at a glance
Top

Πέτρα, Γρασίδι, Εξοχή

κείμενο | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | λευτέρης τσότσος */* επιμέλεια | τάσος θώμογλου + ιάκωβος καγκελίδης

Στο κεντρικό Ζαγόρι, στη χαράδρα του Βίκου

“Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν,
όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν,
που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή,
μέσα σε πεύκα, σε πικροδάφνες και σε πλατάνια” (Γ. Σεφέρης)

“Άνετα ρούχα και χαλαρά παπούτσια, για να αντέξεις την τόση φύση”. Αυτό μου είπαν και η εκδρομή ξεκίνησε. Σε ένα απέραντο “οικόπεδο” ομορφιάς της Ελλάδας.
Δεν είχα ιδέα πού πάμε, σε πόση ώρα θα φτάσουμε, ούτε καν σε ποιο νομό τραβάμε. Κι όταν σβήσαμε μηχανή και τραβήξαμε χειρόφρενο, κάθε μου απορία λύθηκε.
Γέμισε το μάτι μου πέτρα και πράσινο.
Φύση που σπαρταρά, θεριεύει και κυριεύει το μέσα σου.
Στο Κουκούλι Ιωαννίνων, κάπου στο κεντρικό Ζαγόρι, δίπλα στο νότιο άκρο της χαράδρας του Βίκου.
Τρελαίνει την πυξίδα σου και ο δείκτης γκολάρει στην καρδιά σου.
Πρωινό ξύπνημα, από εκείνα που λες “χασμουριέμαι και είμαι ευτυχισμένος”. Να περπατάς σε σοκάκια της σιωπής. Της στιβαρής πέτρας. Μιας αβάσταχτης ομορφιάς που την θέα της, φορές-φορές, δεν αντέχουν καν να αντικρίζουν τα μάτια σου.

“Η θέση μας είναι μέσα ‘δω. Σ’ αυτό το δάσος, με τα κλαδιά κομμένα, μισοκαμένους τους κορμούς, με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες”. (Άρης Αλεξάνδρου)

Βόλτα στα γκρέμια και τα ερείπια μιας “πολιτείας” ερημικής. Και ταυτόχρονα επιβλητικής γοητείας που σε πιάνει από το γιακά και σε υψώνει στα ουράνια.
Ανάμεσα και κάτι περιποιημένα σπίτια-πολλά, τα περισσότερα άξια θαυμασμού-να στέκεσαι άφωνος και να μελετάς την ηδονή της γραφικότητας.
Περπάτημα ωραίο, γεμάτο. Να μη θες να τελειώσει. Να ακούς μόνο ήχο από τα χαλίκια που στα σταράκια σου δημιουργούν και η κύρα-Δέσποινα, με το πιο γλυκό χαμόγελο της, να σου δείχνει τα κατατόπια και τα hot σημεία ενός “καυτερά” γοητευτικού χωριού.
Πόσα πράγματα φτιάχνει η πέτρα;
Κρατήσου από τον ώμο του διπλανού σου κι απόλαυσε.
Πράσινο που δεν τελειώνει και πέτρα ολόγυρα να στο οχυρώνει.

«Η πέτρα επιζεί. Οι οπαδοί του ανθρώπου με το γυάλινο πρόσωπο, περπατούν γύρω της, με τα γυάλινα πόδια τους και τα γυάλινα χέρια.Η πέτρα επιζεί. Με τον αέρα ζει. Την κοιτάζεις και ζει. Μέσα κι έξω απ’ τον εαυτό της ζει και δεν ξέρεις καθαρά, τι είναι απ’ τα δυο.Γι’ αυτό οι οπαδοί του ανθρώπου με το γυάλινο πρόσωπο, περπατούν γύρω της προτείνοντας τις δυνατότητες του άδειου.Η πέτρα επιζεί, την τιμούν η σκληρότητα του αγέρα και τα μακρόσυρτα λιβάδια της όρασής σου.»          (Μαρκ Στραντ)

Σύμπαν, σύμπτωση, μοίρα ή τυχαίο, σε αυτό το μέρος αναγεννιέσαι. Ζαγορίσια αρχιτεκτονική, σαν το παλιό σχολείο, την εκκλησία Κοιμήσεως της Θεοτόκου και το κτηριακό συγκρότημα με τις πέντε βρύσες. Μέρος που το αναφωνείς δυνατά το “ω, γλυκύ μου έαρ” και τα βουνά σου κάνουν αντίλαλο και ηχώ.

Ναι, ναι. Κι έπειτα η χαράδρα και τα γιοφύρια. Να γεφυρώνεται το χάσμα σου με το απέναντι, να κάνεις περίπατο στο απέναντι του εαυτού σου. Να περιδιαβαίνεις την θειική φύση που λησμονάς στην καθημερινότητα του. Να χάνεται το βλέμμα στον ορίζοντα. Να σκύβεις και να κόβεις το λουλούδι που ανθεί ανάμεσα σε δυο πέτρες.

“Την πρώτη πέτρα την έχτισαν τα χέρια της μητέρας.
Μια- μια οι σειρές υψώνονται στην πύλη και καθώς γέρνει ο ήλιος
Βυθίζονται στον ίσκιο, τα πόδια, το κορμί, τα χέρια των χτιστάδων.
Εδώ που έχω καταφύγει, σωριάζονται μια-μια οι εποχές, βαριές σαν πέτρες.
Ορθός στη μέση της ζωής δεν ζυγιάζω τίποτα.
Με το σπαθί χαράζω, στα στεγνωμένα χείλη, το χαμόγελό μου”. (Άρης Αλεξάνδρου)

Πέτρα την πέτρα να περπατώ και όλοι παρέα το μόνο που κάνουμε είναι χιούμορ και όλες τις άλλες ώρες σιωπή. Απόλαυση. Χαράδρα, γέφυρες, το μεγαλείο της φύσης. Νερό γάργαρο παραδίπλα να ρέει και εσύ αιχμάλωτος στο οξυγόνο που ρουφάς και κοντεύεις να σκάσεις με την τόση καθαρότητά του. “Κάποια κόκκινη πληγή που δεν λέει να κλείσει, το μικρό ξωκλήσι, δίπλα στην πηγή”, μου ψιθύρισες. Γύρισα και είδα ένα άσπρο περιστέρι που πέταξε ψηλά.

«…Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, να ‘ρχονται αργότερα οι άνθρωποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι ήτανε, λεν’, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο….» (Ν. Εγγονόπουλος)

Όταν γυρίσαμε στον ξενώνα, δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Δεν ήθελα να ξεκουραστώ. Δεν με ένοιαζε το μετά. Το τώρα με έκαιγε να ζήσω. Να το βιώσω, κάνε Θε μου, να μην τελειώσει ποτέ αυτή η εκδρομή. Βγήκα στο μπαλκόνι. Αντίκρυσα την ομορφιά του θείου, με άπλα το ατέλειωτο. Προσευχήθηκα να μείνει καρτ-ποστάλ στα μάτια μου, αυτός ο επίγειος έρωτας.

Μια εικόνα, για μια φύση που εγκατέλειψα και είχα μάθει χώρια της να ζω. Ξαναφόρεσα τα αθλητικά μου παπούτσια και με ξεκούμπωτα κορδόνια, βγήκα μόνος να κάνω τσιγάρο. Το ακούμπησα στο στόμα και το πέταξα μεμιάς πέρα, πριν καν το ανάψω, βαριά μετανιωμένος. Έμεινα να ανασαίνω. Με μάτια ανοιχτά, με στήθη κλειστά. Μπας και καταφέρει το άρωμα τούτου του αγέρα, να κρατηθεί αιώνια στα σπλάχνα μου. Πράσινη θάλασσα που αγκαλιάζει το γαλάζιο του ουρανού. Μια εκδρομή του χαμένου μου εαυτού. Του μυστικού που έθαψα μακριά από την ουσία της ζωής μου. Που ξεπήδησε και χόρεψε το είναι μου, σε ένα ταξίδι-που το ΄χω για μαξιλάρι, σαν κλείνω τα μάτια μου τα βράδια. Να μην ψάχνω αστέρια. Μόνο εικόνες από αυτή την εκδρομή, σαν από view master. Κι έτσι τα σύντομα όνειρα μου τις νύχτες, να έχουν αήττητη ομορφιά.

“Και ποιος ζωή, για τ’ όνειρο, δε δίνει- αφέντης της ανάσας του να γίνει.
Την πιο κρυμμένη σου πλευρά, γυρεύει, σαν πλαγιάζει ο έρωτάς σου,
μα για να πάει ψηλά η φωτιά, να μάθεις να λυγάς τα γόνατά σου.
Για τ’ όνειρο, και ποιος ζωή δε δίνει, για μια στιγμή είσαι αθάνατος και σβήνει”… (Λίνα Νικολακοπούλου)