζεται από το πρωί-πάλι δεν πρόλαβες να τον τελειώσεις- ανακατεμένος με λίγη λεβάντα για το σκώρο τώρα που μάζεψες τα μάλλινα, μαζί με το άρωμα που ψεκάζεις πίσω απ’ το αυτί κάθε πρωί. Είναι χαρακτηριστική η μυρωδιά του κάθε σπιτιού-όπως του κάθε ανθρώπου-, λες κι έχουν ποτίσει οι τοίχοι παρουσία. Έτσι κι αυτό το σπίτι, σα στοιχειωμένο, κρύβει μέσα του φωνές από παρέες, ανάσες από έρωτα, εριστική σιωπή από μοναξιά, γέλια που κόλλησαν στο ταβάνι, στιγμές που μόνο αυτοί οι τοίχοι μπορούν να ομολογήσουν- και μόνο εσύ μπορείς να τις ακούσεις.

Είχες ξεχάσει πώς μύριζε. Βλέπεις, όταν είσαι μέσα συνέχεια, συνηθίζεις τη μυρωδιά και δεν την απολαμβάνεις. Όπως γίνεται και  με όλα τα πράγματα όταν τα πολυσυνηθίσεις. Είχες ξεχάσει πώς είναι να κάθεσαι με ανακούφιση στον καναπέ μετά από μια δύσκολη μέρα, πώς άπλωνες τα πόδια στο μπράτσο της πολυθρόνας για να τα ξεκουράσεις από την ορθοστασία της δουλειάς, πώς άνοιγες το ραδιόφωνο για να χαλαρώσεις το μυαλό σου από την πολυκοσμία. 

Έχεις θυμηθεί βέβαια, πώς είναι να πίνεις τον καφέ σου το πρωί χωρίς να κοιτάς το ρολόι, και -μάλιστα- να τον τελειώνεις! Έχεις  θυμηθεί πώς είναι να κοιμάσαι και να ξυπνάς χωρίς να σε  κυνηγά ο χρόνος, τα ραντεβού, οι προθεσμίες, αλλά και να έχεις χρόνο να μιλάς στο τηλέφωνο για το τι θα μαγειρέψεις αύριο, για τα λουλούδια σου που άνθισαν και ενθουσιάστηκες, για τη ζωγραφιά που έκανες μετά από χρόνια, για τα τραγούδια που ξέθαψες καθώς συγύριζες την αποθήκη. Θυμήθηκες πώς είναι να κάνεις δεκάλεπτη μάσκα μαλλιών- και όχι του λεπτού κι αυτή στα γρήγορα-, να χρησιμοποιείς επιτέλους  όλα εκείνα τα περίεργα μπουκαλάκια που πιάνουν όλο το ντουλάπι του μπάνιου, να διαβάζεις ένα βιβλίο, να περιποιείσαι τον εαυτό σου και να τον κακομαθαίνεις. Να κάνεις διάλογο με το ταβάνι, να ονειροπολείς, να έχεις χρόνο να σκεφτείς- ακόμα και να βαριέσαι χωρίς ενοχές!

Κατάλαβες τελικά  τι σου είχε στ’ αλήθεια λείψει, τι δεν σου αρέσει  πια, τι θα ήθελες να αλλάξεις, τι έκανες από συνήθεια -τελικά- κι όχι από πάθος. Σα να ξαναγύρισες μετά από καιρό σε μια παλιά, μεγάλη αγάπη: πάντα τη δεύτερη φορά ξέρεις πώς πρέπει να τη ζήσεις.

Κι ας το είδες για λίγο φυλακή- για λίγο ήταν. Ήξερες μέσα σου πως έτσι είναι το σπίτι: όπως οι άνθρωποι στη ζωή σου. Καταφύγιο.