κείμενο | νίκη ζερβού */* φωτογραφίες | νίκη ζερβού
κείμενο | νίκη ζερβού */* φωτογραφίες | νίκη ζερβού
Σήμερα όπως περπατούσα στον δρόμο, είδα έναν παππού που κόζαρε μια γιαγιά καθώς πέρασε από μπροστά του. Χτες το βράδυ, στο απέναντι μπαλκόνι έπαιζε πάλι δυνατά μουσική και μαζεύτηκε η παρέα του Παύλου του γείτονα. Πήγα σ’ ένα πάρτι με κοκτέιλ από ρακή και γκρέιπφρουτ και είδα πολλούς φίλους. Χόρεψα, γέλασα, ήπια, έφαγα και ξύπνησα με χαγκοβερ. Σκέφτηκα «τι ωραίο πράγμα να πονάει το κεφάλι σου απ’ την καλοπέραση».
Πριν από λίγες μέρες άλλος ένας φίλος έφυγε απ’ τη ζωή. Κι εγώ πάλι γλέντησα. Είμαι σίγουρη πως δε θα ήθελε κανείς να καθόμαστε να κλαίμε και να χάνουμε κι εμείς τα νιάτα μας. Μπορεί να ακούγεται σκληρό αλλά αλήθεια πιστεύω πως οι φίλοι δε θέλουν να λυπόμαστε γι’ αυτούς και η ζωή συνεχίζεται. Ποτέ δε μένει η ίδια, αλλά συνεχίζεται. Είναι πολύ περίεργο να θάβεις φίλους όταν δεν έχεις φτάσει καν τα 25. Η τρωτότητα του εαυτού γίνεται συνειδητή αιφνιδιαστικά και αφύσικα. Και ας μη μένουμε στο μικρόκοσμό μας: Την στιγμή που διαβάζεις την ταλαιπώρια μου, φίλε αναγνώστη, πεθαίνουν εκατοντάδες άνθρωποι παγκοσμίως. Οι περισσότεροι εκ των οποίων αιφνιδιαστικά και αφύσικα. Άλλη μια ταλαιπώρια της ζωής, το πένθος, τα δεινά, ο θάνατος. Φτάνω σε σημείο να πιστεύω πως ο θάνατος από μόνος του δεν είναι τίποτα μπροστά στην οδύνη του άρρωστου, του κατατρεγμένου και του δυστυχή.
Το ειρωνικό της υπόθεσης, εν τω μεταξύ, είναι πως η ιδέα, η αντίληψη και οι συνέπειες του θανάτου, αφορούν κατ’ αποκλειστικότητα, τους ζωντανούς. Οι ζωντανοί θρηνούν, οι ζωντανοί υποφέρουν. Ο νεκρός είναι πλέον μια ιστορία αποτελούμενη από άλλες, μικρές ιστορίες. Μπορεί πολλοί από σας να έχετε φτάσει στα συμπεράσματα αυτά καιρό τώρα και να μιλάω για τα αυτονόητα, αλλά, ευτυχώς, δεν μοιραζόμαστε όλοι την ίδια πραγματικότητα. Αυτό που για κάποιους είναι αυτονόητο, για κάποιους άλλους αποτελεί μια συγκλονιστική συνειδητοποίηση και επειδή φροντίζω να σας ενημερώνω για όλα τα συνταρακτικά πράγματα που μου συμβαίνουν, αυτό είναι το συνταρακτικό της βδομάδας.
Αυτή η ταλαιπώρια είναι αφιερωμένη σ’ αυτούς που δε θα τη διαβάσουν ποτέ.