κείμενο | άννα μαρία χατζή */* φωτογραφίες | άννα μαρία χατζή */* επιμέλεια Ι γιώργος παπανικολάου
μια Σαλονικιά στην Αθήνα
Chapter_thirteen
Πρότζεκτ Λακωνία
Ιούνιος 2024 στην Αθήνα. Και ενώ όλη η Ευρώπη βυθίζεται στο σκοτάδι, εγώ έχω ψηφίσει με επιστολική ψήφο και έχουμε αποφασίσει με τη φίλη μου τη Μαρίνα να αναζητήσουμε λίγο φως και ελπίδα σε μια μικρή εκδρομή στη νότια Πελοπόννησο. Πού; Στη Λακωνία!
Η βάση μας ήταν το εξοχικό της Μαρίνας στο χωριό Άγιος Ιωάννης, που είναι δυο βήματα έξω από τη Σπάρτη και άλλα δύο κοντά στον Μυστρά. Είναι το χωριό απ’ όπου κατάγεται η γιαγιά της και μυρίζει γιαγιαδίστικη φροντίδα και παιδικές αναμνήσεις. Είναι ένα πανέμορφο και ζωντανό χωριό χτισμένο στους πρόποδες του Ταΰγετου, γεμάτο πράσινο, πορτοκαλιές, λουλούδια και δρόμους όλο μυστήριο που θα ήθελα να εξερευνήσω με παιδικό ενθουσιασμό. Έχει σχολείο σε λειτουργία, αρκετούς μόνιμους κατοίκους, εκκλησία, καφενείο στην πλατεία, ταβέρνες, μπακάλικο και αυτή η ενέργεια του ζωντανού χωριού με έκανε πολύ χαρούμενη. Αν σε ενδιαφέρει να εξερευνήσεις την περιοχή, σου προτείνω ανεπιφύλακτα να μείνεις εδώ γύρω. Δυστυχώς, ο Άγιος Ιωάννης δεν έχει κάποιον ξενώνα, όμως λίγο πιο κάτω στο Παρόρειο και στον Μυστρά θα βρεις πολύ όμορφα καταλύματα εναρμονισμένα με το τοπίο και την αρχιτεκτονική του χωριού.
Εμείς είχαμε τρία βράδια στη διάθεσή μας, αλλά θα ήθελα δεκατρία.
Φτάσαμε Παρασκευή μεσημέρι μαζί με τα σκυλιά μας και αφού τακτοποιηθήκαμε και πήγαμε και ένα σούπερ μάρκετ, αράξαμε να πάρουμε μια ανάσα, γιατί ο πλανήτης καίγεται κάθε χρόνο όλο και περισσότερο. Η μέρα είχε ξεκούραση, αποφόρτιση από την εβδομάδα, τεράστια βόλτα στο χωριό και στη γύρω περιοχή με τα σκυλιά και άραγμα μέχρι το βαθύ σκοτάδι με κρασί, τυράκι, ελίτσες και μακαρόνια με πέστο.
Η επόμενη μέρα είναι αφιερωμένη στη Λακωνική Μάνη. Πρώτη στάση στο Οίτυλο, τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη πόλη της Μάνης την εποχή του Μεσαίωνα. Ένα χωριό- φάντασμα σήμερα, πολύ ήσυχο, μικρό και φοβερά καλοδιατηρημένο. Τα σπίτια πέτρινα στο χρώμα της άμμου, το τοπίο βραχώδες και με θέα τη θάλασσα. Γραφικό σαν να βγήκε από ταινία και με ενδιαφέρουσα ιστορία, η οποία θέλει λίγο ψάξιμο. Στο βάθος του βουνού θα δεις το οθωμανικό κάστρο της Κελεφάς, που χτίστηκε γύρω στο 1670 και από το οποίο σήμερα σώζονται τα εξωτερικά τείχη, τέσσερις πύργοι και κάποια ερειπωμένα κτίσματα στο εσωτερικό του. Λέγεται ότι αυτό ίσως είναι το ξακουστό Κάστρο της Μαΐνης που έχτισαν οι Φράγκοι το 1250, αλλά ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί αυτό, αφού πολλά πράγματα από την εποχή του Μεσαίωνα μένουν ακόμα στο σκοτάδι.
Αποχαιρετούμε το Οίτυλο και κατηφορίζουμε προς το Λιμένι το οποίο αποφασίζουμε να το αγναντέψουμε από ψηλά, γιατί η ζέστη δεν μα βοηθάει ιδιαίτερα στις βόλτες μας και περιορίζουμε λίγο το πρόγραμμά μας. Το Λιμένι, να σου πω, πως είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό, «καρτποσταλικό» το χαρακτηρίζουν, έχει φοβερά τιρκουάζ νερά και πλάι στην παραλία μικρά ταβερνάκια και καφέ με χρωματιστές καρέκλες και τραπέζια. Είναι ιδανικό για μπάνιο και τσιπουράκι, στο συστήνω. Εκεί βρίσκεται και ο τετραόροφος Πύργος των Μαυρομιχαλαίων, της γνωστής οικογενείας του Πετρόμπεη που γενικά επικράτησαν στην περιοχή, για να κάνεις και λίγο χαζευτήρι.
Φτάνουμε στο στόχο μας, την Αρεόπολη, «την πόλη του Άρεως». Διάβασα διάφορα πράγματα γι’ αυτό το χωριό αλλά όλοι συμφωνούσαν στο εξής: ότι είναι το ομορφότερο χωριό της Μάνης. Χωρίς να έχω γυρίσει όλη τη Μάνη σου λέω ότι πραγματικά είναι πανέμορφο και ολοζώντανο. Λυπάμαι που ένα άνθρωπος δεν έγραψε ότι είναι ιδανικό χωριό για βράδυ, για φαγητό και ποτό αφού εκτός από γραφικότητα σερβίρει και νυχτερινή ζωή. Έχει κάτι υπέροχα πολύχρωμα μικρά καφέ-μπαρ πολύ γλυκά και στα μέτρα του χωριού που θα μου άρεσε να το ζούσα ατμοσφαιρικά το βράδυ με ένα ποτό. Αντί γι’ αυτό εμείς κάναμε μεσημεριανή βόλτα όσο μπορέσαμε, εντυπωσιαστήκαμε από την αρχιτεκτονική των σπιτιών, τα ολάνθιστα λουλούδια και ιδιαίτερα τις ατελείωτες βουκαμβίλιες που θα έπρεπε να είναι το επίσημο λουλούδι του χωριού και απολαύσαμε μια σούπερ δροσιστική σπιτική λεμονάδα στο «Μανιτάρι». Είναι και αυτό χτισμένο στην πλαγιά του βουνού και κυριαρχεί το βραχώδες τοπίο, η πέτρα αυτή τη φορά σε πιο λευκές και μπεζ αποχρώσεις και τα γραφικά δρομάκια του χωριού σε ανηφοροκατηφορίζουν και σε πάνε γύρω- γύρω. Στην Αρεόπολη υψώθηκε για πρώτη φορά η σημαία της Ελληνικής Επανάστασης στις 17 Μαρτίου του 1821 γι’ αυτό και η κεντρική πλατεία του χωριού έχει αφιερωθεί σε αυτή την ιστορική μέρα. Στο κέντρο της πλατείας βρίσκεται και εξίσου ιστορική εκκλησία των Ταξιαρχών με το πολυώροφο καμπαναριό που χρονολογείται στα τέλη του 18ου αιώνα. Το καμπαναριό είναι σήμα κατατεθέν για το χωριό και φαίνεται απ’ όπου κι αν είσαι, έτσι δεν θα χαθείς ποτέ.
Φεύγουμε και από την πανέμορφη Αρεόπολη και ήρθε η ώρα για μπάνιο γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα. Αν είσαι περισσότερες μέρες στη Μάνη να συνδυάσεις την Αρεόπολη με το σπήλαιο Διρού, στο οποίο μπαίνεις με βάρκα και βλέπεις σταλακτίτες και σταλαγμίτες και είναι πολύ εντυπωσιακό.
Εμείς φορτσάραμε για την Ανατολική μεριά της Μάνης στο Γύθειο και την παραλία «Ναυάγιο» όπου έχει όντως ξεβρασμένο το «Ναυάγιο Δημήτριος» που βρίσκεται εκεί από το 1981. Διαβάσαμε πολλά για το πλοίο αυτό και υπάρχουν διάφορες ιστορίες με την πιο επικρατούσα να ισχυρίζεται πως το πλήρωμα αναγκάστηκε να καταπλεύσει στο λιμάνι του Γυθείου λόγω σοβαρής ασθένειας του καπετάνιου και επειδή είχε και διάφορα οικονομικά προβλήματα τελικά εγκαταλείφθηκε εκεί. Μετά από καιρό μεταφέρθηκε στο σημείο που είναι σήμερα. Το επίσημο όνομα της παραλίας είναι «Σελινίτσα» αλλά λόγω του πλοίου έχει υπερτερήσει το «Ναυάγιο». Η βουτιά μας συνδυάστηκε με φαγητό στο εστιατόριο «Γλυφάδα» που βρίσκεται εκεί και η γεμάτη μας μέρα έκλεισε νωρίς αφ’ ενός λόγω κούρασης και αφ’ ετέρου για να έχουμε δυνάμεις για την επόμενη επιχείρηση: τη Μονεμβασιά!
Σηκωνόμαστε νωρίς και χωρίς πολλή καθυστέρηση, ξεκινάμε για ένα μέρος που το λιγουρεύομαι δύο χρόνια τώρα. Τη βλέπω, την ακούω, διαβάζω γι’ αυτήν και όταν ήρθα στην Αθήνα ήταν από τα πρώτα πράγματα που θέλησα να δω γιατί ήταν ευκαιρία τώρα που ήρθα στα νότια. Και να τη, είναι μπροστά μου και δεν το πιστεύω!
«Το Γιβραλτάρ της ανατολής», το μεσαιωνικό φρούριο, το κάστρο της Μονεμβασιάς, ο Γιάννης Ρίτσος, είναι λίγα από αυτά που μου έρχονται στο μυαλό στο άκουσμά της. Είναι μια μικρή αλλά θαυματουργή πόλη, πάρα πολύ γραφική με έντονο το μεσαιωνικό στοιχείο εκ πρώτης όψεως και μπαίνοντας μέσα θα βρεις και βυζαντινά και βενετικά στοιχεία. Χίλιοι καλοί πέρασαν και από εδώ. Την ίδρυσαν οι κάτοικοι της Αρχαίας Σπάρτης γνωστής και ως Λακεδαίμονα τον 6ο αιώνα π.Χ. και έκτοτε λόγω θέσης πολλοί την διεκδίκησαν. Ήταν από τις λίγες πόλεις της Πελοποννήσου που τα βυζαντινά χρόνια γνώρισε εμπορική και καλλιτεχνική ανάπτυξη, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση και φυσικά είναι η γενέτειρα του δημιουργού της «Σονάτας του σεληνόφωτος» και του «Επιτάφιου», του ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Εκεί βρίσκεται το σπίτι του και ο τάφος του.
Αφιερώσαμε όλη μας τη μέρα στη Μονεμβασιά, γιατί της άξιζε, γυρίσαμε όλη την πόλη, γεμίσαμε εικόνες και ομορφιές, γραφικότητα, αρχιτεκτονική, απολαύσαμε τη θέα, τα χρώματα: πορτοκαλοκαφέ πέτρα με φόντο το μπλε της θάλασσας, κάναμε μπάνιο στην παραλία με θέα το βράχο και φάγαμε μέσα στην πόλη στην ταβέρνα «Ματούλα». Επισκεφτήκαμε τα τοπικά μαγαζιά και πήραμε τα ενθύμιά μας, δοκιμάσαμε και τα περίφημα αμυγδαλωτά της και όταν πια άρχισε να σβήνει ο ήλιος πήραμε το δρόμο της επιστροφής και υποσχέθηκα να ξαναέρθω για να ανεβώ στο κάστρο που δεν είχαμε την αντοχή να το επισκεφτούμε λόγω καύσωνα.
Η επόμενη ημέρα είναι της επιστροφής και ενώ έχουμε πει να πάμε μια γρήγορη βόλτα στον Μυστρά αλλάζουμε τα σχέδια και αποφασίζουμε να κλείσουμε την εκδρομή μας με κάτι πιο δροσερό. Έτσι παίρνουμε τα μπανιερά μας και ξεκινάμε για τις πηγές της Τρύπης, ένα παραδεισένιο μέρος μέσα στο δάσος, με νερό να ρέει άφθονο. Κάνουμε μπάνιο στο παγωμένο ποτάμι, στρώνουμε πικ-νικ και αράζουμε εκεί τόσο που χάνουμε εντελώς την αίσθηση του χρόνου.
Όταν την ξαναβρίσκουμε είναι ήδη πολύ αργά. Μαζεύουμε πράγματα, γυρνάμε σπίτι, μαζεύουμε σπίτι, φορτώνουμε αμάξι, σκυλιά και φύγαμε για Αθήνα. Επιστρέψαμε σε μια Αθήνα που φλέγεται και σε μια αμφίβολη Ελλάδα που με κάνει συχνά να αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο χάθηκαν τα όνειρα. Αυτές οι μικρές αποδράσεις με γεμίζουν ενέργεια, φως και ευγνωμοσύνη, ονειρεύομαι ξανά έναν όμορφο κόσμο και μου δίνουν δύναμη να φροντίζω να γίνομαι η αλλαγή που θέλω να δω γύρω μου.