κείμενο | γιώργος κασαπίδης */* φωτογραφίες | λευτέρης τσινάρης */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
Μια ιστορία μικρή
Ο λωτοί, κρεμασμένα στολίδια Δεκέμβρη. Στα γυμνωμένα κλαδιά, άλλοτε μοιάζουν μ’ ευχές και άλλοτε με πορτοκαλί κατάρες…
Τελικά, κατάρα ή ευχή ήτανε τα λόγια που της ξεστόμισε τότε η μάνα της; Μπορεί, άραγε, μια μάνα να καταραστεί το ίδιο της το σπλάχνο; Έχει μάνες και μάνες αυτός ο ντουνιάς, τίποτα μη σου φανεί παράλογο.
Μη σώσει και κοιλοπονέσεις σπλάχνο, της είπε, και δεν ήτανε πάνω στα νεύρα της μήτε σε δύσκολη στιγμή. Πάνω στην ώρα που άπλωνε τη ζύμη με τον πλάστρι της. Στο πρώτο, κιόλας, φύλλο. Έριξε το αλεύρι στο τραπέζι, λίγες σταγόνες ελαιόλαδο στο ζυμαράκι που το ‘χε ξεκουράσει νωρίτερα, και πήρε κι άνοιξε το φύλλο όπως καμιά στη γειτονιά. -Μόνη της το ‘λεγε και μόνη της καμώνονταν-. Σκούπισε με την ποδιά το μέτωπό της που άρχισε να γεννά ιδρώτες κάτω από το μαύρο της τσεμπέρι με τα κουκουλωμένα γκριζαρισμένα νιάτα της, ρούφηξε τις μύξες της και τις κατάπιε. Εκείνη, ακριβώς, τη στιγμή της το ‘πε, μην παίρνοντας το βλέμμα της από το φύλλο ούτε για τόσο.
Μη σώσεις και κοιλοπονέσεις σπλάχνο, της είπε. Ήταν δεν ήτανε δεκατριώ χρονών εκείνο. Όπως τ’ άκουσε, έτσι και της έφυγε. Κάτι μισόλογα κρατήθηκαν, άγνωστο πώς, στο κέντρο της μνήμης της προτού τα υπόλοιπα να ξεπηδήσουν από το άλλο της τ’ αυτί και γίνουνε παιχνίδι στους αγρούς. Χρόνια μετά επέστρεψαν σα μαύρες κάργες μέσα της και της τα θύμισαν.
Ήταν η πιο μεγάλη απ’ τα άλλα δώδεκα αδέρφια της -γεννοβολούσαν κάποτε- και το δεξί το χέρι τής μάνας της. Όλα τους σερνικά εκείνα. Και ζωηρά· τον ασύχαστο είχανε. Κι όλο πεινούσανε τα ευλογημένα. Και ποτέ δεν τα χόρταιναν. Και πατέρα ψάχνανε και ποτέ ‘κείνος δεν επέστρεψε απ’ τον αντάρτικο. Ποτέ του.
Ξύπνησε, λοιπόν, μια μέρα και ήτανε τριανταδυό χρονώ. Της φέρανε ένα παλικάρι κάμποσα χρόνια μεγαλύτερό της για γαμπρό -κουβέντα δεν είπε- τον έβαλε στα σκέλια της, άνοιξαν σπιτικό και γύρεψαν μαζί τη μοίρα τους. Και όσο κι αν την γυρέψανε, εκείνη πάντα προσποιούνταν, τάχα, πώς θα τους έκανε γονείς. Σαν ήταν οι δυο τους από τη μια μεριά, εκείνη πάντα στην αντίθετη τούς περίμενε. Ποτέ δεν ανταμώσανε. Είδαν και απόειδαν, το πήραν απόφαση. Δέκα χρόνια στεφανωμένοι δεν ήταν λίγα, ντε. Ήταν και εκείνες οι κάργες που επέστρεψαν και της φύτεψαν κάθε λέξη από τα λόγια της σχωρεμένης της μάνας της. Λέξη τη λέξη, πια.
Μπορεί να μην την κοιλοπόνεσε, μπορεί να μην ήτανε αίμα τους, να μην τους έμοιαζε, να μη φάνταζαν γονείς γονείς όπως τα άλλα ζευγάρια του μαχαλά και του χωριού ολόκληρου, μα ήτανε. Ήτανε, και γονείς και δικό τους παιδί η Ρόζα. Η Ρόζα τους! Και λιώνανε σε κάθε της χαμόγελο, σε κάθε της λέξη, σε κάθε της πόνο και δάκρυ. Ήτανε το μεγάλο τους καμάρι.
Και ξύπνησε μια μέρα και είχε φτάσει τα ογδόντα αυτή, και ο μπαμπάς της Ρόζας τους είχε τσακώσει τα ενενήντα τρία από τα κέρατα. Ή εκείνα αυτόνανε από το σβέρκο· το ίδιο κάνει. Τώρα η ίδια κινείται με δυσκολία στους διαδρόμους του σπιτιού τους καταφέρνοντας με πείσμα και κόπο να αυτοσυντηρείται. Ο άντρας της καθηλωμένος στο κρεβάτι περιμένει τη στιγμή του. Την μεγάλη του στιγμή να γίνει κάτι άλλο, κάπου αλλού, με κάποιον τρόπο. Όλα αδιευκρίνιστα από ανθρώπου λογική, σκέψη και φαντασία.
Η Ρόζα τους εδώ και χρόνια ζει στο μακρινό Ελσίνκι. Σπουδές, μεταπτυχιακά, εργασία. Το δικό της σπίτι δε μυρίζει κλεισούρα, ούρα, γηρατειά. Ούτε ιδρώτες απλυσιάς, συσσωρευμένες σακούλες απορριμάτων, λίπη και λύπες στα στοιβαγμένα πιάτα του νεροχύτη, στην απωθητική λεκάνη της τουαλέτας όπου κάποιο χλώριο, και μόνο αυτό, ματαίως προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες υγιεινής δίχως περιοδικότητα.
Καθημερινά περνάνε από το σπίτι της Μαγδαληνής ο φούρναρης, ο μανάβης, ο μπακάλης· ο ταξιτζής με δυο σακούλες φάρμακα. Και γειτόνοι. Κι εκείνη χαίρεται. Και η χαρά της μεταφράζεται σε βουρκωμένα μάτια και λόγια λόγια λόγια…
Πού είσαι, ρε μάνα, να δεις πόσα παιδιά έχω εγώ!
Που είσαι, να δεις, κι ας μην τα κοιλοπόνεσα!
Όλα δικά μου γίνανε. Όλα δικά μου είναι.
Και πιάνει και χτενίζει τ’ αραιωμένα της μαλλιά.
Και πιάνει και ομορφαίνει.
Πίτα ποτέ δεν έκανε. Μήτε μες τον Δεκέμβρη.