κείμενο | νίκη_ζερβού */* φωτογραφίες | εύη_μούρνου
μούσα
Κοίταξε τον καθρέπτη. Τα μαύρα μαλλιά σα να άρχισαν ν’ ασπρίζουν.
Με μια κίνηση σαν απελπισία και παρόρμηση σηκώθηκε όρθια. Η άσπρη καρέκλα έπεσε στο ξύλινο πάτωμα. Μπαμ! σαν το πιστόλι της εκκίνησης, σαν τη σάλπιγγα της μονομαχίας. Άρπαξε το μαύρο παλτό, το μισοφόρεσε και βγήκε. Ούτε που κατάλαβε πόσο κακοβαλμένο ήταν μέχρι να τη χτυπήσει ο αέρας. Ένα χαστούκι υπενθύμισης, σαν τη φωνή της μάνας στο παιδί. Σαν τη φωνή της μάνας της τους χειμώνες.
Θα ‘ταν τρεις, θα ‘ταν τέσσερεις. Τι σημασία έχει; Οι δρόμοι λαμπεροί σαν χαλιά ενός σκοτεινού ξεχασμένου παραδείσου. Έβρεξε. Ακόμη βρέχει.
Ένας χαμένος Οδυσσέας με το σπασμένο του καράβι την πλησίασε «Ξέρεις πού ‘ναι αυτή η Ιθάκη; Πάει καιρός που σβήσαν τ’ άστρα.» Άρχισε να απομακρύνεται μακριά του. Αυτό το θέμα δεν την απασχόλησε ποτέ και ούτε ήθελε να νοιαστεί για Ιθάκες και ταξίδια. «Αν δεις την Πηνελόπη πες της ν’ αφήσει αργαλειούς και μνηστήρες και να ‘ρθει να με βρει. Βαρέθηκα να την ψάχνω.»
Πού να του πει πως η Πηνελόπη γέρασε να περιμένει και με ροζιασμένα χέρια άνοιγε τα παντζούρια κάθε πρωί και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε;