at a glance
Top

Παραμύθι μηδέν

κείμενο | νίκη_ζερβού */* φωτογραφίες | εύη_μούρνου

μούσα

Κοίταξε τον καθρέπτη. Τα μαύρα μαλλιά σα να άρχισαν ν’ ασπρίζουν.
Με μια κίνηση σαν απελπισία και παρόρμηση σηκώθηκε όρθια. Η άσπρη καρέκλα έπεσε στο ξύλινο πάτωμα. Μπαμ! σαν το πιστόλι της εκκίνησης, σαν τη σάλπιγγα της μονομαχίας. Άρπαξε το μαύρο παλτό, το μισοφόρεσε και βγήκε. Ούτε που κατάλαβε πόσο κακοβαλμένο ήταν μέχρι να τη χτυπήσει ο αέρας. Ένα χαστούκι υπενθύμισης, σαν τη φωνή της μάνας στο παιδί. Σαν τη φωνή της μάνας της τους χειμώνες.
Θα ‘ταν τρεις, θα ‘ταν τέσσερεις. Τι σημασία έχει; Οι δρόμοι λαμπεροί σαν χαλιά ενός σκοτεινού ξεχασμένου παραδείσου. Έβρεξε. Ακόμη βρέχει.

Ένας χαμένος Οδυσσέας με το σπασμένο του καράβι την πλησίασε «Ξέρεις πού ‘ναι αυτή η Ιθάκη; Πάει καιρός που σβήσαν τ’ άστρα.» Άρχισε να απομακρύνεται μακριά του. Αυτό το θέμα δεν την απασχόλησε ποτέ και ούτε ήθελε να νοιαστεί για Ιθάκες και ταξίδια. «Αν δεις την Πηνελόπη πες της ν’ αφήσει αργαλειούς και μνηστήρες και να ‘ρθει να με βρει. Βαρέθηκα να την ψάχνω.»
Πού να του πει πως η Πηνελόπη γέρασε να περιμένει και με ροζιασμένα χέρια άνοιγε τα παντζούρια κάθε πρωί και καταριόταν την ώρα και τη στιγμή που γεννήθηκε;

Ένας γάτος πιο πέρα την πλησίασε και με θράσος περισσό στάθηκε εμπρός της. «Σε ξέρμιαου εσένα. Από ποιον νομιάου πως θα ξεφύγεις;». Τρόμαξε. Έκανε να φύγει. «Τρέξε. Δεν γλυτώμιαου από κανέναν».

Άρχισε να τρέχει απ’ τον εφτάψυχο ευνοημένο διάολο μέχρι που ‘πεσε πάνω στον αιματοβαμμένο Ηρακλή. Τα ρούχα της Ήρας κολλημένα στις σάρκες του πονούσαν. Τραβούσε, τραβούσε και δέρματα ημίθεου και λιονταριού κρεμόντουσαν στο πάτωμα. «Τα παιδιά μου. Σκότωσα τα παιδιά μου. Αν τα δεις να τους πεις πως αιώνιο το μαρτύριο όλων των ηρώων που ‘πεσαν και πιότερο το δικό μου.» Ούρλιαζε. Έπεσε κάτω στο έδαφος. «Πάρε με μαζί σου.»
Έτρεξε ακόμη πιο γρήγορα. Άρχισε να κλαίει.

Κάθε φορά τα ίδια. Ο γάτος είχε δίκιο. Δεν μπορούσε να γλυτώσει.

 

Έφτασε στο πιο σκοτεινό σοκάκι στην άκρη της πόλης και συνάντησε την Ελένη. Έκανε πιάτσα στο πεζοδρόμιο. Ροζ κραγιόν και λίγο κόκκινο απ’ το αίμα. Τα νύχια ξεφτισμένο βυσσινί και ένα φόρεμα μαύρο, πένθιμο με σκισμένα τούλια που βρεχόντουσαν. Βρώμικη, φαφούτα, αποκαμωμένη, γριά και μόνη. «Αυτόθ ο άτιμοθ ο Πάρηθ! Κατάρα!!!!»
Έβηξε και απ’ το στόμα της βγήκε ένα μαργαριτάρι μαύρο. «Πάρε αυτό και πεθ την Αφροδίτη πως πλέον το κορμί μου το πουλάω μονάχη. Άκουθεεεες;;;»

Μαύρο το μαργαριτάρι, μαύρο το παλτό και η νύχτα. Μαύρη κάθε μέρα σαν κι αυτή που πρέπει να γυρίσει. Κάθε που φεύγει πεθαίνει η γη. Και κάθε φορά το ταξίδι είναι πιο πικρό.
Κουράστηκε να ακούει τα βάσανα των ζωντανών και να στέλνει τα μηνύματα στους νεκρούς. Κουράστηκε τις ταλαιπωρημένες κραυγές στα ποτάμια των νεκρών. Κουράστηκε να επιστρέφει στον κρύο Αβέρνους. Κουράστηκε να προσπαθεί κάθε φορά να ξεφύγει.
Κι η μάνα πάντα κλαίει.

Τρέχει, εκεί στους πρόποδες του Ολύμπου. Τρέχει. Να προλάβει να κάνει ικεσία. Φέτος πρέπει να προλάβει!

Τότε η γη σκίζεται. Ο Άδης ξεπηδά καβάλα στον Κέρβερο. Με τα σουβλερά του δόντια χαμογελάει. Μαύρος καπνός σηκώνεται κι αρχίζει να γελάει.
Σεισμός.

«Περσεφόνη, αγάπη μου. Μου έλειψες.»

Κάθομαι στο μπαλκόνι. Σα να ‘βγαλε ψυχρούλα απόψε.