κείμενο – συρραφή ποιημάτων | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | λευτέρης τσότσος 2019 */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
κείμενο – συρραφή ποιημάτων | γιώργος παπανικολάου */* φωτογραφίες | λευτέρης τσότσος 2019 */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου
“Τα πιο νόστιμα κορίτσια τα ‘δα στην Παλιοκαστρίτσα.
Και τα ψάρια τα πιο φρέσκα τα ‘χει μόνο η Μπενίτσα.
Κέρκυρα, Κέρκυρα με το Ποντικονήσι…
Με τα καντούνια τα στενά που τα ‘χω σεργιανίσει…
Κέρκυρα, Κέρκυρα, ποια προίκα σου έχεις πάρει;
Χρυσάφι από τον ήλιο σου κι ασήμι απ’ το φεγγάρι”
“Στην πλατεία ‘τσι Καμάρες κόβουν βόλτα κοπελάρες.
Και η νύχτα όταν έρθει, μαντολίνα και κιθάρες
Κέρκυρα, Κέρκυρα με το Ποντικονήσι!
Με τα καντούνια τα στενά που τα ‘χω σεργιανίσει..
Κέρκυρα, Κέρκυρα, ποιά προίκα σου έχεις πάρει;
Χρυσάφι από τον ήλιο σου κι ασήμι απ’ το φεγγάρι”
…Κι εγώ μπροστά πηγαίνοντας θα σ’οδηγώ στο δρόμο.
Κι όταν στην πόλη φτάσουμε με τους ψηλούς τους πύργους,
εκεί λιμάνι έχει όμορφο στο ’να και στ’ άλλο μέρος,
πόχει το έμπα του στενό κι έχουν εκεί τραβήξει
τα τρεχαντήρια στη στεριά, καθένα στη σκεπή του.
Γύρω στον όμορφο ναό του Ποσειδώνα υπάρχει
κι η αγορά μ’ ασήκωτες πέτρες στη γη χωμένες
στρωμένη, όπου των καραβιών τ’ άρμενα μέσα φτιάνουν,
τα παλαμάρια, τα πανιά και ξύνουν τα κουπιά τους.
Γιατί οι Φαιάκοι για σπαθιά δεν νοιάζονται ή δοξάρια,
μον’ για κατάρτια και κουπιά κι ισόμετρα καράβια,
που στον αφρό της θάλασσας τα χαίρονται να τρέχουν.
(Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία ζ΄, Μετάφραση Ζ. Σιδέρη)
Εκεί που ακόμα ζουν οι Φαίακες του Ομήρου
και σμιγ’ η Ανατολή μ’ ένα φιλί τη Δύση,
κι ανθεί παντού με την ελιά το κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολή στο γαλανό του Απείρου,
εκεί η ψυχή μου ωρέχτηκε να γλυκοζήσει
στο μεγαλόπετρο όραμα της γης του Πύρρου,
εκεί που χύνονται σαν ομορφιές ονείρου
η μάννα της αυγής, της αρμονίας η βρύση.
Τ’ αθάνατου Τυφλού με νέα φωνή ελληνίδα
σοφά εκεί πέρ’ αντιλαλούν οι ραψωδίες,
εκεί αναπνέει από τα ρόδα ευωδίες
του Σολωμού η σκιά σε Ηλύσια, και τεχνίτης
εκεί της λύρας ξαναζεί και την πατρίδα
Κωστής Παλαμάς
“Ω γλυκύ μου έαρ,
γλυκύτατόν μου τέκνον,
που έδυ σου το κάλλος;
Πεπλάνηται ο πλάνος,
ο πλανηθείς λυτρούται
σοφία ση, Θεέ μου”.