at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Νίκου Μπόβολου

κείμενο | νίκος μπόβολος */* φωτογραφίες | αρχείο νίκου από popaganda  */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

με λέξεις πολεμάς το φινάλε

Ξυπνητήρι. 9.32. Δεν το βάζω σε “κανονικές” ώρες ποτέ. Να έχω αυτή την ψευδαίσθηση ότι κοιμήθηκα λίγο παραπάνω. Έχω γίνει μάστερ στο να κοροϊδεύω τον εαυτό μου τον τελευταίο καιρό. Αν υπήρχε ένα όσκαρ αυτοκοροϊδίας, δεν θα είχα αντίπαλο. Δεν τρώω πρωινό ποτέ. Δεν μου το έμαθε κανείς. Κατεβαίνω τα σκαλιά. Πρέπει να καθαρίσω τη σκάλα. Το σαββατοκύριακο θα το κάνω. Ποτέ δεν το κάνω. Sport fm στα ακουστικά μέχρι να φτάσω στο μετρό. Μπαίνω στον συρμό, δεν ακούω τίποτα στα ακουστικά, αλλά δεν τα βγάζω. Νιώθω λίγο σαν να κλέβω σε επιτραπέζιο, όλοι νομίζουν ότι δεν τους ακούω, αλλά ακούω τα πάντα. Βγαίνω Ευαγγελισμό. Παίρνω καφέ, παλεύω μέσα μου να μην πάρω τυρόπιτα, συνήθως χάνω. Φτάνω γραφείο, πάντα αργοπορημένος, δεν μου την λένε και πολύ, σαν να με λυπούνται λίγο. Σχεδόν περνάω καλά στη δουλειά. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συμβεί αυτό. Κατά τις 19.00 γυρίζω. Μαγειρεύω. Μαγειρεύω καλά λένε όσο κι αν δεν το πιστεύει η μάνα μου. Γράφω. Γράφω καλά λένε όσο κι αν δεν το πιστεύω εγώ.

Δεν είναι ότι ζω όπως ονειρεύτηκα. Δεν είναι ότι περνάω πολύ καλά. Είναι ότι έχω μια σχετική ηρεμία και αυτή ήταν πάντα το ζητούμενο. Λατρεύω την ηρεμία ενώ την ίδια στιγμή απεχθάνομαι την ησυχία. Με λες και προβληματικό. Ποιος δεν είναι μωρέ.

Γράφω όλη μέρα. Στη δουλειά, στο μετρό, στο σπίτι, σε χαρτιά, στο λάπτοπ, στο κινητό, μια φορά είχα γράψει σε απόδειξη σούπερ μάρκετ και το έβαλαν και σε δίσκο και έγινε κάτι σαν το soundtrack της μετεφηβικής μου ηλικίας.

Μεγάλωσα σε ένα σπίτι στο οποίο δεν υπήρχε ούτε ένα βιβλίο. Οι γονείς μου δεν διάβαζαν ούτε εφημερίδα. Μέχρι που πήγα στο γυμνάσιο και άρχισα να ακούω τους συμμαθητές να περιγράφουν βιβλία που διάβασαν στις διακοπές με χαρά σαν αυτή που είχα εγώ όταν πήγαινα να παίξω μπάλα. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποτέ τι ευχαρίστηση μπορούσε να σου δώσει η ανάγνωση ενός βιβλίου.

Μια μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, πήγαμε παραδοσιακά στη θεία τη Βαγγελιώ και βγαίνοντας από το μετρό είδα έναν πάγκο με βιβλία. Πρέπει να ήμουν δευτέρα γυμνασίου. Τον τσέκαρα στα κλεφτά, ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε γιατί αργούσα και έφυγα τρέχοντας να πάμε στη θεία. Η θεία μου έδωσε ένα 50ρικο (ΝΑΙ ΕΙΧΑΜΕ ΕΥΡΩ ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΔΕΥΤΕΡΑ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ) και βγαίνοντας πήγα στον πάγκο και για κάποιον ανεξήγητο λόγο χάλασα και τα 50 ευρώ σε ό,τι βιβλίο έπιασα τυχαία. Εγώ playstation ήθελα, αλλά η μάνα μου δεν με άφηνε να πάρω, για λόγο που ακόμα δεν έχουμε αποσαφηνίσει, οπότε ό,τι και να αγόραζα με αυτά τα χρήματα θα ήταν το ίδιο.

Ένα από αυτά τα βιβλία λεγόταν “Το αστέρι του Νότου” και ήταν του Ιουλίου Βερν. Μαγεύτηκα. Τόσο που άρχισα να διαβάζω ό,τι να’ναι. Ταυτόχρονα ένιωθα και λίγο ενοχικά γιατί “τα βιβλία είναι για φλώρους”, “Θα γίνει αδερφή το παιδί”, “πάλι δεν πήγε προπόνηση”, “τι κλαις μωρέ μαλάκα σαν γυναικούλα” και όλες τις βλακείες που πολλά παιδιά ακούν μέχρι και σήμερα από το οικογενειακό τους περιβάλλον.

Λίγο πριν τα 30 έγραψα μερικές ιστορίες από την εποχή που εργαζόμουν σε σούπερ μάρκετ. Στην αρχή για πλάκα στο facebook και στη συνέχεια σε βιβλίο από τις εκδόσεις i-write. Κάποιοι άνθρωποι (αρκετοί πλάκα πλάκα) το αγόρασαν και τους άρεσε και ελπίζω να το δανείσουν ή να το χαρίσουν σε κάποιον άλλον. Πριν λίγες μέρες έφτασα τα 30 και επιτέλους έχω κάτι για να αισθάνομαι περήφανος.

Δεν νιώθω καμία καταξίωση, δεν νιώθω σπουδαίος, δεν νιώθω ότι εκπλήρωσα κάποιον στόχο. Απλά άρχισα να καταλαβαίνω ότι έχω έναν τεράστιο φόβο για τον θάνατο, για τον χρόνο που περνά και όλα αυτά τα γραφικά που συμμαχούν με το τικ τακ του ρολογιού. Σκέφτομαι ότι το μόνο πράγμα που μπορεί να σε κάνει να μείνεις ακόμα και φεύγοντας, είναι να έχεις γράψει κάτι. Ιδανικά που να το εκτιμήσει έστω άλλος ένας εκτός από εσένα. Όπως συνήθιζε να γράφει στους ήρωές του ο Τσιώλης “εμείς δεν θα ζούμε, αλλά κάποιος θα μας θυμηθεί”.

Από τότε δεν έχει περάσει μέρα που να μην γράψω κάτι. Έστω και 5 λέξεις στη σειρά. Ο φόβος για τον θάνατο δεν φεύγει, αλλά σκέφτομαι κι εγώ, ενίοτε με τη φωνή του Μπακιρτζή: “εμείς δεν θα ζούμε, αλλά κάποιος θα μας θυμηθεί”.

Ε, όσο να πεις, τον πολεμάω στα ίσα τον φόβο. Και νιώθω περήφανος γιατί είναι η πρώτη φορά.

* Ο Nίκος Μπόβολος έχει γράψει το βιβλίο “Επαγγελματίας Ζαμπονοκόφτης”.

Το κείμενο γράφτηκε μια μέρα πριν το #menoume spiti.