at a glance
Top

Έι οπ έι οπ

κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | μαρία κοντοβουνίσιου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

Μια ιστορία μικρή

Η θάλασσα είναι αυτή που, θαρρείς, κουβαλά από τα σπλάχνα της το κρύο στην πόλη. Το ξεφορτώνει δίχως κόπους στο λιμάνι, έι οπ έι οπ, εργάτες ιδρωμένοι δένουνε κάβους, ουρλιάζουνε, συντονίζονται, βρίζουν τ’ ανάθεμα και φτύνουνε γη και παλάμες. Παλάμες και γη, έι οπ έι οπ. Αιώνιο χρέος του λιμανιού να το μοιράσει ισομερώς -όχι, όμως, πάντα τόσο δίκαια, η αλήθεια- σε κάθε στενοσόκακο. Βοηθάει, φορές φορές, κι ο βαρδάρης σε τούτο το μοίρασμα. Λίγες έγνοιες είχανε οι Σαλονικείς το κρύο τους έλειπε. Συνήθισαν στα χρόνια.

Φέρνει, η θάλασσα, και κύματα λυπημένα που σκάνε με ορμή κατά μήκος της παραλιακής για να απενοχοποιηθούν από εγκλήματα και κρίματα και έρωτες βαθιούς και μπλε. Απ’ τ’ ανοιχτά φερμένα όλα τους. Σκάνε με ορμή οι κραυγές πνιγμένων μεταναστών, το δάκρυ δεν ξεχωρίζει στις αρμύρες, κραυγές παιδιών που μητρικά χάσανε στήθη και ρόγες, λευκό αίμα ξοδεμένο. Σκάνε στη Λεωφόρο Νίκης, στην Καλαμαριά, στην Αγία Τριάδα, πιο πέρα. Αφρίζουνε οι μελαγχολίες, τα πείσματα. Κάποια Γοργόνα ακόμη κάνει βουτιές, μουγκή και ορφανεμένη απ’ αδερφό. Ναυάγια, μύθοι και πειρατείες με Σαρακήνικες αλητείες. Πιασμένες σε αγκίστρια, σε κομμένα δίχτυα και  βρώμικα νερά του λιμανιού πλεγμένες, σκάνε και οι προδομένες αγάπες, έι οπ έι οπ, οι φωνές των εργατών ανεπηρέαστες στο δικό τους ντορό δεν ξεχωρίζουνε τα ονόματα που διαμελίζονται σε τσιμέντα και βράχια. Ποιος νοιάστηκε για των αλλωνών τους πόνους, ψηλότερο το εγώ μας. Δυο Γιώργηδες, μια Κατερίνα, έξι Αννούλες, τέσσερις Αλί, δύο Μοχάμετ, δεκάδες Μαρίες, μία Σμαρώ κι ένας Πιτ·  έι οπ έι οπ, εκείνοι ακούνε τώρα – σημασία δε δίνουνε. Παφλάζουν και σκορπάνε γράμμα το γράμμα τα ονόματα, έι οπ έι οπ εκείνοι σφυρίζουν τώρα στην προβλήτα κι έπειτα τραβάνε τζούρες βαθιές· θα καταλήξουν, άραγε, μαζί καύτρα και γόπα; Πόσα μαζί ξεκίνησαν και πόσα -έτσι απρόσμενα- άλλο εδώ και άλλο μίλια πιο πέρα χάνονται, πνίγονται, σκορπάνε, καίγονται, καπνοί οι ζωές μας. Έτσι γράφονταν πάντοτε οι σπουδαίες κι αληθινές ιστορίες, έτσι θα γράφονται εσαεί. Ειδαλλιώς, καταναλώσου σε αμερικάνικα happy end του σινεμά.

Ανάμεσα από οδούς του ψύχους μια νεαρή γυναίκα κατηφορίζει προς το λιμάνι. Αγκαζέ με κρύο και βαρδάρη να ξεθυμάνουν στον Θερμαϊκό·  τους προστάζει η μοίρα, λέει. Έχει ο καθένας τα δικά του. Φορτιά ολόκληρα. Τη γυναίκα την κυριεύουνε και την καταδυναστεύουν ενοχές και χρέη απέναντι σε κάτι. Έχουνε, όμως, και οι άνεμοι τα δικά τους ντέρτια. Φορτιά ολόκληρα. Για κανέναν δεν είναι εύκολη η ζωή. Κι αν είδαν κι αν άκουσαν στο πέρασμά τους απ’ τους κόσμους οι άνεμοι. Γέρους σοφούς τους βάφτισαν οι αιώνες. Να τους συμβουλευτείς δεν κάμει…

Η γυναίκα απλώνει βήμα. Μια ζωντανή ψυχή στην αγκαλιά της καίει και φλέγεται. Φασκιωμένη η ζωντανή ψυχή υπακούει και υπομένει. Τα πρώτα κύματα ήδη βρέξανε και των δυονών τα ρούχα. Η αψάδα κουβαλάει και μυρωδιές, κολλάνε πάνω τους ψαρίλες. Δεν έχει όνομα η γυναίκα, το απώλεσε μέρες σαράντα. Δε θυμάται, δε θέλει, δεν ενδιαφέρεται. Μονάχα στο μάνα ακούει. Μήτε η ψυχή έχει όνομα. Μόνο στο αγάπη μου αντιδρά. Τα κύματα όπως σκάνε φέρνουνε  ονόματα και στα δικά της αυτιά. Τρεις Νικολέτες, μία Φόνη, μία Άντβα, εφτά Ραζάν… Όχι, δεν ταιριάζουν στο δικό της σπλάχνο. Κανένα. Αλλιώς θα πει τη θυγατέρα της. Οι έι οπ έι οπ βγάλανε τα γάντια εργασίας, συμμάζεψαν τους σκούφους τους, κρύψαν τ’ αυτιά τους από το αγιάζι και βάλανε ξανά στα χνώτα τους καπνό να ξεφυσάνε. Ένας τους πήρε στο κατόπι τη γυναίκα, κάτι δεν του καθότανε καλά. Σφύριξε στους συναδέλφους του, τρέξαν ξοπίσω του, την πρόλαβαν στο μόλο. Γονάτισε εκείνη κι έπιασε ένα βραχνό σκοπό σεφαραδίτικο. Το κρύο πύκνωνε και η νύχτα έφτασε στο απόγειό της. Μονάχα τα λιγοστά φώτα, τα χνώτα τους, ο σκοπός της μάνας στον μετρονόμο των κυμάτων. Μόνον αυτά στο μόλο. Γονάτισαν και οι εργάτες απορημένοι μπροστά στη μουσκεμένη θωριά της μάνας.

Κρύο και βαρδάρης φιλήσανε για τελευταία φορά τα μάγουλά της. Στη νύχτα κάνανε σινιάλα και γύρισαν πάλι για Αξιό, κύκλοι πολλοί οι ζωές μας. Άλλοτε για καλό και άλλοτε ποιος ξέρει…

Για πού το έβαλες, κυρά, μέσα στη νύχτα και στο κρύο, το σπλάχνο σου δεν το λυπάσαι;

-Για εδώ έχω πρόσταγμα, του αποκρίθηκε. Η θάλασσα με ορίζει. Κι εμένα και τούτο μου. Κάντε μου χώρο.

-Μόνο η μάνα ορίζει την τύχη του παιδιού της.

-Έχασα τον πατέρα της ‘κει μέσα, κι έδειξε με φρύδι και μάτι. ‘Κει μέσα θα καταλήξουμε κι οι δυο, να τόνε βρούμε. Κάντε μου χώρο, σας είπα.

Αγέρωχη έκανε να τους παραμερίσει. Εκείνοι, δίχως να ουρλιάξουνε, δίχως να βρίσουνε, δίχως να φτύσουνε τις παλάμες τους, δίχως έι οπ έι οπ, την άρπαξαν απ’ όπου πιάνονταν και την ποτίσανε λίγο κονιάκ μόλις την κάθισαν στο αδειανό παγκάκι. Άλλος την έντυσε στεγνά πανωφόρια, άλλος της έτριψε την πλάτη, άλλος τα ξυλιασμένα πόδια της. Κανείς δεν τόλμησε να της αγγίξει το μωρό. Ποιος είναι κείνος που τολμά λιοντάρι λιμασμένο να ζυγώσει! Μονάχα τής υποσχέθηκαν να γίνουν όλοι τους πατεράδες τής μικρής -για να την καθησυχάσουν, θες;-  και να της δώσουν όνομα που της πρέπει.

Έπιασε πάλι, η μάνα, τον ίδιο σεφαραδίτικο σκοπό. Γύρισε και τους κοίταξε έναν έναν, σα να τους γνώριζε από χρόνια, και αποφασισμένη προέτρεψε,

Νότα, να μου την πείτε. Νότα, αν αγαπάτε.

Πήρε να χαράζει. Πήρε να κόβει το κύμα. Πήρε ο καθείς το δρόμο του.

Έι οπ έι οπ, έι οπ έι οπ, η άλλη βάρδια έπιασε δουλειά.

Νότα, να μου την πείτε. Νότα. Για να ‘χει πάντα εφτά αδερφές.

Χάραξε. Το κύμα έκοψε. Πήρε ο καθείς το δρόμο του. Μια μάνα έγινε βυθός.