Μα έτσι μου αρέσει να ζω για, επιτρέποντας στον κόμπο να λυθεί, στο λυγμό να εξοστρακιστεί, καταπίνοντας ξανά τον επόμενο και πάλι απ’ την αρχή. Να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε Κόσμε Γυάλινε. Ακούς, Τομ Γουίνγκφιλντ; Εγώ δεν πρόκειται να παγιδευτώ στη σκοροφαγωμένη καμπαρντίνα της μνήμης, εγώ θα τρέχω και θα τρέχω και κανένα παλτό δε θα μου κάνει ποτέ, έτσι ασανσέρ που έκανα τον μεταβολισμό μου μέσα στη θλίψη. Πάντα θα νιώθω άβολα στα ρούχα μου, μα μέσα στων άλλων θα με βλέπω και θα με φτύνω με καμάρι. Σαν το τοστ, πάντα μέτριο στο δικό σου σπίτι, αλλά στων άλλων μοιάζει με μπον φιλέ. Κρατικό. Κι άλλοι άνθρωποι, πρώτη φορά που «τελικά πρέπει να φυλάγομαι από κάποιους», σηκώνω τη μικρή μου ασπίδα στον αέρα, κέρδος μόνο οι άνθρωποι. Πάντα οι άνθρωποι. Καραντίνα. Τι να σου λέω τώρα, τερμάτισα God of War, Last of Us 1 & 2, όλα τα Uncharted, στο FIFA πάλι κουβά, ευτυχώς πήρα Europa League με Παναθηναϊκό στο Manager, επιτέλους διάβασα Χάρι Πότερ και πολύ, πολύ Τόλκιν, πάμε Αθήνα; Πάμε. Εθνικό και άνθρωποι, άνθρωποι, άνθρωποι. Να τους πιάσω απ’ το γιακά και να χορέψουμε παρέα μέχρι να πέσουμε κάτω, σαν τη Χορευτική Πανούκλα του Στρασβούργου. Μα πού είναι η οικογένειά μου ρε γαμώτο;
Άσε καλύτερα, δεν είναι θέαμα αυτό. Η θλίψη επανέρχεται, σφοδρότερη. Ο πόνος είναι εκεί και όσο τον σηκώνω τόσο βαραίνει. Α ρε Φρόντο πόσο σε νιώθω τώρα. Είναι μοναξιά να κουβαλάς το δαχτυλίδι στο λαιμό, μην τυχόν και το φορέσεις, το σκοτάδι θα σε καταπιεί. Και να ξέρεις πως θα το ‘χεις πάνω σου για πάντα. Κουβαλάμε τώρα. Δεν το καταλαβαίνω ότι κουράζομαι, τρομάζω που δεν κουράζομαι ρε φίλε, που δεν τα παρατάω, έστω για λίγο. Κοιτάζω τριγύρω τους ανθρώπους στην Αθήνα και δεν τα παρατάει κανείς, όλοι δείχνουν να’ ναι καλά –ναι, καλά-, κανείς δε με κοιτάζει μες στα μάτια να μου πει «αδερφέ, μου είναι βαρύ όλο αυτό, κάπου ώπα. Κράτα λίγο την τσάντα μου, μπορείς;» Ποτέ κανείς. Εμπιστεύομαι και συνεχίζω, στην Αθήνα μου. Τι θες ρε μάνα κι εσύ και παίρνεις τηλέφωνα; Άσε, θα σε πάρω εγώ μετά, όταν θα ‘μαι ο άντρας που όλα γύρω μου ζητούν να γίνω. Να ακούσεις τη χροιά μου στιβαρή και στέρεη, να αποφασίζει, να ονειρεύεται, να ελπίζει, να γεμίζει κι εσένα με χαρά που τη χρειάζεσαι, τόσο άγονο αγώνα που’ χεις ρίξει κι επιμένεις, με 2 ισχία κυρτωμένα σαν τους ώμους μου ρε μάνα, πώς το αντέχεις όλο αυτό; Έτσι μου’ ρχεται να’ρθω Κομοτηνή και να σε βάλω στη θέση σου, εκεί στο γραφειάκι να γράφεις, φορώντας τα γυαλάκια σου, για όσα έγιναν παλιά και αμυδρά θυμάσαι, τι όμορφα γράφεις ρε μαμά. Καταρρέω. Κι αυτή τη φορά θα σε αφήσω να το πεις και στον μπαμπά, είναι φίλος πια, τα’ χουμε αφήσει πίσω τα εγωιστικά μας «πικ εν ρολ». Έμαθα γράφει κι εκείνος τώρα για όσα τον ρημάξανε από παιδί, άρχισε επιτέλους να μοιάζει του γιου του. Ναι ρε πατέρα, πονάω. Ελεύθερη πτώση, αυτό δεν ήθελα πάντα; Ελεύθερος να΄μαι, να πέφτω όπως κι όσο θέλω. Να χάνω 3-0 στο ημίχρονο και να το πηγαίνω 3-3, μετά στα πέναλτι, στο τέλος το κύπελλο στα δικά μου χέρια θα’ ναι, μην ξεχνάς το 2005 στην Κωνσταντινούπολη. Ελεύθερος. Να με διαλύουν οι άνθρωποι και να με συναρμολογώ σφαδάζοντας, απ’ την αρχή ξανά, σαν το πειρατικό καράβι Lego που μου πήρατε παλιά. Σαν τότε που παίζαμε Sonic, Ινώ. Έτσι και χάναμε, απ’ την αρχή ξανά αδέρφι μου, όλες τις πίστες μία-μία, δε γίνεται αλλιώς. Με ματωμένα γόνατα και δάχτυλα. Δεν ξεκινάς in medias res σε αυτό, γεννιέσαι και μεγαλώνεις ξανά απ’ την αρχή. 1988. Κομμάτι – κομμάτι. 1998. Ξύλο στη γειτονιά. 2002. «Αδερφή!». 2006. Ενηλικιώνεσαι και βρίσκεις την ψυχή σου να κουρνιάζει στις ψυχές των άλλων. 2011. Συνάντηση. 2017. Πόνος. 2023. Εξορία. Αγάπη κι ασπίδες, αποφυγή κι αποδοχή, κατάθλιψη κι απόδραση, οργή και ντροπή, όνειρο και δυστοπία, τραύμα και θεραπεία και αδυσώπητη βία. Συναντιόμαστε, δυο ανοιχτές πληγές, αγκαλιαζόμαστε, λερωνόμαστε και τσούζουμε ταυτόχρονα, παρέα. Παιδιά με μαυρισμένα μάτια, μια ζωή. Θα κλαίμε στο άκουσμα του πιάνου. Εξόριστα και ορφανά, στον θώρακά μας μέσα.