at a glance
Top

Οι σημειώσεις του Χρήστου Παπαδόπουλου

κείμενο Ι χρήστος παπαδόπουλος */* φωτογραφίες | στέφανος σάμιος + αρχείο χρήστου */* επιμέλεια | γιώργος παπανικολάου

σημειώσεις, ας πούμε

Στο άδειο μου στομάχι απόψε μπήκες. Δεν ξέρω τι ζητάς και αν το βρήκες.

Πάντως άνοιξα το στόμα διάπλατα και τρύπωσες μέσα μου να ζεσταθείς για άλλη μια φορά. Τι είσαι, σάμπως ξέρω; Αισθάνομαι αμήχανα μαζί σου, κυρτώνουν οι ώμοι μου, ντρέπομαι. Κι ο έρωτας βέβαια, της Αμηχανίας παιδί δεν είναι;  Ή –σύμφωνα με τη Wikipedia- του Πόρου, του Άρη, του Ζέφυρου, του Αιθέρα, του Χάους και του Ερέβους και της Πενίας, της Αφροδίτης, της Ίριδας, της Έριδος και της Νυκτός; Ούτε κι ο ίδιος έμαθε ακριβώς ποιοι θεοί, θεές, νύμφες και τιτάνες φασώθηκαν σε κάποιο πάρτι ομαδικώς και τώρα μας τρώει η μαύρη ταλαίπα με την πάρτη του.

Τώρα εγώ για ένα μελομακάρονο ξεκίνησα να μιλάω, πώς βρέθηκα εδώ;

Ας πω μια ιστορία. Αυτό τουλάχιστον το κάνω καλά.

Με θυμάμαι μια ζωή να περπατώ με βήματα αστροναύτη, μια μικρή αιώρηση απ’ το δεξί στο αριστερό, σαν έτοιμος να τρέξω στον επόμενο διασκελισμό, με την τσάντα στον ώμο, πόσο άβολο.

18 κι έφυγα, τρέχω για Πολυτεχνείο, μπλιαχ, σόρι μπαμπά. Έφυγα μακριά, όσο πιο μακριά μπορώ. Εντάξει όχι και τόσο μακριά, πλουτς! Πληροφορική. Πλατσουρίζω χαρούμενος, θεατρική ομάδα Μαθηματικού Α.Π.Θ. μετά από παρότρυνση της Κωνσταντίνας και του Στέργιου, «έλα, θα γνωρίσεις και κάνα καλό κορίτσι να ξεχάσεις τα παλιά». Ποια κορίτσια μωρέ, αυτός ο τόπος ήταν μέσα μου από πάντα! Η κιθάρα μου καλά μου τα λέει τόσα χρόνια, οκ, αλλά εδώ το πράγμα είναι σοβαρό! Κοιταζόμαστε στα μάτια, λέει, και περπατάμε στο χώρο. Ώπα, φρένο. Τι μάτια; Ποια μάτια; Εγώ όταν κοιτάζω στα μάτια, σταματά και η καρδιά μου για να σταματήσει ταυτόχρονα το λυγμό που ανεβαίνει και κατακάθεται στο μήλο του Αδάμ. Στο θέατρο όμως είναι αλλιώς, λέει. (Συν)κινούμαστε, μαζί. Τραγουδάμε, μαζί. Βγαίνουμε μαζί και δε μαλώνουμε πού θα κάτσουμε, έχουμε στέκι, λέει. Και η μπύρα είναι φτηνή και αυτό το μαγαζί δεν κλείνει ποτέ, έτσι μοιάζει δηλαδή, σαν να μην έκλεισε ούτε για 15Αύγουστο, ποτέ. Η ευαισθησία μου συναντά άλλες, που της δίνουν χώρο να εκφραστεί, να ακουστεί, να έρθουν επιτέλους σε τρυφερή συνεννόηση ο άντρας και η γυναίκα μέσα μου, η ερμαφρόδιτη φύση μου επιτέλους ανθίζει. Κι η ντροπή, ανέκαθεν έφηβη, τρέχει και κλείνεται στο δωμάτιό της, στο καλό! Τι ωραία ζαβολιά, η σκηνή. Μήπως εδώ είμαστε, τελικά; Να βγάλω την Πληροφορική γρήγορα, να’ μαι πάλι έτοιμος να τρέξω. Φελίς! Έρχομαι σπίτι σου, φιλενάδα, αυτή η διπλωματική πρέπει να τελειώνει. Τελείωσε. Τώρα μου ανοίγει την πόρτα ο Δαμιανός και βγαίνω στο Γαλατόδασος του Ντύλαν Τόμας, τραγουδάω δυνατά τα ποιήματα του Ελάι Τζένκινς (Eli & the Portraits αφού!), εκφράζεται κάτι μέσα μου βαθιά ριζωμένο και νωπό και γοητευτικό και κοίτα να δεις! Βγάζω και μεροκάματο απ’ αυτό. Ρε συ! Η ζωή μου, η ζωή που δεν εξηγείται μετά το πτυχίο, η ζωή που περιμένει να κάνω κάτι, εδώ και τώρα, χωρίς δικαιολογίες, η ζωή είναι εκεί, το ξέρω, το νιώθω το….στρατός. Τι μου’ ρθε ρε πατέρα να το κάνω αυτό; Αφού στο δημόσιο δε θα μπω ποτέ και σε λίγα χρόνια θα με βλέπεις μετά την παράσταση και θα μου λες «ευτυχώς αγόρι μου δεν έγινες δημόσιος υπάλληλος».

λίμνη Δόξα- τα πιο δικά μου Χριστούγεννα πέρυσι.

Τι μου χρειάζονταν 8 μήνες καλτ σκηνών Οικονομίδη σε Θήβα και Κομοτηνή; Στο θετικό υπόλοιπο μόνο οι άνθρωποι, πάντα οι άνθρωποι: ο Νώντας, ο Αντώνης, κι οι δυο Χρήστοι. Επιστροφή Θεσσαλονίκη, «Δάσκαλε θέλω να τελειώσω το εργαστήρι, έχασα μια χρονιά, μπορώ να μπω τώρα;» μπήκα, πάλι τρέχω. «Από δω μέσα ίσως να μη βγείτε απαραίτητα καλοί ηθοποιοί αλλά σίγουρα δε θα σας αφήσω να βγείτε ποτέ, αν δε γίνετε πρώτα άψογοι συνεργάτες». Α ρε Βαγγέλη, να πέρναγε όλο μας το συνάφι από σένα, έστω για μια ώρα, έστω μόνο απ’ το γραφείο σου, για καφέ. Εργασίες στη Σχολή Θεάτρου, παιδικά, βραδινά, άνθρωποι παντού και πάντα, τρέχω, τρέχω, τα προς το ζην βγαίνουν με το σταγονόμετρο, λάντζα, DJ, βοηθός μάγειρα και τριγύρω άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι. Γράφω τους στίχους και τις μουσικές μου και τις ιστορίες μου, οι Eli & the Portraits γεννιούνται, τους συστήνω στους ανθρώπους, με αγκαλιάζουν μετά τα λάιβ και βάζω τα κλάματα, τι φάση;

ο πατέρας μου, Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, περίπου στην ίδια (σκηνική) ηλικία.

Μα έτσι μου αρέσει να ζω για, επιτρέποντας στον κόμπο να λυθεί, στο λυγμό να εξοστρακιστεί, καταπίνοντας ξανά τον επόμενο και πάλι απ’ την αρχή. Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε Κόσμε Γυάλινε. Ακούς, Τομ Γουίνγκφιλντ; Εγώ δεν πρόκειται να παγιδευτώ στη σκοροφαγωμένη καμπαρντίνα της μνήμης, εγώ θα τρέχω και θα τρέχω και κανένα παλτό δε θα μου κάνει ποτέ, έτσι ασανσέρ που έκανα τον μεταβολισμό μου μέσα στη θλίψη. Πάντα θα νιώθω άβολα στα ρούχα μου, μα μέσα στων άλλων θα με βλέπω και θα με φτύνω με καμάρι. Σαν το τοστ, πάντα μέτριο στο δικό σου σπίτι, αλλά στων άλλων μοιάζει με μπον φιλέ. Κρατικό. Κι άλλοι άνθρωποι, πρώτη φορά που «τελικά πρέπει να φυλάγομαι από κάποιους», σηκώνω τη μικρή μου ασπίδα στον αέρα, κέρδος μόνο οι άνθρωποι. Πάντα οι άνθρωποι. Καραντίνα. Τι να σου λέω τώρα, τερμάτισα God of War, Last of Us 1 & 2, όλα τα Uncharted, στο FIFA πάλι κουβά, ευτυχώς πήρα Europa League με Παναθηναϊκό στο Manager, επιτέλους διάβασα Χάρι Πότερ και πολύ, πολύ Τόλκιν, πάμε Αθήνα; Πάμε. Εθνικό και άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι. Να τους πιάσω  απ’ το γιακά και να χορέψουμε παρέα μέχρι να πέσουμε κάτω, σαν τη Χορευτική Πανούκλα του Στρασβούργου. Μα πού είναι η οικογένειά μου ρε γαμώτο;

Άσε καλύτερα, δεν είναι θέαμα αυτό. Η θλίψη επανέρχεται, σφοδρότερη. Ο πόνος είναι εκεί και όσο τον σηκώνω τόσο βαραίνει. Α ρε Φρόντο πόσο σε νιώθω τώρα. Είναι μοναξιά να κουβαλάς το δαχτυλίδι στο λαιμό, μην τυχόν και το φορέσεις, το σκοτάδι θα σε καταπιεί. Και να ξέρεις πως θα το ‘χεις πάνω σου για πάντα. Κουβαλάμε τώρα. Δεν το καταλαβαίνω ότι κουράζομαι, τρομάζω που δεν κουράζομαι ρε φίλε, που δεν τα παρατάω, έστω για λίγο. Κοιτάζω τριγύρω τους ανθρώπους στην Αθήνα και δεν τα παρατάει κανείς, όλοι δείχνουν να’ ναι καλά –ναι, καλά-, κανείς δε με κοιτάζει μες στα μάτια να μου πει «αδερφέ, μου είναι βαρύ όλο αυτό, κάπου ώπα. Κράτα λίγο την τσάντα μου, μπορείς;» Ποτέ κανείς. Εμπιστεύομαι και συνεχίζω, στην Αθήνα μου. Τι θες ρε μάνα κι εσύ και παίρνεις τηλέφωνα; Άσε, θα σε πάρω εγώ μετά, όταν θα ‘μαι ο άντρας που όλα γύρω μου ζητούν να γίνω. Να ακούσεις τη χροιά μου στιβαρή και στέρεη, να αποφασίζει, να ονειρεύεται, να ελπίζει, να γεμίζει κι εσένα με χαρά που τη χρειάζεσαι, τόσο άγονο αγώνα που’ χεις ρίξει κι επιμένεις, με 2 ισχία κυρτωμένα σαν τους ώμους μου ρε μάνα, πώς το αντέχεις όλο αυτό; Έτσι μου’ ρχεται να’ρθω Κομοτηνή και να σε βάλω στη θέση σου, εκεί στο γραφειάκι να γράφεις, φορώντας τα γυαλάκια σου, για όσα έγιναν παλιά και αμυδρά θυμάσαι, τι όμορφα γράφεις ρε μαμά. Καταρρέω. Κι αυτή τη φορά θα σε αφήσω να το πεις και στον μπαμπά, είναι φίλος πια, τα’ χουμε αφήσει πίσω τα εγωιστικά μας «πικ εν ρολ». Έμαθα γράφει κι εκείνος τώρα για όσα τον ρημάξανε από παιδί, άρχισε επιτέλους να μοιάζει του γιου του. Ναι ρε πατέρα, πονάω. Ελεύθερη πτώση, αυτό δεν ήθελα πάντα; Ελεύθερος να΄μαι, να πέφτω όπως κι όσο θέλω. Να χάνω 3-0 στο ημίχρονο και να το πηγαίνω 3-3, μετά στα πέναλτι, στο τέλος το κύπελλο στα δικά μου χέρια θα’ ναι, μην ξεχνάς το 2005 στην Κωνσταντινούπολη. Ελεύθερος. Να με διαλύουν οι άνθρωποι και να με συναρμολογώ σφαδάζοντας, απ’ την αρχή ξανά, σαν το πειρατικό καράβι Lego που μου πήρατε παλιά. Σαν τότε που παίζαμε Sonic, Ινώ. Έτσι και χάναμε, απ’ την αρχή ξανά αδέρφι μου, όλες τις πίστες μία-μία, δε γίνεται αλλιώς. Με ματωμένα γόνατα και δάχτυλα. Δεν ξεκινάς in medias res σε αυτό, γεννιέσαι και μεγαλώνεις ξανά απ’ την αρχή. 1988. Κομμάτι – κομμάτι. 1998. Ξύλο στη γειτονιά. 2002. «Αδερφή!». 2006. Ενηλικιώνεσαι και βρίσκεις την ψυχή σου να κουρνιάζει στις ψυχές των άλλων. 2011. Συνάντηση. 2017. Πόνος. 2023. Εξορία. Αγάπη κι ασπίδες, αποφυγή κι αποδοχή, κατάθλιψη κι απόδραση, οργή και ντροπή, όνειρο και δυστοπία, τραύμα και θεραπεία και αδυσώπητη βία. Συναντιόμαστε, δυο ανοιχτές πληγές, αγκαλιαζόμαστε, λερωνόμαστε και τσούζουμε ταυτόχρονα, παρέα. Παιδιά με μαυρισμένα μάτια, μια ζωή. Θα κλαίμε στο άκουσμα του πιάνου. Εξόριστα και ορφανά, στον θώρακά μας μέσα.

“Ορφανά” on tour. Κωνσταντίνος, Ελένη κι εγώ.

 

2024. Καλώ για κοινωνικοποίηση. Για σώματα βρεγμένα μέσα στην καταιγίδα. Όταν βρέχει πάνω στις στέγες, το ξέρουν όλοι, το ακούν όλοι, ντε φάκτο, γίν’κε, πώς το λένε. Όταν βρέχει μες στα σπίτια μας, το ξέρουμε μόνο οι ένοικοι. Η σιωπή θα μας κόψει τους μηνίσκους. Να μπω; Φτιάξε μου έναν καφέ, μόλις τον πιω θα φύγω. Και κάθισε αντίκρυ μου να σε κοιτάξω λίγο. Αυτή η νύχτα, φίλε μου, πόνε μου, θα μείνει. Κι ας λέει για τον ήλιο μας ο κόσμος όλος. Μα νύχτα γράφω τα τραγούδια μου για σένα. Νύχτα ήρθες. Νύχτα έφυγες. Και νύχτα θα ξανάρθεις. Εδώ θα’ μαι, δεν πάω πουθενά, και θα περάσω από μέσα σου, να το θυμάσαι. Πόνα.

 

υ.γ.:

But it’s so hard
We got our heads down and our hackles up
Our back’s against the wall
I can feel your heart racing

None of this was written in stone
The current’s fast but the river moves slow
And I can feel things changing

Even when I’m weak and I’m breaking
I stand weeping at the train station
‘Cause I can see your faces
There is so much peace to be found in people’s faces

 

-Kae Tempest, “People’s Faces”

 

* ο Χρήστος Παπαδόπουλος πρωταγωνιστεί στα “Ορφανά” που παρουσιάζονται στο θέατρο ΑΜΑΛΙΑ Θεσσαλονίκης, από Τετάρτη 10 Ιανουαρίου έως και Παρασκευή 12 Ιανουαρίου.