at a glance
Top

σύννεφα που στάζουν

κείμενο | δώρα βέτσου */* φωτογραφίες | δώρα βέτσου

μυστήρια πλάσματα

Μεσημέρι κοντεύει, και δε λέει να ξημερώσει. Ναι, έχεις δίκιο, θα έπρεπε να την έχω συνηθίσει αυτή την πόλη, αλλά πάντα με ξεγελάει με το καλοκαίρι της, και την πιστεύω ότι φέτος δε θα δει χειμώνα. Κακώς, το ξέρω. Έτσι την πατάω κάθε χρόνο, τέτοια εποχή.

Ανάβεις το φως από το πρωί, περιμένοντας μήπως κάποια στιγμή δεις τον ήλιο, τον ουρανό- ένα κομμάτι-  μα άδικα περιμένεις. Το σβήνεις ξανά πριν κοιμηθείς, με την ελπίδα ότι αύριο θα σταματήσουν τα σύννεφα να στάζουν, έστω και λίγο, και θα μπορέσεις να ισιώσεις την πλάτη σου, που πήρε να γέρνει από τα αριστερά, λες και γέρασες ξαφνικά. Τόση υγρασία.

Και αν με ρωτάς, μετά από τόσα χρόνια, αν μου αρέσει η βροχή ή όχι, είναι σα να πρέπει να απαντήσω σε εκείνες τις χωρίς νόημα δημοσκοπήσεις, έτσι… κουβέντα να γίνεται. Κι αν στο “βανίλια ή σοκολάτα”, “πίτσα ή σουβλάκι”, “ξανθός ή μελαχρινός” μπορώ να κλίνω κάπου, εδώ – στη βροχή ντε- δεν έχω τι να σου πω.

Σίγουρα αν ήταν Κυριακή, και ήμουν η φοιτήτρια του πρώτου, θα μου άρεσε να χουζουρεύω  με ζεστό καφέ και κάλτσα πάνω από τη πιτζάμα, και να ανοίγω και λίγο το παράθυρο να ακούω τη λαμαρίνα του γείτονα να χτυπά σαν καρδιά στον έρωτα. Δυνατά και άστατα.

Αλλά όχι, αν δεν είναι Κυριακή- ή αν είναι αλλά δουλεύω- όπως ο νεαρός με τις βάρδιες κάπου στον 3ο, ή αν πρέπει να πάω εγώ τον καφέ κάποιου, όπως ο γιος της από πάνω, που γυρίζει ξημερώματα από τις διανομές, συχνά μούσκεμα ως το κόκαλο, ή αν δεν έχω ζεστές κάλτσες στα πόδια μου ή ζεστή πιτζάμα ή ζεστό σπίτι, όχι.  Δε μου αρέσει. Δηλαδή και σε αυτούς-δεν τους έχω ρωτήσει, αλλά φαντάζομαι δεν τους αρέσει…

Βέβαια, αν έχω ήδη μπει σε ένα πέτρινο μπαρ, άκυρη καθημερινή, νωρίς,  με καλή παρέα, και πιάσει ξαφνικά μια μπόρα, και εγώ “αναγκαστώ”  να παραγγείλω άλλο ένα(;) μέχρι να κόψει λίγο… ξάφνου γίνεται ο αγαπημένος μου καιρός. Μου έχει φτιάξει το απόγευμα.

Από την άλλη, αν ήμουν η κυρία από απέναντι, που κάθε πρωί περπατά για να φτάσει στη στάση, κι εκεί έπρεπε να στριμωχτώ στο μικρό της υπόστεγο μέχρι να φανεί το αστικό, νομίζω δεν θα την προτιμούσα.

Αν ρωτούσα όμως τον όμορφο από το διπλανό διαμέρισμα, που δεν έχω τολμήσει να ζητήσω το όνομά του, σίγουρα θα μοιραζόταν μαζί μου την αγαπημένη του ιστορία- και δική μου, επίσης. Αυτής της νύχτας,  που εκείνη του χτύπαγε επίμονα μουσκίδι την πόρτα, αδιαφορώντας για όσους ακούν ή κοιτάζουν απ’ το ματάκι, μέχρι να της ανοίξει. Και μόλις εκείνος εμφανίστηκε στο κατώφλι, με μια μεγάλη αγκαλιά την έβαλε μέσα. Είμαι σίγουρη πως αμέσως γέμισε τη μπανιέρα ζεστό νερό και την έβαλε να ξαπλώσει μέσα, για να μην του κρυώσει. Δεν μου το είπε. Είμαι σίγουρη όμως πως έτσι έγινε.

Και τέλος πάντων, αν ήμουν κάποιος άλλος ή κάπου αλλού, αν δούλευα έξω, ή αν είχα ρεπό, ή ακόμα αν έφευγα ταξίδι,  ίσως θα είχα και κάτι άλλο να σου πω. Μα επειδή ρωτάς εμένα,  σήμερα, θα σου πω απλά πως νιώθω τυχερή που τα έζησα όλα αυτά, και ανυπόμονη για άλλα τόσα…

…με βροχή ή χωρίς.