
κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | τάσος θώμογλου + λευτέρης τσότσος */* επιμέλεια | ιάκωβος καγκελίδης
Μια ιστορία μικρή
Μπιπ. Μπιπ. Μπιπ. Το ξυπνητήρι χτυπά δίπλα από το κρεβάτι. Το πατάς. Δικαίωμα σε άλλα εννιά λεπτά ύπνου. Δικαίωμα σε ένα καλοκαίρι και μια ξεγνοιασιά που δεν θες ακόμα, ούτε και πλέον, να αποχωριστείς.
Μπιπ. Μπιπ. Μπιπ. Η μαμά ανοίγει τη πόρτα του δωματίου. “Άντε μικρή μου, πρέπει να σηκώνεσαι”.
Έτοιμα τα ρούχα από χθες, έξω από την ντουλάπα, σιδερωμένα σε κρεμάστρα, να μυρίζουν καθάριο και λεβάντα, μα εσύ θες και πάλι να χωθείς πίσω στο στρώμα και το σεντόνι που γλυκά σε τύλιγε όλο το βράδυ.
Μπιπ. Μπιπ. Μπιπ. Μπροστά σε ένα νεροχύτη, ρίχνεις συνέχεια νερό στο πρόσωπο, μα εκείνο δεν λέει να ξεχάσει. Τα μπάνια, τον ήλιο, τις βόλτες, τα γέλια…χαμένα όλα σε μια τρισύλλαβη λέξη που ονομάζεται “διακοπές” έχει διπλοκλειδώσει την πόρτα και έχει φύγει.
Σαν την μάνα που-μέσα της-ούτε εκείνη δεν θέλει-όχι!-περισσότερο εκείνη δεν θέλει να πάει το παιδί στο σχολείο.
Και η ίδια μετά πρέπει να πάει στη δουλειά της. Να ξεκλειδώσει το γραφείο που εργάζεται. Να ανοίξει το μαγαζί, που τα τελευταία χρόνια “χτυπάει μύγες”. Δεν θέλει. Ο άντρας της, έφυγε στη δουλειά από τις 07.00.
Που ΄ναι τα φεγγάρια τα καλοκαιρινά και τα ice tea στο χέρι, που ξενυχτούσαν παρέα. Τώρα, πρωί, σε ένα μικρό αυτοκινητάκι, εκείνη και η μικρή της νεράιδα, πατάνε συμπλέκτη και ξεκινάνε τον χειμώνα τους.
Χαμόγελα στα χείλη, η μικρή της. Τουλάχιστον, θα δει περσινούς συμμαθητές-θα ΄ναι άραγε όλοι εκεί; Θα πούνε τα νέα τους, θα γελάσουν. Η μητέρα της, την ξεγελά για να καλοπεράσει πως το απόγευμα θα πάνε μαζί να ψωνίσουν καινούργια σχολική τσάντα. Εκείνη που της άρεσε κοιτώντας την βιτρίνα, τον μισό Αύγουστο.
Στο παραδίπλα σχολικό συγκρότημα, ένας έφηβος χαζεύει το απέναντι νηπιαγωγείο, με τα “πρωτάκια” στην παιδεία να κλαίνε γοερά που το χέρι της μάνας, τα εγκαταλείπει, για τα χέρια μιας δασκάλας. Ο ίδιος πλέον λυκειόπαιδο περιμένει την Μαίρη. Δεν την είδε όλο το καλοκαίρι. Χαμένη στο χωριό της, στη Σίφνο, του έστελνε φωτογραφίες στο viber και μιλούσε στο skype, κρυφά από γονείς, μαζί της. Το απόγευμα θα πάει για παρκούρ με τον Κωστή, που τον έπρηξε όλο το καλοκαίρι, για το πως πρέπει επιτέλους να κάνει το επόμενο βήμα. Όλοι πια αγαπήθηκαν κι αυτός μοναχά ένα φιλί, εκεί στον αποχαιρετισμό του Ιούνη. Με αυτή την γεύση, ΄κεινου του φιλιού, κοιμόταν και ξυπνούσε για δυο μήνες. Μα τσιμουδιά και παραδοχή σε κανέναν. Η Μαίρη έρχεται. Του δείχνει την χένα που έφτιαξε στην πλάτη. “Μεγαλοδείχνει” και έτσι κατάφερε να την κάνει στην tattoland. Eκείνος χαμογελάει και γελάνε έως και τα αυτιά του. Δεν τον νοιάζει η χένα. Η γυμνή πλάτη και το πρόσωπό της είναι που του ΄χουν πάρει τα μυαλά. Το βράδυ δίνουν ραντεβού στο παρκάκι της πλατείας. Τις μπύρες θα τις βάλει η Μαίρη. Το θάρρος να τη φιλήσει θα το βάλει αυτός.
Πρώτη μέρα στο σχολείο. Η Αλέκα δοκιμάζει επί ένα εικοσάλεπτο μπροστά στον καθρέπτη ποιο φόρεμα θα βάλει στον αγιασμό. Οργανική θέση στην Μήλο. Και η ζωή της αφημένη στην Αλεξανδρούπολη. Δασκάλα που απαρνήθηκε “πατρίδα”, αγαπημένο, έως και αδερφό στην Τρίτη Λυκείου και πάει για πανελλαδικές, φίλες και γονείς, για αυτά τα λίγο παραπάνω μόρια. Ήθελε να είναι στο γραφείο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο νησί-αποσπασμένη-δεν τα κατάφερε. Ήθελε να είναι πίσω στην Αλεξανδρούπολη, στην αγκαλιά του φίλου της και τη στοργή των γονιών της-δεν τα κατάφερε. Ήθελε να κρατάει το βιβλίο του αδερφού της, αυτή την καθοριστική χρονιά τέλους του σχολείου-δεν τα κατάφερε. Ήθελε επιτέλους να έχει αποφασίσει ποιο από τα δύο φορέματα θα βάλει σήμερα πρώτη μέρα στο σχολείο-ούτε αυτό το κατάφερε.
Ο Μανώλης στο σπίτι έβαλε τα καινούργια του παπούτσια. Η μαμά του θα τον βγάλει έξω βόλτα. Ο Μανώλης είναι δώδεκα χρονών, μα λόγω προβλημάτων υγείας, δείχνει να είναι οχτώ χρονών. Η δασκάλα του, η Μάρω, θα έρθει μετά από μέρες στο σπίτι. Την είχε και πέρυσι, ερχόταν στο σπίτι, την λένε “κυρία για παιδιά ειδικών αναγκών”. Στο καρότσι του καθισμένος, ετοιμάζεται ανέκφραστος να βγει την βόλτα του, με την μαμά. Θα περάσουν από τον φούρνο για κουλούρι, έπειτα θα σταματήσουν στο πάρκο και σε δυο ώρες θα είναι και πάλι στο σπίτι.
Ξυπνητήρια και Κουδούνια. Μολύβια, ξύστρες, κασετίνες…όλα κι αυτό το Σεπτέμβρη θα πάρουν την θέση τους. Στο ίδιο θρανίο θα κάτσει ο Τάσος και ο Λευτέρης. Θα πούνε τα νέα τους, θα παίξουνε ποδόσφαιρο και θα αισθανθούν την βαθιά μελαγχολία του πόσο γρήγορα πέρασε το καλοκαίρι και λες και ήταν χθες, έπαιζαν πέρυσι μπουγέλο, τελευταία μέρα στην αυλή.
Αγιασμός και βρεγμένος βασιλικός. Ένας παππάς να σε “νυστάζει” όρθιο και ο καινούργιος δάσκαλος-φάτσα μυστήρια παραδίπλα από τον διευθυντή- και φέτος αυτός ο “κουφιοκέφαλος” θα είναι πάλι διευθυντής; Πότε, θα τελειώσει η γιορτή με ένα γρήγορο και εσωτερικό σου “Δι ευχών”;
Δικές σου αναμνήσεις, διαχρονικά στεντόριες όσα χρόνια και αν περάσουν, παρούσες σε κάθε παιδί που ξύπνησε και σήμερα.
Την μεγαλύτερη ενέργεια και ζωντάνια, πλέον, την βρίσκεις μέσα σε μια αυλή σχολείου με πρωτάκια. Φωνάζουν, τσιρίζουν, γελάνε, κλαίνε. Όλα δυνατά. Όλα στον υπερθετικό. Όλα σε ένα καλοκαίρι που δεν εγκαταλείπει το μυαλό και έχει φωλιάζει παμπόνηρα μέσα στη καρδιά. “Ύπουλος” Σεπτέμβρης σου “στρώνει κώλο” για χειμώνα. Πίσω από τα κάγκελα ενός σχολείου. Πίσω από τα εκπαιδευτήρια μιας αναρχοαυτόνομης παιδικής καρδιάς.
Ποιός κολυμπάει τώρα, στα βαθιά της θάλασσας του χειμώνα;
Αχ και να γύριζες τον χρόνο πίσω…να γινόσουν και πάλι παιδί που αδημονεί για ένα διάλειμμα στη ζωή. Για παιχνίδι στη ζωή. Κι όχι παιχνίδι με την ζωή. Όπως τώρα…