Πάνω-κάτω η Πατησίων, από την Πλατεία Αμερικής ως το κέντρο, ένας μεγάλος κύκλος Μοναστηράκι-Θησείο-Ακρόπολη-Σύνταγμα, και πάλι πίσω. Μέρα παρά μέρα, σχεδόν ανελλιπώς. Η ρουτίνα μου γι’ αυτό το καλοκαίρι. Περπατώντας… Έτσι αναδεύεται η ψυχή. Περιδιαβαίνω τη θλιβερά, μα και υπέροχα ήσυχη Αθήνα του Αυγούστου. Αυτή η πόλη είναι μια άσχημη πόλη γεμάτη ομορφιές. Εναλλασσόμενες αισθήσεις, έτοιμες να αποτυπωθούν ξανά και ξανά σε ένα μυθιστόρημα, σε ένα τραγούδι, σε ένα φιλμ, οπουδήποτε. Βήμα το βήμα, τη σφυγμομετρώ. Καταγράφω τις ανάσες της. Κοιτάζω στα μάτια τους ανθρώπους που της έχουν απομείνει. Καμιά φορά επίμονα, ώσπου να αποσπάσω την αμηχανία τους. Φτιάχνω με το μυαλό μου πιθανότητες για τις ζωές τους. Τους ξέρω όλους καλά, κι ας μην τους γνωρίζω. Αυτή άλλωστε είναι η δουλειά μου. Κι η διαδρομή μου δεν είναι ποτέ μια απλή βόλτα. Είναι λαφυραγώγηση.
Στο σακίδιό μου έχω πάντοτε ένα μπουκαλάκι φυσικό μεταλλικό νερό. Η διαλειμματική νηστεία επιβάλλει τακτική ενυδάτωση και καλορυθμισμένους ηλεκτρολύτες. Ένα βιβλίο, επίσης, με ακολουθεί όπου κι αν πάω. Πέρασαν διάφοροι πρόσφατα από το σακίδιό μου: ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Μαρία Ιορδανίδου, ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Κώστας Ταχτσής. Έχω βρει επιτέλους την εσωτερική ηρεμία που χρειάζομαι για να μπορώ να απολαύσω τη διαδικασία της ανάγνωσης, ακόμη και εκτός σπιτιού. Στο Ζάππειο συνήθως, ή έξω από το Ηρώδειο. Παλιότερα, κουβαλούσα παντού ένα πορφυρό Moleskine για να σημειώνω εκεί τις ιδέες μου. Τώρα -ω καιροί, ω ήθη!- αρκούμαι στο κινητό μου τηλέφωνο που κάνει για όλα. Είναι και σημειωματάριο και ρολόι και φωτογραφική μηχανή και όλη η μουσική μου, “κατεβασμένη” μέσα σε μια πράσινη εφαρμογή. Το κινητό μου λοιπόν, χωρίς ίντερνετ όμως τις ώρες που περπατάω.