at a glance
Top

Τέσσερα τα όχι

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | γιώργος κασαπίδης */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης

Μια ιστορία μικρή

Όταν η νύχτα είναι άγρυπνη ο χρόνος διαστέλλεται. Τα λεπτά γίνονται μέρες και οι ώρες χρόνια δυσβάσταχτα. Και άπαξ και προσθέσεις στην αγρύπνια τούτο τον πονόδοντο, τότε η νύχτα πέραν της μεγάλης της διάρκειας, γίνεται και άγρια! Κι όσα εχέγγυα κι αν έχεις, τέτοιες στιγμές πάντα θα αμφιβάλεις ακόμη και για τα αυτονόητα. Θα ξημερώσει άραγε, κι αν ναι, πότε επιτέλους;

‘’Και τ’ τ’ ‘πα του διαβουλιμένου, βγάλτ’ να ησυχάσου. Ξέρω ιγώ τι φτιάνου. Ξιράδια ξέρ’ς. ‘Συ πουνάς; ‘Γω τα τραβάγου όλα. ‘Συ μόν’ λόγια είσ’, μισοριξιά.’’ κουδούνιζαν οι λέξεις, οι προτάσεις, οι απορίες, τα νεύρα και οι θυμοί μεσ’ το κεφάλι του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε στο νου του και το μπατζανάκη του που θα του κουβαλιώτανε πρωινιάτικα για το γνωστό το λόγο. Τέσσερα όχι, μέχρι τα τώρα. Το ένα πιο μεγάλο απ’ τ’ άλλο. Μέχρι… μέχρι στο χτηματάκι του ήρθε τις προάλλες. Απάνω στη δουλειά. Τέτοιο θράσος, ο αθεόφοβος.

Την πρώτη φορά που το ξεστόμισε ήτανε Κυριακή της Αποκριάς, πάνω στη χαρά του τσίπουρου και στα μεζέδια μέσα. Τις άλλες δύο, τον περίμεναν στο σπίτι και οι τρεις τους, συνεννοημένοι. Ο μπατζανάκης με την κυρά του, μαζί με τη δική του την κυρά, αντάμα. Στο τζάκι δίπλα, με τα κεφάλια κάτω. Σαν είπε όμως όχι, όχι. Τραντάχθηκαν τα μονά τα τζάμια στα παράθυρα και λίγο θέλανε να γίνουνε κομμάτια, μα ίσως σεβάστηκαν κάπως την έντονη στιγμή και κάνανε κουράγιο και κρατηθήκαν όρθια. Πέσανε χώματα, όμως, από τους λασπότοιχους με τ’ άχυρα δεμένους. Ό χ ι! Πιο βέβαιο κι από εκείνο των Ελλήνων στον Μουσουλίνι.

Τάχα για καφέ θα ερχότανε, για να τα πούνε λίγο, ‘’Σας χάσαμε, καλέ, ‘σεις εδώ κι εμείς πέρα στις πέρα κάμπους, χαχα…’’. Ίσως να κάθονταν και για φαΐ. Όρεξη τους είχε.

‘’Γαμώ τ’ δόντι μ’, γαμώ την Πανα-‘’. Δεν το ‘πε. Καλύτερα να ‘χανε τη φωνή του. Τέτοιες βλαστήμιες, όχι. Γράμματα πολλά δεν ήξερε, της Εκκλησίας δεν ήταν αλλά, τέτοιες βλαστήμιες, όχι.

‘’Γαμώ τ’ς μάνας τ’, γαμώ.’’ Το ‘πε. Αα, το ‘πε! Τέτοιες βρισιές του περίσσευαν. Κι άπαξ και άρχιζε, μονάχα ο Άη Θανάσης θαρρείς τον σταμάταγε, που ‘βλεπε να γυαλίζει ο Σταυρός του πάνω στον τρούλο απέναντι, σαν έβγαινε στο κατώφλι του σπιτιού του. ‘Κει, κάπως σα να συνερχότανε.

Τέλειωνε το καλοκαίρι. Ξεψύχαγε στα χέρια ενός Σεπτέμβρη, αφημένο στο έλεός του. Παραδομένο πλήρως μετά την κορύφωση της Παναγιάς. Λάλησε ο κόκορας τρεις φορές, όπως πάντα. Προϋπάντησε τη μέρα. Κι ένας ξυλότρυπος έδινε και ξανάδινε, έξυνε και ξανάξυνε, έψαχνε και ξανάψαχνε σε μιας γερασμένης βελανιδιάς τον κορμό με το ράμφος του, με χίλιους και έναν χτύπους, ό,τι μονάχα εκείνος γνώριζε καλά. Η ορχήστρα φύση άρχιζε στα χέρια, πλέον, της ‘μέρας μαέστρου’ μια νέα μελωδία.

Είχε κατεβάσει ένα μπουκάλι τσίπουρο. Ξέπλυνε, φτύσε, πιες. Ξέπλυνε, φτύσε, πιες. Και όλο απ΄ την αρχή. Τσαρούχι ο στόμας. Αλλά το ‘βγαλε ‘’τ’ γαμημένο, γαμώ το ξεσταύ-‘’. Δεν ολοκλήρωσε. Μετέωρος ο Σταυρός, Θε’ του σχώρα τον. Το ‘βγαλε μόνο του το θηρίο με μια τανάλια. Να, τέτοιος άντρας ήτανε. Μ’ ένα φανελάκι να δαγκώνει και να σιγοσκούζει μέσα στα αίματα, τον βρήκε ‘κείνος ο ήλιος. Μάσαε και λίγο καπνό πού και πού, μήπως και κόψει η πληγή πύον και αίμα να ξερνά. Αίμα τριαντάχρονου και κάτι. Που βράζει, που κόβει στα δυο το κούτσουρο με μία τσεκουριά, που δένει μ’ ασφυχτικούς κόμπους τα φορτιά απάνω στα μουλάρια. Που κατεβάζει -μόνο αυτός- το τελευταίο κεράσι από το πιο ψηλό κλαρί. Μονάχα αυτός! Να, τέτοιο αίμα κύλαγε μέσα του. Και τώρα, κάμποσο έξω του…

Ξύπνησε και η κυρά του έξι παρά για να θηλάσει, και άμα τον είδε μες το αίμα λαχταρίστηκε, η γυναίκα. Πολλά είχανε δει τα μάτια κι εκεινής και σείστηκε ο κόσμος της μόλις τον αντίκρυσε να δαγκώνει το ματωμένο μαντήλι-και όχι πλέον τη φανέλα του- και να ξυρίζεται μπρος στον καθρέφτη του στην όξω βρύση. Μήτε καλημερίστηκαν Κυριακάτικα. Ήξεραν καλά τι τους περίμενε, για καλημέρες ήτανε;

Κι έφτασε ο Βασίλης με τη Μάρω του, μ’ ένα σωρό πεσκέσια για τι μικρές, με κάτι χαμόγελα πλατιά και με μυρωδιές ποτισμένες στην κάθε κλωστή των ρούχων τους σ’ έναν εμετικό συνδυασμό από ναφθαλίνη, κεριά  και λιβάνια. Μόλις σχόλασε η εκκλησιά κατέφθασαν. Αγκαλιές τα γλυκά τα σιροπιαστά, οι πάστες και τα γλειφιτζούρια. Μέχρι και μήλα ζαχαρωτά. Για τα κορίτσια όλα. Μόνοι τους ήπιαν τον καφέ, μόνοι και τα γλυκά του κουταλιού που κεραστήκαν, και μοναχοί τους κατάπιαν τη λαλιά τους όλοι τους, με το που εμφανίστηκε στην κάμαρη μπροστά, βουβός και επιβλητικός, η Μανόλ’ς. Κράτησε μετά βίας μέσα απ’ τα χείλη του ένα ρέψιμο που ‘θελε να ‘ξωπηδήσει και το ξανακατάπιε, μα εκείνο το όχι του, τούς το ΄τριψε μεγαλοπρεπώς στου καθενός τη μούρη. Πρώτα στον μπατζανάκη του, έπειτα στης κουνιάδας του και τέλος στης κυράς του, που σιγοντάριζε στις πεθυμιές τους. Εκείνη, η έρμη, τα ‘ξερε καλύτερα τα γράμματα. Κι από τις δυο πλευρές. ‘’Δι’ βγαίν’ Μανόλ’ μ’. Μιτρημένα κουκιά τα μιροκάματά σ’. Δεν τα χουρταίνουμι τόσα στόματα!’’. Είχε τα δίκια της, η φουκαριάρα. Όλα από τα δικά της τα χέρια περνούσανε. Κι εξάλλου, στην αδερφή της θα το ‘διναν το πέμπτο τους -κι αυτό κορίτσι, να ΄ταν πιδί, κουβέντα δε θα έλεγε- όχι σε ξένο. Στη στέρφα την αδερφούλα της. Ψυχικό θα κάνανε.

Όχι, ξανάπε η Μανόλ‘ς κι έδωσε μια στο τραπέζι με το ποδάρι του κι έκανε μια για πάντα παρελθόν ό,τι αναπαύονταν απάνω του. Καφέδες μέτριους, γλυκό κυδώνι, παγωμένα νερά, πιρουνάκια και κουτάλια, μαζί με τον ασημένιο δίσκο της σχωρεμένης της μάνας του, προίκα του, από προίκα σε προίκα κληροδότημα. Σμπαράλια! ‘’Μανόλ’ μ’!!’’ κι έπεσε στα γόνατα ο Βασίλης, μπρος στα πόδια του Μανόλ’, ανάμεσα στα σπασμένα ποτήρια και τα σιρόπια με την αμπαρόριζα. Και του τα φίλησε με λύσσα και αλλοπαρμό, κι έκλαψε σα μάνα μπρος στο μνήμα του σπλάχνου της. Και σφίχτηκε πάνω του, όπως κρατά τον βράχο ο θαλασσοδαρμένος. ‘’Βασίλ’σσα θα σου την έχω’’. Κι έπεσε και η Μάρω. Εκεί, πάνω στους χυμένους μέτριους καφέδες και στα παγωμένα νερά, και ικέτεψε, Θεό τον έκανε κι από Θεό πιο πάνω. Και τι Θεός θα ‘ταν εκείνος αν όριζε μονάχος του των αλλωνών  τις τύχες. Όχι πεθυμητός Θεός. Όχι πανάγαθος.

Έβγαλε η Μανόλ’ς μια κραυγή που οι τέσσερις οι σουσουράδες του, μα πιο πολύ το εξαμηνίτικο τους, η μικρή, μπήξαν τα κλάματα. Θες από φόβο και τρομάρα, θες από την διαφαινόμενη απόφασή του. Τέσσερα τα όχι του, για μια ζωή το ναι… και μια κακοφορμισμένη γεύση του απόμεινε για χρόνια μες το στόμα. Σα χαλασμένο δόντι, σαν πύον με αίμα ανάμεικτο.

Βγήκε απότομα ένας Απηλιώτικος που τα ‘καιγε όλα, πέρα ως πέρα… Τα ‘καψε όλα.